Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ολντ Βικ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ολντ Βικ
Old Vic
Χάρτης
Γενικές πληροφορίες
ΔιεύθυνσηThe Cut, London SE1 8NB
Γεωγραφικές συντεταγμένες51°30′8″N 0°6′35″W
Διοικητική υπαγωγήΛονδρέζικος Δήμος του Λάμπεθ
ΤοποθεσίαΛονδίνο
ΧώραΗνωμένο Βασίλειο
ΧρήσηΘέατρο
Τεχνικές λεπτομέρειες
Χωρητικότητα1.067
Προστασίαδιατηρητέο κτίριο Βαθμού 2* (από 1951)[1]
Ιστότοπος
http://www.oldvictheatre.com/
Commons page Πολυμέσα

Το Ολντ Βικ(αγγλικά: Old Vic) είναι ιστορικό θέατρο του Λονδίνου, βρίσκεται στη νότια όχθη του Τάμεση, στην περιοχή του Λάμπεθ, κοντά στο Σταθμό Βατερλώ. Ιδρύθηκε το 1818 με την ονομασία Royal Coburg Theatre , το 1933 μετονομάστηκε σε Royal Victoria Theatre, το δε 1871 ανοικοδομήθηκε και επαναλειτούργησε ως Royal Victoria Palace. Το 1880 εξαγοράστηκε από την Έμμα Κονς και πήρε επισήμως το όνομα Royal Victoria Hall, αν και πλέον ήταν ήδη γνωστό ως "Old Vic". Το 1898, η ανιψιά της Κονς, η Λίλιαν Μπέιλις ανέλαβε τη διαχείριση και το 1914 ξεκίνησε μια σειρά σαιξπηρικών παραγωγών. Το κτίριο καταστράφηκε το 1940 κατά τη διάρκεια αεροπορικών επιδρομών και το 1951 ξανάνοιξε.

Ολντ Βικ ήταν επίσης το όνομα του θιάσου που είχε έδρα το θέατρο, θίασος που αποτέλεσε τον πυρήνα του Εθνικού Θεάτρου της Μεγάλης Βρετανίας κατά την ίδρυσή του το 1963 υπό την καθοδήγηση του Λώρενς Ολίβιε. Το Εθνικό Θέατρο παρέμεινε στο Old Vic, μέχρι την κατασκευή νέων εγκαταστάσεων στην περιοχή του South Bank, στις όχθες του Τάμεση, το 1976. Το θέατρο Old Vic τότε έγινε το σπίτι της Prospect Theatre Company. Το 1981 ωστόσο, με την άρση της χρηματοδότησης από το Arts council της Μεγάλης Βρετανίας, ο θίασος διαλύθηκε.

Το θέατρο υπέστη πλήρη ανακαίνιση το 1985. Από το 1987 έγινε ανασύσταση του θιάσου Ολντ Βικ, που λειτούργησε υπό διαφορετικές διευθύνσεις.

Ίδρυση ως Βασιλικό Θέατρο του Κόμπουργκ, 1818

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Βασιλικό Θέατρο του Κόμπουργκ

Το θέατρο ιδρύθηκε το 1818 από τον James King και τον Daniel Dunn, πρώην διευθυντές του Θέατρου Σάρεϊ στην Bermondsey, και τον John Thomas Serres, ο οποίος κατάφερε να θέσει το θέατρο υπό την επίσημη αιγίδα της Πριγκίπισσας Καρλόττας της Ουαλίας και του συζύγου της Πρίγκιπα Λεοπόλδου του Σάξ-Κόμπουργκ κι έτσι το θέατρο πήρε την ονομασία Βασιλικό Θέατρο του Κόμπουργκ. Η κατασκευή του κτιρίου ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα Ρούντολφ Κάμπανελ και το κόστος έφτασε τις 12.000 στερλίνες[2].

