Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κουρτ Βόνεγκατ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κουρτ Βόνεγκατ
ΌνομαΚουρτ Βόνεγκατ
Γέννηση11 Νοεμβρίου 1922
Ινδιανάπολη, ΗΠΑ
Θάνατος11 Απριλίου 2007 (84 ετών)
Μανχάτταν, ΗΠΑ
Επάγγελμα/
ιδιότητες
συγγραφέας[1][2]
ΕθνικότηταΑμερικανική
ΥπηκοότηταΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής
Σχολές φοίτησηςΠανεπιστήμιο του Σικάγου, Πανεπιστήμιο Κορνέλ, Πανεπιστήμιο Κάρνεγκι Μέλον, Πανεπιστήμιο του Τενεσί και Shortridge High School
ΕίδηΕπιστημονική φαντασία, σάτιρα, δοκίμιο
Αξιοσημείωτα έργαΣφαγείο Νούμερο 5, Η Φωλιά της Γάτας, Πρόγευμα των Πρωταθλητών
Σύζυγος(οι)Jill Krementz (24  Νοεμβρίου 1979, 11  Απριλίου 2007)
ΤέκναMark Vonnegut και Edith Vonnegut
http://www.vonnegut.com/
Commons page Πολυμέσα σχετικά με τoν συγγραφέα

Ο Κουρτ Βόνεγκατ (Kurt Vonnegut Jr., 11 Νοεμβρίου 1922 - 11 Απριλίου 2007) ήταν Αμερικανός συγγραφέας και δοκιμιογράφος. Ήταν γνωστός για τις ανθρωπιστικές του πεποιθήσεις αλλά και για τα έργα του που αναμειγνύουν τη σάτιρα, τη μαύρη κωμωδία και την επιστημονική φαντασία, όπως το Η φωλιά της γάτας (1963) και το Πρόγευμα πρωταθλητών (1973).[3] Με μια καριέρα που ξεπερνά τα 50 χρόνια, ο Βόνεγκατ κυκλοφόρησε 14 μυθιστορήματα, τρεις συλλογές με διηγήματα και πέντε έργα μη-φαντασίας. Είναι πιο γνωστός για τη μαύρη κωμωδία του Σφαγείο Νούμερο 5 (1969).

Γεννημένος και μεγαλωμένος στην Ιντιάνα, ο Βόνεγκατ φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ αλλά τα παράτησε τον Ιανουάριο του 1943 όταν κατετάγη στον στρατό των ΗΠΑ. Ως μέρος της εκπαίδευσής του, σπούδασε μηχανολόγος μηχανικός στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας Carnegie (τώρα Πανεπιστήμιο Κάρνεγκι Μέλον) και στο Πανεπιστήμιο του Τενεσί.[4] Στάλθηκε στην Ευρώπη για να πολεμήσει κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και φυλακίστηκε από τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια της μάχης του Bulge. Από εκεί στάλθηκε στη Δρέσδη και επέζησε από τον βομβαρδισμό της πόλης τους Συμμάχους καθώς βρήκε καταφύγιο σε ένα από τα ψυγεία κρεάτων στο σφαγείο όπου κρατούνταν αιχμάλωτος. Μετά τον πόλεμο, ο Βόνεγκατ παντρεύτηκε την Τζέιν Μαρί Κοξ, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Έπειτα υιοθέτησε τους τρεις γιους της αδερφής του μετά τον θάνατο της ίδιας από καρκίνο και του συζύγου της σε ένα δυστύχημα με τρένο.[5]

Ο Βόνεγκατ κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο Player Piano, το 1952. Το μυθιστόρημα έλαβε θετικές κριτικής αλλά δεν είχε εμπορική επιτυχία. Στα 20 χρόνια που ακολούθησαν, ο Βόνεγκατ κυκλοφόρησε αρκετά μυθιστορήματα, τα οποία γνώρισαν μια οριακή επιτυχία, όπως το Η φωλιά της γάτας (1963) και το God Bless You, Mr. Rosewater (1964). Η αναγνώριση του Βόνεγκατ ήρθε με το έκτο μυθιστόρημά του, με τον τίτλο Σφαγείο νούμερο 5, το οποίο είχε επιτυχία τόσο εμπορική όσο και από τους κριτικούς. Το αντιπολεμικό θέμα του βιβλίου είχε απήχηση στους αναγνώστες μέσα στη δίνη του Πολέμου στο Βιετνάμ, ο οποίος ήταν σε εξέλιξη, και οι κριτικές που έλαβε ήταν γενικώς θετικές. Μετά την κυκλοφορία του, το Σφαγείο νούμερο 5, κατέκτησε την κορυφή στη λίστα με τα μπεστ-σέλερ της εφημερίδας The New York Times, ωθόντας τον Βόνεγκατ στην απόκτηση φήμης. Προσκλήθηκε σε διαλέξεις σε όλη τη χώρα και έλαβε αρκετά βραβεία και τιμές.

