Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τύμβου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 35°9′0.000″N 33°30′0.000″E / 35.15000000°N 33.50000000°E / 35.15000000; 33.50000000

Τύμβου
(τουρκ.: Kırklar)
Η τοποθεσία του Τύμβου στην Επαρχία Λευκωσίας.
Τοποθεσία στον χάρτη
Τοποθεσία στον χάρτη
Τύμβου
Χώρα(de jure)
Κυπριακή Δημοκρατία
ΕπαρχίαΛευκωσίας
Χώρα(de facto)
Τ.Δ.Β.Κ.
ΕπαρχίαΛεφκόσα
Υψόμετρο112 μ.
Πληθυσμός384  (2011)

Η ΤύμβουΤύμπου, τουρκικά: Κιρκλάρ, Kırklar‎‎) είναι χωριό στην κεντρική Κύπρο.

Το έδαφος του οικισμού ανήκει εκ του νόμου (de jure) στην Κυπριακή Δημοκρατία, της οποίας είναι κοινότητα που υπάγεται διοικητικά στην Επαρχία Λευκωσίας. Ωστόσο, μετά την τουρκική εισβολή του 1974, το χωριό ελέγχεται εκ των πραγμάτων (de facto) από την μη αναγνωρισμένη Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου.

Ο πίνακας που ακολουθεί παρουσιάζει τον πληθυσμό του χωριού σύμφωνα με τις απογραφές πληθυσμού που πραγματοποιήθηκαν στην Κύπρο έως το 1973. Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 δεν πραγματοποιήθηκε απογραφή στο χωριό από την Κυπριακή Δημοκρατία, αφού το έδαφος του δεν ελέγχεται από αυτήν.

Ιστορικό απογραφών [1]
Απογραφή Πληθυσμός Άνδρες Γυναίκες
1881278[2]—  144134
1891336[3]20.9%175161
1901436[4]29.8%227209
1911550[5]26.1%273277
1921691[6]25.6%332359
1931822[7]19.0%378444
19461.009[8]22.7%
19601.133[9]12.3%573560
19731.288[10]13.7%638650

(Πληροφορίες για τον πληθυσμό και το διάγραμμα από τα δεδομένα).

Η Τύμπου είναι χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, αμιγές ελληνικό, στη γεωγραφική περιφέρεια της Μεσαριάς και βρίσκεται περί τα 17 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Λευκωσίας, δύο χιλιόμετρα νοτίως του παλαιού δρόμου Λευκωσίας – Αμμοχώστου. Είναι κτισμένη κοντά στη δυτική όχθη του ποταμού Γιαλιά, με μέσο υψόμετρο 110 μέτρων. Από πλευράς ανάγλυφου το τοπίο της είναι ένας εκτεταμένος κάμπος χωρίς αξιόλογες μορφολογικές διακυμάνσεις.

Από γεωλογικής άποψης, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν οι αποθέσεις του σχηματισμού Αθαλάσσας (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες και άμμοι), το Σύναγμα (αποθέσεις άμμων και χαλικιών της Πλειστόκαινης περιόδου) και οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις της ολόκαινης γεωλογικής περιόδου. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν ερυθρογαίες και προσχωσιγενή εδάφη.

Ήταν συνδεδεμένη με ασφαλτόστρωτο δρόμο στα βόρεια με τον παλιό δρόμο Λευκωσίας – Αμμοχώστου και με σκυρόστρωτους δρόμους στα νοτιοδυτικά με το χωριό Πυρόι (γύρω στα 8 χιλιόμετρα), στα ανατολικά με το τουρκικό χωριό Αγιά (γύρω στα 6 χιλιόμετρα) και στα νοτιοανατολικά με την Αθηένου (γύρω στα 9 χιλιόμετρα). Στα δυτικά το χωριό γειτνιάζει με το χωριό Γέρι και την Αθαλάσσα, ενώ στα βόρειά του και πέρα από τον παλαιό δρόμο Λευκωσίας – Αμμοχώστου βρίσκεται το Παλαίκυθρο και το τουρκοκυπριακό χωριό Μόρα.