Το θέατρο αυτό, όμως, ήταν ένα "ήσσονος σημασίας" θέατρο, σε αντίθεση με τα δύο θέατρα[Σημ 1] που λειτουργούσαν στο Λονδίνο από το 1660 με τα λεγόμενα Βασιλικά Προνόμια (Royal Patents)[3] και τυπικά ήταν τα μόνα που επιτρεπόταν να ανεβάζουν σοβαρό δράμα. Στα υπόλοιπα θέατρα επιτρεπόταν να ανεβάζουν μόνο κωμωδίες, παντομίμες και μελοδράματα. Τα μη αδειούχα θέατρα, κατάφερναν να ξεφεύγουν από το νόμο με την παρεμβολή μερικών τραγουδιών, ακόμη και σε έργα του Σαίξπηρ[4].

Παρ' όλα αυτά, όταν το θέατρο το 1824 το ανέλαβε ο George Bolwell Davidge, κατάφερε να φέρει τον θρυλικό ηθοποιό Έντμουντ Κην[Σημ 2]. να ερμηνεύσει έξι σαιξπηρικά έργα για έξι νύχτες με στόχο να φέρει την υψηλή τέχνη στις μάζες.

Μετονομασία σε Royal Victoria Theatre, 1833

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ο Ντάβιτζ ανέλαβε το Θέατρο Σάρεϋ το 1833, το Ολντ Βικ αγοράστηκε από τους Daniel Egerton και William Abbot. Την 1η Ιουλίου 1833 το θέατρο μετονομάστηκε σε Royal Victoria Theatre και τέθηκε υπό την αιγίδα της Βικτώριας, Δούκισσας του Κεντ, μητέρας της μέλλουσας Βασίλισσας Βικτωρίας. Η δούκισσα και η κόρη της, η 14χρονη τότε Πριγκίπισσα Βικτώρια, επισκέφθηκαν μόνο μία φορά το θέατρο, στις 28 Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Αυτή βέβαια η μοναδική επίσκεψη δύσκολα δικαιολογεί το προσωνύμιο «Θέατρο της Βασίλισσας Βικτωρίας» που έλαβε αργότερα. Από το 1835, το θέατρο διαφημιζόταν απλά ως θέατρο Βικτώρια.

Το 1841, ο David Osbaldiston ανέλαβε ως μισθωτής. Τον διαδέχτηκε, μετά το θάνατό του το 1850, η ερωμένη του και πρωταγωνίστρια του θεάτρου, Eliza Vincent, μέχρι το θάνατό της το 1856. Υπό τη διαχείρισή τους, το θέατρο παρέμεινε αφοσιωμένο στο μελόδραμα.

Μετονομασία σε Royal Victoria Palace, 1871

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1867, ανέλαβε ως μισθωτής ο Joseph Arnold Cave. Το 1871 μεταβίβασε τη μίσθωση στον Romaine Delatorre, ο οποίος μάζεψε τα κεφάλαια για να ξαναχτιστεί ένα καινούριο θέατρο στο στυλ του περίφημου Μιούζικ Χολ Αλάμπρα, που βρισκόταν στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου. Ο Ζήθρο Τόμας Ρόμπινσον προσελήφθη ως αρχιτέκτονας[2]. Το Σεπτέμβριο του 1871 το παλιό θέατρο έκλεισε και το νέο κτίριο άνοιξε με την ονομασία Royal Victoria Palace, το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, με τον Cave να παραμένει στη θέση του διευθυντή. Το 1873, ωστόσο, ο Cave άφησε το θέατρο και το εγχείρημα του Delatorre απέτυχε.