Στη μετέπειτα καριέρα του, ο Βόνεγκατ κυκλοφόρησε αρκετά αυτοβιογραφικά δοκίμια και συλλογές με μικρές ιστορίες, μεταξύ των οποίων το Fates Worse Than Death (1991) και το A Man Without a Country (2005). Μετά τον θάνατό του, θεωρήθηκε ένας κωμικός σχολιαστής της κοινωνίας στην οποία ζούσε και ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους συγγραφείς. Ο γιος του Βόνεγκατ, Μαρκ Βόνεγκατ, κυκλοφόρησε μια συλλογή από τα αδημοσίευτα έργα του πατέρα του, με τον τίτλο Armageddon in Retrospect. Το 2017, οι εκδόσεις Seven Stories Press κυκλοφόρησαν το βιβλίο Complete Stories, μια συλλογή από μικρές ιστορίες φαντασίας του Βόνεγκατ συμπεριλαμβανμένων των 5 προηγούμενων αδημοσίευτων έργων. Την εισαγωγή στο βιβλίο Complete Stories έγραψαν οι φίλοι του Βόνεγκατ, Ζερόμ Κλίνκοβιτς και Νταν Γουέικφιλντ. Αρκετές διατριβές έχουν ασχοληθεί με τη γραφή και το χιούμορ του Βόνεγκατ.

Οικογένεια και πρώτα χρόνια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Βόνεγκατ το 1940, φωτογραφία από την επετηρίδα του Λυκείου του

Ο Κουρτ Βόνεγκατ ο νεότερος γεννήθηκε το 1922 στην Ιντιάνα. Ήταν ο μικρότερος από τα τρία παιδιά του Κουρτ Βόνεγκατ του πρεσβύτερου και της Ήντιθ Λίμπερ. Τα μεγαλύτερα αδέρφια του ήταν ο Μπέρναρντ (γεν. 1914) και η Άλις (γεν. 1917). Οι Βόνεγκατ κατάγονταν από Γερμανούς μετανάστες οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στις ΗΠΑ στα μέσα του 19ου αιώνα. Ο προπάππους του, Κλέμενς Βόνεγκατ της Βεστφαλίας, εγκαταστάθηκε στην Ινδιανάπολη και ίδρυσε την Εταιρεία Λογισμικού Βόνεγκατ. Ο πατέρας και ο παππούς του Βόνεγκατ ήταν αρχιτέκτονες. Η εταιρεία Vonnegut & Bohn στην Ινδιανάπολη,[6] υπό τη διεύθυνση του Κουρτ Βόνεγκατ του πρεσβύτερου, σχεδίαζε κτίρια όπως το Das Deutsche Haus (σημερινό "Athenæum"), τη συνοικία Bell Telephone Company στην Ινδιανάπολη και το Fletcher Trust Building. Η μητέρα του Βόνεγκατ καταγόταν από την υψηλή κοινωνία της Ινδιανάπολης καθώς η οικογένειά της, οι Λίμπερς, ήταν μεταξύ των πιο πλούσιων στην πόλη και η περιουσία τους προερχόταν από την ενοικίαση μιας επιτυχημένης εταιρείας ζυθοποιείας.