Παρ’ όλο που η περιοχή της Τύμπου αναφέρεται για πρώτη φορά σε συγγράμματα της εποχής της Φραγκοκρατίας, η ιστορία της είναι πολύ αρχαιότερη και ανάγεται στη λίθινη εποχή. Τούτο επιβεβαιώνουν τα πολλά ευρήματα στην ευρύτερη περιοχή της Τύμπου, κυρίως η πληθώρα των αρχαίων τάφων. Όλη η έκταση ήταν ένα απέραντο νεκροταφείο με τάφους από τη λίθινη μέχρι τη Μυκηναϊκή εποχή και αργότερα. Η περιοχή του κατεχόμενου αεροδρομίου της Τύμπου ήταν τόπος υπογείων λαξευμένων κατοικιών. Σύμφωνα με μαρτυρίες των παλαιότερων Τυμπιωτών σε πάρα πολλές περιοχές υπήρχαν βωμοί και πολλά αγάλματα τα οποία βρίσκονταν στην επιφάνεια. Αξιοσημείωτο δε είναι ότι σε μια περιοχή, η οποία ονομάζεται Χαλόσπιτα, βρέθηκε πήλινο αγγείο με αναπαράσταση της πάλης του Αίαντα με τον Οδυσσέα και τούτο αναφέρεται και στα «Κυπριακά Έπη» Στασσίνου.

Η ονομασία της Τύμβου, όπως είναι η επίσημη ονομασία της, ή Τύμπου όπως επικράτησε στην καθομιλουμένη, προέρχεται από την αρχαία λέξη «Τύμβος» που σημαίνει τάφος, λόγω ακριβώς της πληθώρας των αρχαίων τάφων που υπήρχαν εκεί.

Η περιοχή της Τύμπου, αναφέρεται σε συγγράμματα των Μεσαιωνικών χρόνων. Ο ντε Μας Λατρί το αναφέρει ως Timbou, δίδοντας και την πληροφορία ότι ο βασιλιάς της Κύπρου Ιάκωβος Β’ (1460 – 1473 μ.Χ.) το είχε παραχωρήσει ως φέουδο στον Pierre Goul.

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η Τύμπου ήταν ένα εύφορο και μεγάλο τσιφλίκι (αγρόκτημα), το οποίο άλλαξε διαδοχικά πολλά χέρια. Τούτο είχε αγοράσει ο εθνομάρτυρας αρχιεπίσκοπος Κυπριανός το 1813, για λογαριασμό του Μοναστηριού της Παναγίας του Μαχαιρά. Το τσιφλίκι ανήκε πιο πριν στον Δημήτριο Παυλίδη, το «Δημητρούϊ», όπως ήταν γνωστός, ο οποίος και το είχε πωλήσει σε τρεις Λευκωσιάτες (Γιαννάκη Λιπέρτην, Νικόλαον Σάββα και Χατζηλοΐζο Άντζουλο) το 1810, έναντι 15 χιλιάδων γροσίων. Απ’ αυτούς το αγόρασε τρία χρόνια αργότερα ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός για 16 χιλιάδες γρόσια. Περιγραφή του τσιφλικιού και των υποστατικών, των ζώων και των εγκαταστάσεών του, υπάρχει στο σχετικό πωλητήριο έγγραφο του 1813, μεταξύ των σελίδων 345 και 346 του κώδικα του μοναστηριού του Μαχαιρά. Στην περιοχή καλλιεργούνταν τότε δημητριακά, βαμβάκι, καθώς και οπωροφόρα δέντρα. Ήταν αναπτυγμένη επίσης η κτηνοτροφία. Το τσιφλίκι είχε 800 αίγες και πρόβατα και αρκετά σπίτια για τους εργαζόμενους σ’ αυτό, και ήταν έκτασης 1200 στρεμμάτων.