Υπό τη διεύθυνση της Ε. Κονς και της Λ. Μπέιλις,1880-1937

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1880 η ιδιοκτησία του θεάτρου πέρασε στην Έμμα Κονς, μια δραστήρια βικτωριανή φεμινίστρια και φιλάνθρωπο, που το μετονόμασε σε Royal Victoria Hall And Coffee Tavern, αν και πλέον ήταν γνωστό ως "Old Vic". Η Κονς το πρόβαλε ως έναν οικονομικό και αξιοπρεπή χώρο διασκέδασης, όπου ίσχυε αυστηρή απαγόρευση κατανάλωσης οινοπνευματωδών, ένα θέατρο που έφερε κοντά στην εργατική τάξη τον Σαίξπηρ και την όπερα. Από το 1882 καθιερώθηκε να δίνονται κάθε Τρίτη διαλέξεις επιφανών επιστημόνων, τα έσοδα από τις οποίες επέτρεψαν το 1889 την ίδρυση του Morley College, μια σχολή επιμόρφωσης ενηλίκων της εργατικής τάξης, που μετακόμισε στις ιδιόκτητες εγκαταστάσεις της σε κοντινή απόσταση, στη δεκαετία του 1920. Το κολέγιο αυτό είναι ακόμη σε λειτουργία και προσφέρει μαθήματα ανθρωπιστικών και καλλιτεχνικών κυρίως σπουδών.

Μετά το θάνατο της Έμμα Κονς το 1912, το θέατρο πέρασε στην ανιψιά της, Λίλιαν Μπέιλις, η οποία έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στο σαιξπηρικό ρεπερτόριο. Ένα από τα σπουδαιότερα κατορθώματα του θεάτρου ήταν η παρουσίαση ολόκληρου του κύκλου των έργων του Σαίξπηρ ξεκινώντας από το Το Ημέρωμα της Στρίγγλας το 1914 και καταλήγοντας στο Τρωίλος και Χρυσηίδα το 1923. Από το 1925-26 η Μπέιλις υιοθέτησε το τοπικό παρωνύμιο Ολντ Βικ (δηλαδή: το παλιό Βικτώρια) ως επίσημο όνομα του θεάτρου. Ο θίασος με την ονομασία Old Vic ιδρύθηκε το 1929, με επικεφαλής τον Σερ Τζον Γκίλγκουντ. Ο Τζον Γκίλγκουντ με τις ερμηνείες του στον Άμλετ και στον Ριχάρδο Β’ καθιερώθηκε ως νέο σαιξπηρικό αστέρι. Το ανέβασμα (1930) μάλιστα του Άμλετ έμεινε στην ιστορία γιατί το έργο ανέβηκε χωρίς τις περικοπές που γίνονταν στις προηγούμενες παραγωγές, διατηρώντας αυτούσιο το πρωτότυπο κείμενο. Η πεντάωρη παράσταση έγινε δεκτή με ενθουσιασμό τόσο από το κοινό όσο και από την κριτική. Το έργο απέκτησε τόση φήμη ώστε προσέλκυσε και θεατρόφιλο κοινό από την κεντρική θεατρική πιάτσα του Γουέστ Εντ του Λονδίνου και καθιέρωσε ακόμη περισσότερο το Ολντ Βικ ως ναό της σαιξπηρικής τέχνης.

Εκείνη την εποχή προστέθηκε στο θίασο και ο Ραλφ Ρίτσαρντσον, που και αυτός έμελλε να γίνει ένα από τα σπουδαιότερα ονόματα του βρετανικού θεάτρου. Λίγο μετά, το 1936, προστέθηκαν και άλλα ιερά τέρατα της αγγλικής σκηνής: ο Μάικλ Ρέντγκρεϊβ, ο Άλεκ Γκίνες και ο Λώρενς Ολίβιε.

Το 1925 η Λίλιαν Μπέιλις θέλησε να επεκτείνει τις δραστηριότητες του θεάτρου και προσπάθησε να αποκτήσει ένα άλλο ιστορικό θέατρο του Λονδίνου, το Σάντλερ'ς Γουέλς (Sadler's Wells), το οποίο ήταν εγκαταλελειμμένο από το 1915. Για να πραγματοποιήσει το σχέδιό της ζήτησε από τον Δούκα του Ντέβονσαιρ να κάνει μια δημόσια έκκληση για συγκέντρωση οικονομικών πόρων που θα χρησίμευαν στην ίδρυση ενός φιλανθρωπικού ιδρύματος με στόχο την αγορά του Σάντλερ'ς Γουέλς. Στην επιτροπή που σχηματίστηκε για την επίτευξη αυτού του σκοπού συμμετείχαν σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής όπως ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, οι συγγραφείς Γκίλμπερτ Τσέστερτον και Τζον Γκάλσγουορθυ, ο μαέστρος Τόμας Μπίτσαμ και άλλοι.