Παρόλο που και οι δυο γονείς του Βόνεγκατ ήταν άπταιστοι ομιλητές της γερμανικής γλώσσας, το αρνητικό συναίσθημα που επικρατούσε ενάντια στη Γερμανία κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ανάγκασε το ζεύγος Βόνεγκατ να εγκαταλείψει τον πολιτισμό αυτόν και να υιοθετήσει το αμερικανικό πατριωτισμό. Ως εκ τούτου, δεν δίδαξαν τη γερμανική γλώσσα στον μικρότερο γιο τους ούτε τον εισήγαγαν στη λογοτεχνία και τον πολιτισμό της Γερμανίας. Τον άφησαν να νιώθει "άγνοια και χωρίς ρίζες". Κάποια χρόνια αργότερα, ο Βόνεγκατ ευχαρίστησε την Ida Young, την αφροαμερικανίδα μαγείρισσα και οικονόμο της οικογένειας κατά τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής του, η οποία τον μεγάλωσε και του έδωσε αξίες στη ζωή. "Η Young μού έδωσε μια αξιοπρεπή ηθική διαπαιδαγώγηση και ήταν υπερβολικά καλή με εμένα. Άσκησε επάνω μου τη μεγαλύτερη επιρροή από οποιονδήποτε άλλο μέλος". Ο Βόνεγκατ περιέγραψε τη Young ως "ανθρώπινη και σοφή", προσθέτοντας ότι "οι συμπονετικές πτυχές και οι πεποιθήσεις του περί συγχώρεσης" προήλθαν από αυτήν.

Η οικονομική ασφάλεια και η κοινωνική καταξίωση που απολάμβανε κάποτε η οικογένεια Βόνεγκατ καταστράφηκε μέσα σε διάστημα λίγων ετών. Η ζυθοποιία της οικογένειας Λίμπερ έκλεισε το 1921 μετά την έλευση της Απαγόρευσης στις ΗΠΑ. Με την έκρηξη της οικονομικής κρίσης στις ΗΠΑ, ελάχιστοι άνθρωποι είχαν τα χρήματα για να χτίσουν ώστε οι πελάτες στο αρχιτεκτονικό γραφείο έγιναν σπάνιοι. Ο αδερφός και η αδερφή του Βόντεγκατ είχαν ολοκληρώσει την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή τους σε ιδιωτικά σχολεία ενώ ο Βόντεγκατ πήγε σε δημόσιο σχολείο, που είχε το όνομα Public School No. 43, σήμερα γνωστό ως James Whitcomb Riley School. Δεν τον ενοχλούσε αυτό το γεγονός αλλά και οι δυο γονείς του επηρεάστηκαν βαθιά από την οικονομική τους δυσπραγία. Ο πατέρας του εγκατέλειψε την κανονική ζωή που είχε μέχρι τότε και έγινε αυτό που αποκαλούσε ο Βόντεγκατ "ένας ονειροπόλος καλλιτέχνης". Η μητέρα του έπαθε κατάθλιψη, αποτραβήχτηκε από τα πάντα και έγινε πικρόχολη και υβριστική. Εργαζόταν για να αποκτήσει πάλι τον πλούτο και την κοινωνική τάξη της οικογένειας και ο Βόντεγκατ ανέφερε ότι η μητέρα του έξέφραζε έναν θυμό απέναντι στον σύζυγό της "αντίστοιχο με τη δράση του υδροχλωρικού οξέως". Η Έντιθ Βόνεγκατ αφιερώθηκε στο γράψιμο και προσπάθησε να πουλήσει διηγήματα σε περιοδικά όπως το Collier's και το The Saturday Evening Post αλλά χωρίς επιτυχία.

Ο Βόντεγκατ ξεκίνησε τη φοίτησή του στο γυμνάσιο Shortridge της Ινδιανάπολης το 1936. Ενόσω ήταν μαθητής εκεί, έπαιζε κλαρίνο στη σχολική χορωδία και έγινε εκδότης (με τη Madelyn Pugh) της σχολικής εφημερίδας, The Shortridge Echo, η οποία εκδιδόταν κάθε Τρίτη. Ο Βόνεγκατ ανέφερε ότι η ενασχόλησή του με την εφημερίδα Echo του επέτρεψε να γράφει για ένα ευρύ κοινό - τους συμμαθητές του - αντί για έναν καθηγητή. Μια εμπειρία που, όπως ανέφερε, ήταν "αστεία και εύκολη". "Απλά αποδείχθηκε ότι μπορούσα να γράψω καλύτερα από πολλούς άλλους ανθρώπους", παρατήρησε ο Βόντεγκατ. "Κάθε άνθρωπος διαθέτει κάτι που μπορεί να το φέρει πιο εύκολα εις πέρας και δεν μπορώ να φανταστώ γιατί όλοι οι άλλοι έχουν τόση δυσκολία στο να το πετύχουν".