Μετά τα γεγονότα της 9ης Ιουλίου 1821, τον απαγχονισμό του Κυπριανού και των άλλων προκρίτων και τους διωγμούς που ακολούθησαν, το τσιφλίκι κατασχέθηκε από τους Τούρκους, μαζί με άλλες ιδιοκτησίες του μοναστηριού του Μαχαιρά και ιδιοκτήτης του έγινε ο Χαλίλ Σιρδάρ εφέντης.

Αργότερα το τσιφλίκι βρίσκεται στην κατοχή της Μαντάμ Λαουρή η οποία το ενοικίαζε σε κάποιον Τοφαρίδη και αργότερα στους Σιακαλλή και Τζιακούρη. Οι δύο τελευταίοι έμεναν στο τσιφλίκι και εργάζονταν μέχρι τότε για τους προηγούμενους ιδιοκτήτες του τσιφλικιού. Αυτοί οι δύο σε συνεργασία με τον Τύμβιο και τους άλλους κατοίκους – εργαζόμενους στο τσιφλίκι, αποφάσισαν να αγοράσουν το τσιφλίκι και να το διαμοιράσουν σε αγροτεμάχια των οποίων ιδιοκτήτες ήταν πια οι ίδιοι. Επειδή δεν είχαν όλοι τα απαιτούμενα χρήματα κατέφυγαν σε διάφορους «δωρητές και ευεργέτες», τοκογλύφους δηλαδή, οι οποίοι αργότερα συσσώρευσαν στην κατοχή τους τα περισσότερα κτήματα του χωριού.

Το χωριό, λόγω κυρίως της σχετικά μικρής του απόστασης από το αστικό κέντρο της Λευκωσίας, σε συνδυασμό με την εργατικότητα και το φιλοπρόοδο χαρακτήρα των κατοίκων του αλλά και τη γόνιμη γη του, γνώρισε συνεχή πληθυσμιακή αύξηση από το 1881 μέχρι και το 1974. Το 1881 οι κάτοικοί του ήσαν 278 που αυξήθηκαν στους 336 το 1891, στους 436 το 1901, στους 550 το 1911, στους 691 το 1921, στους 822 το 1931, στους 1009 το 1946, στους 1133 το 1960 και στους 1288 το 1973.

Περί τα δυόμισι χιλιόμετρα βορειοδυτικά του χωριού, βρίσκεται το αεροδρόμιο της Τύμπου. Κατασκευάστηκε από τους Βρετανούς κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για τις τότε στρατιωτικές τους ανάγκες. Είχε δύο διαδρόμους προσγείωσης και απογείωσης, σε σχήμα Λ, από τους οποίους ο ένας είχε κατεύθυνση από τα Βορειοδυτικά  προς τα Νοτιοανατολικά και ο δεύτερος κατεύθυνση περίπου από το Βορρά προς Νότο. Μετά τον πόλεμο, το αεροδρόμιο έμεινε αχρησιμοποίητο για να χρησιμοποιηθεί και πάλι γύρω στα 1956, την εποχή της διένεξης στο Σουέζ, σαν ενδιάμεσος σταθμός μεταφοράς προμηθειών. Μετά την ανεξαρτησία το αεροδρόμιο εγκαταλείφθηκε. Οι πρόχειρες εγκαταστάσεις του καταστράφηκαν και οι δύο δίαυλοί του χορτάριασαν. Τα τελευταία χρόνια στην περιοχή του αεροδρομίου ήταν εγκατεστημένο στρατόπεδο της αεροπορίας της Κυπριακής Εθνοφρουράς.