Από το 1925 επίσης η Μπέιλις είχε αρχίσει να συνεργάζεται με τη χορογράφο Νινέτ ντε Βαλουά η οποία το 1931, όταν ξανάνοιξε το Σάντλερ'ς Γουέλς, ίδρυσε τη Σχολή μπαλέτου Σάντλερ'ς Γουέλς[5] και τον θίασο μπαλέτου Βικ-Γουελς, θίασος που έδινε παραστάσεις και στα δυο θέατρα. Από το 1935 το Σάντλερ'ς Γουέλς έγινε η μόνιμη έδρα του μπαλέτου και κάποιες από τις παραγωγές του θεωρούνται οι ακρογωνιαίοι λίθοι του βρετανικού μπαλέτου.

Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 25 Νοεμβρίου 1937 πέθανε η Λίλιαν Μπέιλις. Κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο θίασος απομακρύνθηκε από το Λονδίνο και έκανε περιοδείες σε όλη την Αγγλία, έχοντας για έδρα του την πόλη Μπέρνλεϊ στη βορειοανατολική Αγγλία. Στις 10 Μαΐου 1941 μια βόμβα έπεσε επάνω στο Ολντ Βικ και το κατέστρεψε.

Το 1944 ο θίασος επανήλθε στο Λονδίνο έχοντας για προσωρινή έδρα του το «Νέο Θέατρο» (που τώρα έχει την ονομασία «Θέατρο Νόελ Κάουαρντ», στο Γουέστ Εντ και με πρωταγωνιστικά στελέχη τον Ραλφ Ρίτσαρντσον και τον Λώρενς Ολίβιε. Η νέα σαιζόν ξεκίνησε με 4 έργα: Πέερ Γκυντ του Ερρίκου Ίψεν, Τα όπλα και ο άνθρωπος του Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, Ριχάρδος Γ' του Σαίξπηρ και ο Θείος Βάνια του Άντον Τσέχοφ.

Το 1946 ιδρύθηκε το Μπρίστολ Ολντ Βικ, αρχικά ως παράρτημα του θιάσου, με έδρα ένα από τα παλαιότερα σωζόμενα θέατρα της Αγγλίας, το Βασιλικό Θέατρο του Μπρίστολ. Οκτώ δε μήνες αργότερα στήθηκε η Δραματική Σχολή του Μπρίστολ Ολντ Βικ της οποίας είναι απόφοιτοι πολλοί διάσημοι σύγχρονοι ηθοποιοί, όπως ο Τζέρεμι Άιρονς, η Μιράντα Ρίτσαρντσον, ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις, ο Τζιν Γουάιλντερ κ.ά.[6].

Το 1948 ο Λώρενς Ολίβιε μαζί με τη Βίβιαν Λι ηγήθηκαν του θιάσου Ολντ Βικ σε μια περιοδεία στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία με σκοπό τη συγκέντρωση πόρων για την επαναλειτουργία του θεάτρου Ολντ Βικ.

14 Νοεμβρίου 1950 το θέατρο Ολντ Βικ ξανάνοιξε τις πόρτες του στο κοινό με το έργο του Σαίξπηρ Δωδέκατη νύχτα. Τα επόμενα χρόνια πολλά ηχηρά ονόματα της σκηνής και της οθόνης θα παρελάσουν από το Ολντ Βικ, όπως ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, που έπαιξε το 1953 τον Άμλετ[7] και η Τζούντι Ντεντς, που πρωταγωνίστησε στο ανέβασμα του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας από το Φράνκο Τζεφφιρέλλι το 1957[8].