Μετά την αποφοίτησή του από το Shortridge το 1940, ο Βόντεγκατ εισήχθη στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ στη Νέα Υόρκη. Ήθελε να φοιτήσει στις ανθρωπιστικές επιστήμες ή να γίνει αρχιτέκτονας όπως ο πατέρας του, αλλά ο πατέρας και ο αδερφός του, ένας επιστήμονας, τον παρότρυναν να σπουδάσει μια "χρήσιμη" επιστήμη. Ως αποτέλεσμα, ο Βόντεγκατ αρίστευσε στη βιοχημεία αλλά διέθετε λίγες γνώσεις σε αυτό το πεδίο και πρόβαλε μια αδιαφορία απέναντι στις σπουδές του. Όπως ο πατέρας του ήταν μέλος στο MIT, ο Βόντεγκατ αποφάσισε να γίνει μέλος της αδελφότητας Delta Upsilon. Κάτι που τελικά έκανε. Ξεπέρασε τον σκληρό ανταγωνισμό για μια θέση στην ανεξάρτητη εφημερίδα του πανεπιστημίου, The Cornell Daily Sun, αρχικά υπηρετώντας ως αρθρογράφος και αργότερα ως εκδότης.[7] Μέχρι το τέλος του πρώτου έτους σπουδών, έγραφε μια στήλη με τον τίτλο "Innocents Abroad", η οποία χρησιμοποιούσε ανέκδοτα από άλλες εφημερίδες. Στη συνέχεια έγραφε μια στήλη, "Well All Right", η οποία επικεντρωνόταν στην ειρήνη, προβάλοντας επιχειρήματα ενάντια στην παρέμβαση των ΗΠΑ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Βόνεγκατ κατά την περίοδο της στρατιωτικής του θητείας

Η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ ώθησε τις ΗΠΑ στον πόλεμο. Ο Βόντεγκατ ήταν μέλος των Reserve Officers' Training Corps αλλά οι χαμηλοί βαθμοί και ένα σατιρικό άρθρο στην εφημερίδα του Πανεπιστημίου Κορνέλ τού κόστισαν τη θέση του εκεί. Υποβλήθηκε σε μια ακαδημαϊκή δοκιμασία τον Μάιο του 1942, από την οποία απορρίφθηκε. Εφόσον δεν ήταν μεταξύ των επιτυχόντων για να λάβει αναβολή των σπουδών, αντιμετώπισε ένα είδος στρατολογίας. Εν αναμονή της στρατολογίας του, εισήχθη στον στρατό και τον Μάρτιο του 1943 μεταφέρθηκε στο Fort Bragg της Βόρειας Καρολίνας για να λάβει βασική εκπαίδευση. Ο Βόντεγκατ εκπαιδεύτηκε στο να πυροβολεί και να διατηρεί ενεργούς τους καυστήρες ενώ αργότερα έλαβε εκπαίδευση πάνω στη μηχανολογία στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας Carnegie και στο Πανεπιστήμιο του Τενεσί ως μέρος του Army Specialized Training Program (ASTP). Στις αρχές του 1944, το ASTP ακυρώθηκε εξαιτίας των αναγκών του στρατού σε στρατιώτες που θα παρείχαν υποστήριξη στην επιδρομή D-Day και ο Βόνεγκατ διατάχθηκε να πάει στο τάγμα πεζικού στο Camp Atterbury, νότια της Ινδιανάπολης, στο Εδιμβούργο της Ιντιάνα, όπου εκπαιδεύτηκε να γίνει πληροφοριοδότης. Έζησε σε αρκετά κοντινή απόσταση από το σπίτι του ώστε "μπορούσε να κοιμάται στο δικό του δωμάτιο και να χρησιμοποιεί το αυτοκίνητο της οικογένειας τα σαββατοκύριακα". Στις 14 Μαΐου 1944, ο Βόνεγκατ επέστρεψε με άδεια στο σπίτι του το σαββατοκύριακο της Ημέρας της Μητέρας για να ανακαλύψει ότι η μητέρα του είχε αυτοκτονήσει την προηγούμενη νύχτα μετά τη λήψη μιας υπερβολικής δόση�� υπνωτικών χαπιών. Πιθανά αίτια που βοήθησαν στην αυτοκτονία της Έντιθ Βόνεγκατ περιλαμβάνουν την έλλειψη πλούτου και κοινωνικής θέσης της οικογένειας, το επικείμενο ταξίδι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού του Βόνεγκατ και η έλλειψη επιτυχίας της ίδιας της Έντιθ ως συγγραφέα. Την ίδια περίοδο, είχε πειραματιστεί να αυτοκτονήσει και με την επήρεια συνταγογραφούμενων φαρμάκων.

