common
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | common |
συγκριτικός | commoner / more common |
υπερθετικός | commonest / most common |
Επίθετο
[επεξεργασία]common (en)
- κοινός, συνηθισμένος, συνήθης, που συμβαίνει συχνά· που υπάρχει σε μεγάλους αριθμούς ή σε πολλά μέρη
- ⮡ It’s a common sight in our cities.
- Είναι κοινό θέαμα στις πόλεις μας.
- ⮡ The flu is a common disease.
- Η γρίπη είναι μια συνηθισμένη αρρώστια.
- ⮡ Pine trees are common in Europe.
- Τα πεύκα είναι συνήθη στην Ευρώπη.
- ⮡ The five-day week has become common in Europe.
- Η εβδομάδα των πέντε ημερών γενικεύθηκε στην Ευρώπη.
- ≈ συνώνυμα: conventional, everyday, normal, regular, standard, typical, usual και widespread
- ⮡ It’s a common sight in our cities.
- (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) κοινός, που μοιράζονται ή ανήκουν σε δύο ή περισσότερα άτομα
- ⮡ We have common interests.
- Έχουμε κοινά συμφέροντα.
- ⮡ It’s common knowledge that the prime minister will introduce a new law in parliament.
- Είναι κοινή γνώση πως ο πρωθυπουργός θα φέρει νέο νόμο στο κοινοβούλιο.
- ⮡ We have common interests.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) κοινός, συνηθισμένος, συνήθης, που δεν τον χαρακτηρίζει κάτι ξεχωριστό