Εθνικό Θέατρο της Μεγάλης Βρετανίας, 1963-1976

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1963 ιδρύεται το «Εθνικό Θέατρο της Μεγάλης Βρετανίας» και, μέχρι να ετοιμαστούν οι δικές του κτιριακές εγκαταστάσεις, ορίζεται ως έδρα του το θέατρο Ολντ Βικ, του οποίου ο θίασος διαλύεται και εν μέρει απορροφάται από το Εθνικό Θέατρο. Η μετεγκατάσταση δεν έγινε παρά το 1976[9]. Την πρεμιέρα για τον νεοσύστατο θίασο θα κάνει ο Άμλετ με τον Πήτερ Ο' Τουλ, σε σκηνοθεσία Λώρενς Ολίβιε (που ήταν και ο καλλιτεχνικός διευθυντής του θιάσου μέχρι το 1973, όταν ανέλαβε ο Πίτερ Χολ). Θα ακολουθήσουν πολλές αξιοσημείωτες παραστάσεις: το 1964 ο Ολιβιέ με τη Μάγκι Σμιθ θα πρωταγωνιστήσουν στον Οθέλο, το 1965 ανεβαίνει η Δεσποινίς Τζούλια του Στρίντμπεργκ με τους Άλμπερτ Φίνεϊ και Μάγκι Σμιθ, την ίδια χρονιά παίζεται η Μαύρη Κωμωδία του Πήτερ Σάφερ με τον Ντέρεκ Τζάκομπι και τη Σμιθ, το 1967 είναι η σειρά του Ολίβιε να παίξει στο Χορό του θανάτου του Στρίντμπεργκ, το 1968 ο Γκίλγκουντ θα υποδυθεί τον Οιδίποδα του Σενέκα, το 1970 ο Ολίβιε με την Τζόαν Πλοουράιτ θα πρωταγωνιστήσουν στον Έμπορο της Βενετίας, τη Σμιθ θα σκηνοθετήσει ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν ως Έντα Γκάμπλερ το 1970. Στις 21 Μαρτίου 1974 ο Λώρενς Ολίβιε έπαιξε για τελευταία φορά στο σανίδι στο έργο Το Κόμμα του Τρέβορ Γκρίφιθς. Το 1974 ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής Πίτερ Χολ σκηνοθετεί την Τρικυμία με τον Γκίλγκουντ, οι δυο τους θα συνεργαστούν και πάλι την επόμενη χρονιά, μαζί με τον Ρίτσαρντσον, στη μεγάλη επιτυχία Νεκρή ζώνη του Χάρολντ Πίντερ.

Θίασος Prospect Theatre Company, 1977-1981

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δυο χρόνια πριν την αναχώρηση του θιάσου του Εθνικού Θεάτρου από το Ολντ Βικ, ο Τόμπυ Ρόμπερτσον[Σημ 3], καλλιτεχνικός διευθυντής της θεατρικής εταιρείας Prospect[Σημ 4], είχε ξεκινήσει μια καμπάνια για να γίνει το Ολντ Βικ η μόνιμη έδρα του θιάσου του. Αυτή του την πρόταση υποβοηθούσε το γεγονός ότι οι εισπράξεις από τις παραστάσεις των θιάσων που ευκαιριακά επισκέπτονταν το θέατρο δεν ήταν καλές. Αντιθέτως, οι παραστάσεις της Prospect, που έκανε πρεμιέρα στο Ολντ Βικ τον Μάιο του 1977 με τον Άμλετ, με τον Ντέρεκ Τζάκομπι στον ομώνυμο ρόλο, και στη συνέχεια με το Αντώνιος και Κλεοπάτρα και την Αγία Ιωάννα του Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, σημείωσαν μεγάλη επιτυχία. Έτσι, η διοίκηση του θεάτρου ανακοίνωσε ότι από τον Σεπτέμβριο ο Ρόμπερτσον γινόταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Ολντ Βικ και ο Κρίστοφερ Ρίτσαρντς, διευθύνων σύμβουλος του Ολντ Βικ, γινόταν διευθύνων σύμβουλος της Prospect.