Τρεις μήνες μετά την αυτοκτονία της μητέρας του, ο Βόνεγκατ στάλθηκε στην Ευρώπη ως πληροφοριοδότης με την 106η Μεραρχία Πεζικού. Στις 14 Δεκεμβρίου 1944 πολέμησε στη Μάχη του Bulge. Η τελευταία επίθεση της Γερμανίας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά τη διάρκεια της μάχης, η 106η Μεραρχία Πεζικού, η οποία είχε μόλις φτάσει στο πεδίο της μάχης, λεηλατήθηκε από τις γερμανικές τεθωρακισμένες δυνάμεις. Περισσότερα από 500 μέλη αυτού του τμήματος σκοτώθηκαν και περισσότερα από 6.000 μέλη συνελήφθησαν.

Στις 22 Δεκεμβρίου 1944, ο Βόνεγκατ αποκόπηκε από το τάγμα του μαζί με άλλους 50 περίπου Αμερικανούς ανιχνευτές και περιπλανήθηκε για μέρες πίσω από τις εχθρικές γραμμές μέχρι που συνελήφθη από στρατιώτες της Βέρμαχτ.[8] Ο Βόνεγκατ μεταφέρθηκε σε ένα στρατόπεδο πολέμου νότια της Δρέσδης, στη Σαξονία. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, η Βασιλική Πολεμική Αεροπορία βομβάρδισε τα τρένα με τους φυλακισμένους και σκότωσε περίπου 150 άνδρες. Ο Βόνεγκατ στάλθηκε στη Δρέσδη, στην "πρώτη φανταστική πόλη που είχε δει ποτέ του". Έζησε σε ένα σφαγείο μόλις έφτασε στην πόλη και εργάστηκε σε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε σιρόπι για εγκύους. Ο Βόνεγκατ ανακαλούσε στη μνήμη τις σειρήνες που ηχούσαν κάθε φορά που κάποια πόλη βομβαρδιζόταν. Οι Γερμανοί δεν περίμεναν ότι η Δρέσδη θα βομβαρδιζόταν, δήλωσε ο Βόνεγκατ. "Υπήρχαν ελάχιστα καταφύγια στην πόλη για την περίπτωση εναέριας επιδρομής ενώ δεν υπήρχαν εργοστάσια πολέμου παρά μόνο εργοστάσια τσιγάρων, νοσοκομεία και εργοστάσια παραγωγής κλαρινέτων".

Στις 13 Φεβρουαρίου 1945, η Δρέσδη έγινε ο στόχος των δυνάμεων των Συμμάχων. Κατά τις ώρες και ημέρες που ακολούθησαν, οι Σύμμαχοι δεσμεύτηκαν να πυρπολήσουν την πόλη. Οι επιτιθέμενοι υποχώρησαν στις 15 Φεβρουαρίου, με περίπου 25.000 πολίτες να σκοτώνονται κατά τον βομβαρδισμό. Ο Βόνεγκατ συμμετείχε τόσο στην καταστροφή της Δρέσδης όσο και στις μυστικές συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν τότε. Επέζησε επειδή αναζήτησε καταφύγιο σε ένα ψυγείο κρέατος τρία πατώματα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, το οποίο είχε μετατραπεί σε φυλακή. Το κτίριο της διοίκησης της φυλακής είχε την ταχυδρομική διεύθυνση Schlachthof Fünf (Σφαγείο Νο. 5), που οι κρατούμενοι χρησιμοποιούσαν ως όνομα για ολόκληρο το συγκρότημα των φυλακών. "Είχε δροσιά εκεί, με τα σφαγμένα ζώα να κρέμονται παντού", δήλωσε ο Βόνεγκατ. "Όταν βγήκαμε από το σφαγείο, η πόλη είχε καταστραφεί. Έκαψαν ολόκληρη την καταραμένη πόλη". Ο Βόνεγκατ χαρακτήρισε αυτή την επίθεση ως "ύστατη καταστροφή" και ως "ασύλληπτη σφαγή". Ο ίδιος και άλλοι Αμερικανοί κρατούμενοι ανέλαβαν εργασία στην περισυλλογή των πτωμάτων αμέσως μετά το τέλος του βομβαρδισμού. Περιέγραψε αυτή τη δραστηριότητα ως "ένα τρομερά περίπλοκο κυνήγι πασχαλινών αυγών". "Τα πτώματα, όμως, ήταν πάρα πολλά για να ταφούν. Έτσι οι ναζί έστειλαν στρατιώτες με φλογοβόλα. Οι σοροί όλων αυτών των αμάχων κάηκαν μέχρι να γίνουν στάχτη".[9] Οι εμπειρίες του αυτές αποτέλεσαν τον βασικό πυρήνα του πιο γνωστού έργου του Σφαγείο Νούμερο 5, και εμφανίζονται ως θέμα σε τουλάχιστον άλλα έξι βιβλία.