Μετά την τουρκική στρατιωτική εισβολή και κατοχή του, το αεροδρόμιο επισκευάστηκε από τους Τούρκους και λειτούργησε από το 1975, συνδέοντας αεροπορικώς τις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου με την Τουρκία. Το καλοκαίρι του 1976 ο ένας από τους δύο διαύλους επεκτάθηκε, ώστε να δέχεται μεγάλα αεροπλάνα. Αρχικά οι Τούρκοι έκτισαν πρόχειρες εγκαταστάσεις, αλλά μέχρι το Σεπτέμβρη του 1977 λειτούργησαν καινούρια κτίρια. Το αεροδρόμιο χρησιμοποιούν οι λεγόμενες «Τουρκοκυπριακές αερογραμμές» που, ουσιαστικά, πρόκειται για λίγα αεροσκάφη τα οποία ανήκουν στις Τουρκικές Αεροπορικές Γραμμές. Το αεροδρόμιο λειτουργεί παράνομα, με τακτικές πτήσεις από και προς πόλεις της Τουρκίας μόνο.[11]

Ένα βασικό χαρακτηριστικό των πολιτών της Τύμπου ήταν η θρησκευτικότητα. Ενδεικτικό της βαθιάς θρησκευτικότητάς τους είναι η εκκλησία και τα τέσσερα ξωκλήσια που υπάρχουν στην περιοχή. Εκτός από την κυρίως εκκλησία, που ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο, υπάρχουν τα ξωκλήσια της Αγίας Θέκλας, του Προφήτη Ηλία, της Αγίας Μαρίνας και το μνημείο των Σαράντα Μαρτύρων.

Η Εκκλησία του χωριού ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο και κτίστηκε το 1858. Κάποιες από τις εικόνες της ήταν του 17ου και του 18ου αιώνα. Η εκκλησία αυτή εγγαινιάστηκε το 1917. Το 1935 κτίστηκε  το περιτοίχισμα του ναού με πέτρες που μετέφεραν οι νέοι του χωριού με τα αμάξια και τα βόδια τους, από το όρος της γειτονικής Αθηένου, εργαζόμενοι εθελοντικά τα Σαββατοκυρίακα. Από την ίδια αυτή πέτρα είναι κατασκευασμένο και μεγάλο μέρος του εικονοστασίου του ναού και ειδικά το κομμάτι που βρίσκεται η εικόνα του Αγίου Γεωργίου. Την πέτρα «πελέτζιησε» (δούλεψε) και για το εικονοστάσι και για το περιτοίχισμα, ένας Τυμπιώτης, μεγάλος τεχνίτης – κτίστης της εποχής, ο μάστρε Μιχαήλ Χατζηγιάννης.

Στα νότια της Τύμπου, στη περιοχή Μαρκό βρίσκεται το βυζαντινό εκκλησάκι της Αγίας Θέκλας στο οποίο υπήρχαν βιβλία του 1400 μ.Χ. και θαυμαστές εικόνες και οι ανυπολόγιστης ιστορικής αξίας τοιχογραφίες, από τις πιο σπάνιες στην Κύπρο. Η Αγία Θέκλα θεωρείται θαυματουργή για τις αιμορραγίες γενικά και ειδικά της μύτης. Το εκκλησάκι της Αγίας Θέκλας στην Τύμπου είναι ένα από τα πολλά ιστορικά μνημεία του τόπου μας που βρίσκονται κάτω από την μπότα του κατακτητή και που η βαρβαρότητα και η αδιαφορία τα οδήγησαν στην καταστροφή. Η απώλεια τέτοιων μνημείων θεωρείται πλήγμα για τον παγκόσμιο πολιτισμό. Στο ξωκλήσι της Αγίας Θέκλας γινόταν πανηγίρι στις 24 Σεπτεμβρίου.