Όμως η Πρόσπεκτ, με την εγκατάστασή της στο Ολντ Βικ, άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα με την κρατική επιχορήγηση που λάμβανε ως περιοδεύων θίασος. Το Arts Council της Μεγάλης Βρετανίας δεν δεχόταν να επιχορηγεί άλλον έναν μεγάλο θίασο στο Λονδίνο. Οι παραστάσεις της Πρόσπεκτ στο Ολντ Βικ είχαν επιτυχία, τραβούσαν το θεατρόφιλο κοινό, αλλά τα κέρδη δεν έφταναν να χρηματοδοτήσουν τις επόμενες παραγωγές. Έτσι ο θίασος συνέχισε να κάνει περιοδείες για μεγάλα διαστήματα, για να μπορεί να λαμβάνει κρατική χρηματοδότηση, αφήνοντας το θέατρο να βουλιάζει στα χρέη. Μια από τις μεγαλύτερες περιοδείες του ήταν στη Δανία, την Αυστραλία και την Κίνα (ο πρώτος δυτικοευρωπαϊκός θίασος που επισκεπτόταν τη χώρα αυτή[12]). Ο κόμπος έφτασε στο χτένι όταν το Arts Council διαφώνησε και με το ρεπερτόριο του περιοδεύοντος θιάσου. Το 1980 ο Ρόμπερτσον απολύθηκε από καλλιτεχνικός διευθυντής και ανέλαβε ο Τίμοθυ Ουέστ[Σημ 5]. Ο Ουέστ, πρώην συνεργάτης του Ρόμπερτσον, πρόλαβε να ανεβάσει μόνο τον Μάκβεθ, με τον Πήτερ Ο’Τουλ στον ομώνυμο ρόλο και τον Έμπορο της Βενετίας, με τον εαυτό του στο ρόλο του Σάιλοκ. Στις 22 Δεκεμβρίου 1980 ανακοινώθηκε η παύση της κρατικής επιχορήγησης και ο θίασος κατάφερε μοναχά να ολοκληρώσει τη σεζόν 1980-81 με τον Έμπορο της Βενετίας και έπειτα από μια περιοδεία στην Ευρώπη, με τελευταία παράσταση στη Ρώμη στις 14 Ιουνίου, διαλύθηκε.

Διαχείριση Μίρβις, 1982-1998

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το θέατρο Ολντ Βικ βγήκε σε δημοπρασία στην οποία πλειοδότης με 550.000 λίρες Αγγλίας ανακηρύχθηκε το 1982 ο Εντ Μίρβις, θεατρικός παραγωγός και ιδιοκτήτης πολυκαταστήματος στο Τορόντο, νικώντας για 50.000 λίρες στον πλειστηριασμό τον παραγωγό Άντριου Λόυντ Γουέμπερ. Χρειάστηκαν 2,5 εκατομμύρια λίρες για να ανακαινιστεί το θέατρο, για την πρόσοψη ακολουθήθηκαν τα σχέδια του 1830 ενώ η αίθουσα πήρε τη μορφή που είχε το 1871[8]. Το 1987 ο γιος του Ντέιβιντ Μίρβις ανέθεσε την καλλιτεχνική διεύθυνση του θιάσου στον σκηνοθέτη Τζόναθαν Μίλλερ, οι 17 παραγωγές του οποίου δέχτηκαν αρκετά καλές κριτικές, ιδιαίτερα το ανέβασμα του μιούζικαλ Candide, που έλαβε και το βραβείο Ολιβιέ, αλλά τα άσχημα οικονομικά του θιάσου οδήγησαν τον Μίρβις στο σπάσιμο του συμβολαίου του Μίλλερ το 1990. Το 1997 ανέλαβε καλλιτεχνικός διευθυντής ο Πίτερ Χολ. Επιτυχημένες θεωρήθηκαν οι παραστάσεις του Αρχιμάστορα Σόλνες με τον Άλαν Μπέιτς και το Περιμένοντας τον Γκοντό με τον Μπεν Κίνγκσλεϊ. Και πάλι ο Μίρβις έσπασε το συμβόλαιο λόγω των άσχημων οικονομικών του θιάσου και έβγαλε το θέατρο προς πώληση.[14]