Μόλις ο αξιωματικός Τζωρτζ Πάττον κατέλαβε τη Λειψία, οι Αμερικανοί αιχμάλωτοι πολέμου έφυγαν με τα πόδια για τα σύνορα της Σαξονίας και της Τσεχοσλοβακίας. Μαζί με άλλους αιχμαλώτους, ο Βόνεγκατ έφτασε σε ένα στρατόπεδο επαναπατρισμού των φυλακισμένων στη Χάβρη της Γαλλίας, με τη βοήθεια των Σοβιετικών, τον Μάιο του 1945. Τον ίδιο μήνα απελευθερώθηκε από τον Κόκκινο Στρατό και επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου συνέχισε να εργάζεται στον στρατό, ο οποίος είχε σταθμεύσει στο Fort Riley του Κάνσας, γράφοντας τα χαρτιά απόλυσης άλλων στρατιωτών. Λίγο καιρό αργότερα παρασημοφορήθηκε με την Πορφυρή Καρδιά για έναν τραυματισμό που ο ίδιος περιέγραφε ως αμελητέο,[10] γράφοντας στο μυθιστόρημα Χρονοσεισμός ότι το παράσημο τού δόθηκε λόγω ενός κρυοπαγήματος που έπαθε. "Βραβεύτηκα με το δεύτερο χαμηλότερο βραβείο της χώρας μου, μια Πορφυρή Καρδιά επειδή επέζησα του κρυοπαγήματος". Μόλις ��πολύθηκε από τον αμερικανικό στρατό, επέστρεψε στην Ινδιανάπολη.

Μετά την επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο 22χρονος Βόνεγκατ παντρεύτηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1945 την Τζέιν Μαρί Κοξ, συμμαθήτριά του από το νηπιαγωγείο και το κορίτσι του στο λύκειο. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο Σικάγο όπου ο Βόνεγκατ σπούδασε ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, φοιτώντας σε ένα ασυνήθιστα πενταετές προπτυχιακό / πτυχιακό πρόγραμμα, το οποίο οδήγησε στην απόκτηση ενός μεταπτυχιακού. Για να αυξήσει το εισόδημα, εργαζόταν κατά τη διάρκεια της νύχτας ως αστυνομικός ρεπόρτερ για το τοπικό πρακτορείο ειδήσεων. Η Κοξ έλαβε υποτροφία από το Πανεπιστήμιο του Σικάγου για να σπουδάσει ρωσική γλώσσα και λογοτεχνία σε προπτυχιακό επίπεδο. Ωστόσο, η Κοξ παράτησε τις σπουδές της μόλις έμεινε έγκυος στο πρώτο παιδί του ζευγαριού, τον Μαρκ (Μάιος 1947), ενώ ο Κουρτ εγκατέλειψε και αυτός τις σπουδές του χωρίς να λάβει πτυχίο (αν και είχε ολοκληρώσει επιτυχώς την προπτυχιακή εκπαίδευσή του) όταν η μεταπτυχιακή διατριβή του στην αναγκαιότητα καταγραφής των ομοιοτήτων μεταξύ των κυβιστών ζωγράφων και των αρχηγών των εξεγέρσεων των ιθαγενών Αμερικανών στα τέλη του 19ου αιώνα απορρίφθηκε με απόλυτη πλειοψηφία ως "μη επαγγελματική" από το τμήμα στο οποίο φοιτούσε.

Ελάχιστο καιρό αργότερα, η General Electric (GE) προσέλαβε τον Βόνεγκατ για το τμήμα των δημοσίων σχέσεων στο εργαστήριο έρευνας της εταιρείας στο Σενέκταντυ της Νέας Υόρκης. Παρόλο που η εργασία αυτή απαιτούσε π��υχίο πανεπιστημίου, ο Βόνεγκατ προσλήφθηκε επειδή ισχυρίστηκε ότι διέθετε ένα μεταπτυχιακό στην ανθρωπολογία από το Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Ο αδερφός του Bernard, φυσικός της αρμόσφαιρας στο επάγγελμα, εργαζόταν στην GE από το 1945 επειδή είχε ανακαλύψει ότι ο ιωδιούχος άργυρος μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη "σπορά" των νεφών με σκοπό τη δημιουργία τεχνητής βροχής.