Ενάμιση χιλιόμετρο νοτιοανατολικά του χωριού βρίσκεται το παρεκκλήσι του Προφήτη Ηλία, το ξακουστό για το θαυμάσιο νερό του λάκκου του, το αγίασμά του, το οποίο εκτός από θαυματουργό, εθεωρείτο από τα καλύτερα της Κύπρου. Παλιότερα οι Λευκωσιάτες που σχετίζονταν με την Τύμπου προμηθεύονταν νερό από το πηγάδι του Προφήτη Ηλία. Μερικές από τις εικόνες του Προφήτη Ηλία ήταν, επίσης του 18ου αιώνα. Στο ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία γινόταν λειτουργία κάθε χρόνο στις 20 Ιουλίου, μέρα που τιμάται η μνήμη του Αγίου Προφήτη. Η τελευταία μέρα που λειτουργήθηκε το ξωκλήσι ήταν η αποφράδα μέρα της εισβολής το 1974 όπου μέχρι σήμερα παραμένει έρημο και βουβό προσμένοντας την λύτρωση της Τύμπου και της Κύπρου γενικά.

Κοντά στο χωριό βρίσκεται επίσης το Μνημείο των Σαράντα Μαρτύρων, όπου είναι ιερός χώρος για τους Έλληνες – Χριστιανούς αλλά επίσης και για τους Τούρκους της περιοχής. Ο χώρος ήταν ένα μεγάλο σπήλαιο που είχε διαμορφωθεί σε εκκλησία. Από το μικρό τέμενος σκαλιά οδηγούν στο σπήλαιο, που έχει κεντρικό κλίτος που καταλήγει σε κόγχη, καθώς και δυο πλάγια κλίτη που καταλήγουν σε τετραγωνικούς θαλάμους. Στην πλάγια κλίτη είναι θαμμένοι οι Σαράντα Μάρτυρες. Οι Σαράντα Μάρτυρες, σαράντα νέοι χριστιανοί, είχαν φυλακιστεί στον χώρο αυτό, από τους Τούρκους επί τουρκοκρατίας και αργότερα σφαγιάστηκαν και ετάφησαν στον ίδιο χώρο. Ο χώρος των τάφων των σαράντα Μαρτύρων ήταν χώρος ιερός για τους χριστιανούς και τιμούνταν σαν άγιοι. Κάθε χρόνο στις 9 Μαρτίου, που ήταν η γιορτή των Αγίων Σαράντα οι Τυμπιώτες πήγαινα εκεί και έκαναν τη λειτουργία.

Στο χωριό είχε λειτουργήσει σχολείο λίγο πριν την κατάκτηση της Κύπρου από τους Άγγλους το 1878.[11] Το σχολείο μέχρι το 1930 περίπου λειτουργούσε σε ξεχωριστό χώρο για τα αγόρια και σε ξεχωριστό για τα κορίτσια. Λειτουργούσε δηλαδή Αρρεναγωγείο και Παρθεναγωγείο, μονοδιδάσκαλα και τα δύο. Το πρώτο λειτουργούσε στο χώρο που κτίστηκε ειδικά για το σκοπό τούτο στο «Τζιηπί» και το Παρθεναγωγείο λειτουργούσε στο σπίτι της Τυμπιούς. Πολύ λίγοι μέχρι εκείνη την εποχή πήγαιναν και τα έξι χρόνια στο σχολείο. Αλλά και τα χρόνια που πήγαιναν, πολλά παιδιά από το Μάρτιο και μετά διέκοπταν τη φοίτηση για να αναλάβουν την φροντίδα των νεογέννητων προβάτων. Επίσης οι λίγοι τυχεροί που τέλειωναν το Δημοτικό δεν μπορούσαν να διανοηθούν φοίτηση σε Γυμνάσιο, με τα τότε δεδομένα. Γύρω στα 1930 αποφασίστηκε να λειτουργήσει κοινό σχολείο για αγόρια και κορίτσια σε κοινό χώρο και συγκεκριμένα στο «Τζιηπί». Η απόφαση αυτή πρωτοποριακή έως «προκλητική» για τα ήθη και τις αντιλήψεις της κλειστής κοινωνίας του χωριού, είχε ως αποτέλεσμα τα περισσότερα κορίτσια να διακόψουν τη φοίτηση, ακόμα και από τις πιο μικρές τάξεις. Το νέο Δημοτικό σχολείο της Τύμπου κτίστηκε γύρω στο 1945 και είχε πέντε αίθουσες, με αποτέλεσμα όταν το σχολείο λειτούργησε κανονικά εξατάξιο, αναγκαστικά να χρησιμοποιούνται, για τη στέγαση μιας τουλάχιστον τάξης, άλλοι χώροι. Το σχολικό έτος 1973–74 φοιτούσαν στο Δημοτικό Σχολείο Τύμπου 170 μαθητές.