Νέος θίασος Ολντ Βικ, 1998

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1998 το κτίριο αγοράστηκε από ‘ένα μη κερδοσκοπικό τραστ, το The Old Vic Theatre Trust 2000. Το πρώτο έργο που ανέβηκε υπό τη νέα διεύθυνση ήταν το Αμαντέους με πρωταγωνιστή τον Ντέιβιντ Σουσέι[8]. Το 2000 η εταιρεία παραγωγής Criterion Productions μετονομάστηκε σε Old Vic Productions plc αν και μόνο λίγες παραγωγές της ανεβαίνουν στο θέατρο Ολντ Βικ.

Το 2003 καθήκοντα καλλιτεχνικού διευθυντή του θιάσου Ολντ Βικ ανέλαβε ο ηθοποιός Κέβιν Σπέισι. Σε μια ή δυο παραστάσεις κάθε σεζόν συμμετείχε ως ηθοποιός ενώ σε άλλες αναλάμβανε τη σκηνοθεσία. To 2004 ο ηθοποιός Μπεν Γουίσοου έδωσε μια αξιοπρόσεκτη ερμηνεία του Άμλετ. Επιτυχέστατη θεωρήθηκε η ερμηνεία του Σπέισι το 2005 ως Ριχάρδος Γ’, επιτυχία σημείωσαν δε πολλές παραστάσεις όπως Το σώσε του Μάικλ Φέιν (που πήγε περιοδεία στη Μ. Βρετανία και στην Ιρλανδία), το 2012 η Έντα Γκάμπλερ με τη Σέρινταν Σμιθ και το μιούζικαλ Φίλα με Κέιτ, βασισμένο στο Ημέρωμα της στρίγκλας, το 2013 το Πολύ κακό για το τίποτα με τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ[Σημ 6], το 2014 η Ηλέκτρα του Σοφοκλή με την Κριστίν Σκοτ Τόμας κ.ά.

Το 2015 ο Σπέισι αντικαταστάθηκε από τον σκηνοθέτη Μάθιου Βάρκους. Το ρεπερτόριο της πρώτης του σεζόν περιελάμβανε έργα των Ο’Νηλ, Ίψεν, Πίντερ κ.ά. και σε παγκόσμια πρεμιέρα το μιούζικαλ Η μέρα της μαρμότας. Το 2016 επέστρεψε στο σανίδι η Γκλέντα Τζάκσον ύστερα από 25 χρόνια απουσίας, λόγω της ενασχόλησής της με την πολιτική, για να δώσει μια εκπληκτική ερμηνεία του Βασιλιά Ληρ[15].