Το 1949, ο Βόνεγκατ και η Κοξ απέκτησαν μια κόρη που ονομάστηκε Έντιθ. Εργαζόμενος ακόμα στην GE, ο Βόνεγκατ έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο "Report on the Barnhouse Effect", το οποίο κυκλοφόρησε στο τεύχος Collier's της 11ης Φεβρουαρίου 1950, για το οποίο έλαβε αμοιβή $750. Ο Βόνεγκατ έγραψε ακόμα μια ιστορία προτού προσληφθεί από τον υπεύθυνο της στήλης λογοτεχνίας του Collier's, Knox Burger. Πούλησε τη δεύτερη ιστορία του στο περιοδικό και έλαβε $950. Ο Burger τού πρότεινε να παραιτηθεί από την GE και να απασχοληθεί στο περιοδικό, όπου θα δημοσίευε τα διηγήματά του. Ο Βόνεγκατ μετακόμισε με την οικογένειά του στο Κέιπ Κοντ της Μασαχουσέτης,[11] προκειμένου να απασχοληθεί με τη συγγραφή λογοτεχνίας σε πλήρες ωράριο. Το 1951 παραιτήθηκε από την GE.

Πρώτο μυθιστόρημα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Κέιπ Κοντ, ο Βόνεγκατ απέκτησε το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων πουλώντας τα έργα του σε περιοδικά όπως τα Collier's, The Saturday Evening Post και Cosmopolitan. Έκανε επίσης ένα σύντομο πέρασμα ως καθηγητής αγγλικών, έγραψε τα κείμενα για μια διαφημιστική εταιρεία και άνοιξε την πρώτη αντιπροσωπεία USA Saab, η οποία έκλεισε. Το 1952, το πρώτο μυθιστόρημα του Βόνεγκατ, με τίτλο Player Piano, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Scribner's. Το μυθιστόρημα τοποθετείται μετά από έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου οι εργάτες των εργοστασίων έχουν αντικατασταθεί από τις μηχανές.

Το Player Piano περιγράφει την εμπειρία του Βόνεγκατ ως υπαλλήλου στην GE. Σατιρίζει τον αγώνα ενός υπαλλήλου να ανέλθει στην εργασιακή σκάλα ; στο βιβλίο αυτό ο βασικός χαρακτήρας έχει μια γρήγορη εργασιαή ανέλιξη καθώς η αυτοματοποίηση μεγαλώνει και τα ανώτερα στελέχη τίθενται και αυτά εκτός εργασίας. Ο κεντρικός χαρακτήρας, Paul Proteus, έχει μια φιλόδοξη γυναίκα και ένα αίσθημα συμπάθειας για τους φτωχούς. Σταλμένος από το αφεντικό του, Kroner, ως πράκτορας στους φτωχούς (οι οποίοι έχουν όλα τα πρώτα αγαθά που επιθυμούν αλλά ελάχιστη αίσθηση του σκοπού), τους οδηγεί σε μια επανάσταση που προκαλεί την καταστροφή των μηχανών και των μουσείων. Το Player Piano εκφράζει την αντίθεση του Βόνεγκατ απέναντι στον McCarthyism, κάτι που έγινε ξεκάθαρο όταν τα Ghost Shirts, ο επαναστατικός οργανισμός τον οποίο υποκινεί και τελικά ηγείται ο Paul, αναφέρονται από έναν χαρακτήρα του βιβλίου ως "fellow travelers".

Στο Player Piano, ο Βόνεγκατ παρουσιάζει για πρώτη φορά πολλές από τις τεχνικές που χρησιμοποίησε σε μετέπειτα έργα του. Ο κωμικός και μεγάλος πότης Shah of Bratpuhr, ένα αουτσάιντερ σε αυτή τη δυστοπική εταιρεία που ονομάζεται Ηνωμένες Πολιτείες, είναι σε θέση να κάνει πολλές ερωτήσεις που κάποιος άλλος δεν θα μπορούσε να θέσει ή είναι σε θέση να προσβάλει τον άλλον μέσω αυτών των ερωτήσεων. Για παράδειγμα, όταν πήγε να δει τον έξυπνο υπολογιστή EPICAC, ο Shah τού κάνει την ερώτηση "ποιος είναι ο σκοπός των ανθρώπων?" και δεν λαμβάνει απάντηση. Ερωτώμενος για τον Βόνεγκατ, τον απορρίπτει ως "ψεύτικο θεό". Αυτός ο τύπος εξωγήινου επισκέπτη έκανε την εμφάνισή του κατά διαστήματα σε όλη τη λογοτεχνία του Βόνεγκατ.