Μορφωτικός Τύμπου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μορφωτικός Σύλλογος Νεολαία Τύμπου ιδρύθηκε το 1959. Μετά την τουρκική Εισβολή στην Κύπρο έγινε προσφυγικό σωματείο και επαναδραστηριοποιήθηκε στα Λατσιά. Η ποδοσφαιρική ομάδα του σωματείου συμμετείχε στις διοργανώσεις της ΠΟΕΛ.Το 1992 κατέκτησε το Πρωτάθλημα Πρωταθλητριών της ΣΤΟΚ και στην συνέχεια κέρδισε την άνοδο του στην Δ'Κατηγορία της ΚΟΠ μέσα από το Πρωτάθλημα ένταξης της ΣΤΟΚ. Ο Μορφωτικός συμμετείχε στην Δ'Κατηγορία της ΚΟΠ, την περίοδο 1992-93 στον Όμιλο Λευκωσίας/Κερύνειας τερματίζοντας στην 10η θέση.Σήμερα η ποδοσφαιρική ομάδα είναι ανενεργή και ο Μορφωτικός εξακολουθεί να υφίσταται σαν πολιτιστικό σωματείο

  1. Πληροφορίες για τον πληθυσμό και το διάγραμμα από τα Wikidata.
  2. 2,0 2,1 «Census of Cyprus, 1881». (Αγγλικά) Απογραφή Πληθυσμού 1881. 4  Απριλίου 1881. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2  Ιανουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 4  Αυγούστου 2018. σελ. 8.
  3. «Census of Cyprus, 1891». (Αγγλικά) Απογραφή Πληθυσμού 1891. 6  Απριλίου 1891. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2  Ιανουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 4  Αυγούστου 2018. σελ. 5.
  4. «Census of Cyprus, 1901». (Αγγλικά) Απογραφή Πληθυσμού 1901. 31  Μαρτίου 1901. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2  Ιανουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 5  Αυγούστου 2018. σελ. 4.
  5. «Census of Cyprus, 1911». (Αγγλικά) Απογραφή Πληθυσμού 1911. 2  Απριλίου 1911. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2  Ιανουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 5  Αυγούστου 2018. σελ. 4.
  6. «Census of Cyprus, 1921». (Αγγλικά) Απογραφή Πληθυσμού 1921. 24  Απριλίου 1921. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2  Ιανουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 5  Αυγούστου 2018. σελ. 4.
  7. «Census of Cyprus, 1931». (Αγγλικά) Απογραφή Πληθυσμού 1931. 27  Απριλίου 1931. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2  Ιανουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 6  Αυγούστου 2018. σελ. 2.
  8. «Census of Population and Agriculture 1946». (Αγγλικά) Απογραφή Πληθυσμού 1946. 10  Νοεμβρίου 1946. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2  Ιανουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 6  Αυγούστου 2018. σελ. 4.
  9. «Census of Population and Agriculture 1960». (Αγγλικά) Απογραφή Πληθυσμού 1960. 11  Δεκεμβρίου 1960. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2  Ιανουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 6  Αυγούστου 2018. σελ. 6.
  10. «Cyprus census 1973» (Αγγλικά) Στατιστική Υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας.
  11. 11,0 11,1 «Τύμπου». www.tymbou.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Νοεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2017. 
  • «Tymvou». www.prio-cyprus-displacement.net. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Οκτωβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 2018. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]