  1. Το ένα ήταν το «Κόβεντ Γκάρντεν Όπερα Χάουζ», που είχε κληρονομήσει την παράδοση του «Ντιουκ'ς Χάουζ» του Γουίλιαμ Ντάβεναντ και το δεύτερο ήταν το «Ντρούρυ Λέην Θήατερ» , συνεχιστής της παράδοσης του πρώτου «Ρόγιαλ Θήατερ» του 1663 του Τόμας Κίλλιγκριου. Άρση αυτού του μονοπωλίου έγινε με διάταγμα του 1843[3]
  2. Ο Έντμουντ Κην (1787-1833) ήταν από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της εποχής του. Διακρίθηκε σε ρόλους κακών (Ριχάρδος ο Γ', Ιάγος, Σάιλοκ, Βαραββάς κ.ά.)[4]
  3. Βρετανός σκηνοθέτης (1928-2012), από τους σημαντικότερους της γενιάς του. Από το 1964 έως το 1980 διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής του Prospect Theatre Company, με μεγάλες επιτυχίες στο ενεργητικό του[10]
  4. Θίασος κλασικού ρεπερτορίου που ιδρύθηκε το 1961. Από το 1964 έως το 1969 είχε έδρα το Arts Theatre του Κέιμπριτζ ενώ τα επόμενα 8 χρόνια λειτούργησε ως περιοδεύων θίασος. Το επίκεντρο των παραστάσεων ήταν πάντα ο ηθοποιός, υποβοηθούμενος από τα κοστούμια, το φωτισμό και τη μουσική, ενώ τα σκηνικά ήταν μειωμένα στο ελάχιστο για να διευκολύνονται οι μετακινήσεις του θιάσου[11]
  5. Βρετανός ηθοποιός και σκηνοθέτης (1934). Στη σκηνή ενσάρκωσε ιδανικά πολλούς σαιξπηρικούς ρόλους, στη δε οθόνη έπαιξε κυρίως ρόλους καρατερίστα[13]
  6. Η γέννηση της ηθοποιού είχε ανακοινωθεί το 1937 από τον Λώρενς Ολίβιε ακριβώς από τη σκηνή του Ολντ Βικ, σε μια παράσταση του Άμλετ, στην οποία ο πατέρας της Βανέσας, Μάικλ Ρέντγκρεϊβ, έπαιζε το ρόλο του Λαέρτη
  1. National Heritage List for England.
  2. 2,0 2,1 «History of The Old Vic PRE 1900». Οld vic theatre. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Φεβρουαρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2016. 
  3. 3,0 3,1 Φύλλις Χάρτνολ (1980). «Το αγγλικό θέατρο της Παλινόρθωσης». Ιστορία του θεάτρου. Αθήνα: Εκδόσεις Υποδομή, μετάφραση: Ρούλα Πατεράκη. σελίδες 130–147. ISBN 960-7183-12-6. 
  4. 4,0 4,1 Φύλλις Χάρτνολ (1980). «Το θέατρο του 19ου αιώνα». Ιστορία του θεάτρου. Αθήνα: Εκδόσεις Υποδομή, μετάφραση: Ρούλα Πατεράκη. σελίδες 190–246. ISBN 960-7183-12-6. 
  5. «Πέθανε η Νινέτ ντε Βαλουά». Τα Νέα. 10 Μαρτίου 2001. http://www.tanea.gr/news/greece/article/1601781/?iid=2. Ανακτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2016. 
  6. «Bristol Old Vic Theatre marks 250th anniversary». BBC. 30 Μαΐου 2016. Ανακτήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου 2016. 
  7. «Life:1943-1956». The Official Richard Burton Website. Ανακτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2016. 
  8. 8,0 8,1 8,2 «History of The Old Vic 1950-1999». old vic theatre. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Σεπτεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου 2016. 
  9. «The history of the National Theatre». The National Theatre. Ανακτήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου 2016. 
  10. Michael Coveney (8 Ιουλίου 2012). «Toby Robertson obituary». The Guardian. Ανακτήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2016. 
  11. «Prospect Theatre Company». Sir Ian Mckellen Official website. Ανακτήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2016. 
  12. Adriana Hunter (2002). «"Prospect Theatre Company"». Στο: Colin Chambers, επιμ. The continuum companion to twentieth century theater. Λονδίνο: Continuum. σελ. 623. ISBN 9781847140012. 
  13. Alexander Larman. «West, Timothy (1934-)». screenonline. Ανακτήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2016. 
  14. Dennis Barker (14 Ιουλίου 2007). «Ed Mirvish». The Guardian. Ανακτήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2016. 
  15. Susannah Clapp (13 Νοεμβρίου 2016). «King Lear review – Glenda Jackson is magnificent». The Guardian. https://www.theguardian.com/stage/2016/nov/13/king-lear-review-glenda-jackson-old-vic. Ανακτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2016. 

Βιβλιογραφικές πηγές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]