Ο αρθρογράφος και κριτικός λογοτεχνίας των The New York Times Granville Hicks έκανε μια θετική κριτική στο μυθιστόρημα Player Piano, συγκρίνοντάς το θετικά με το έργο Brave New World του Άλντους Χάξλεϊ. Ο Hicks αποκάλεσε τον Βόνεγκατ έναν "σάτιρο με κοφτερό βλέμμα". Κανένας κριτικός λογοτεχνίας δεν θεώρησε το μυθιστόρημα αυτό ιδιαίτερα σημαντικό. Αρκετές επανεκδόσεις του πραγματοποιήθηκαν - μια από τις εκδόσεις Bantam με τον τίτλο Utopia 14 και άλλη μια από τις εκδόσεις Doubleday Science Fiction Book Club - ενώ ο Βόνεγκατ απέκτησε τη φήμη του συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας, ένα λογοτεχνικό είδος που το περιφρονούσαν οι συγγραφείς της εποχής. Ο Βόνεγκατ υποστήριξε αυτό το λογοτεχνικό είδος και εξέφρασε τη λύπη του ότι "κανένας δεν μπορεί να γίνει ένας αξιόπιστος συγγραφέας και ταυτόχρονα να καταλάβει πώς λειτουργεί ένα ψυγείο".

Μετά το Player Piano, ο Βόνεγκατ συνέχισε να πουλάει μικρές ιστορίες σε διάφορα περιοδικά. Το 1954 ο Βόνεγκατ και η σύζυγός του απέκτησαν το τρίτο τους παιδί, τη Νανέτ. Με μια οικογένεια που μεγάλωνε συνεχώς και χωρίς πετυχημένα μυθιστορήματα, οι μικρές ιστορίες του Βόνεγκατ άρχισαν να δημιουργούν προβλήματα στην οικογένεια. Το 1958, η αδερφή του Άλις πέθανε από καρκίνο δυο μέρες μετά τον θάνατο του άνδρα της, James Carmalt Adams, σε δυστύχημα με τρένο. Ο Βόνεγκατ υιοθέτησε τους τρεις γιους της Άλις - James, Steven, and Kurt - ηλικίας 14, 11 και 9 αντίστοιχα.

Ο Βόνεγκατ συνέχισε να γράφει και να κυκλοφορεί μυθιστορήματα που διέφεραν μεταξύ τους όσον αφορά την πλοκή. Το The Sirens of Titan (1959) αναφέρεται σε μια επιδρομή Αρειανών στη Γη, όπως τη βιώνει ο δισεκατομμυριούχος Malachi Constant. Γνωρίζει τον Winston Rumfoord, έναν διαστημικό ταξιδιώτη της αριστοκρατίας, ο οποίος γνωρίζει σχεδόν τα πάντα αλλά είναι κολλημένος σε μια σπονδυλική στήλη που του επιτρέπει να εμφανίζεται στη Γη κάθε 59 ημέρες. Ο δισεκατομμυριούχος Malachi Constant μαθαίνει ότι τόσο οι δικές του ενέργειες όσο και τα γεγονόνα όλης της ιστορίας καθορίζονται από μια φυλή ρομποτικών εξωγήινων από τον πλανήτη Tralfamadore, οι οποίοι χρειάζονται ένα ανταλλακτικό που μπορεί να παραχθεί μόνο από έναν προηγμένο πολιτισμό ώστε να επισκευάσει το διαστημόπλοιό της και να επιστρέψει στην πατρίδα της - η ανθρώπινη ιστορία είχε χειραγωγηθεί για να παραγάγει αυτό το ανταλλακτικό. Ορισμένες ανθρώπινες δομές, όπως αυτή του Κρεμλίνου, είχαν ειδικευτεί στα κωδικοποιημένα σήματα των εξωγήινων προκειμένου να διαπιστώσουν πόσο καιρό αναμενόταν να περιμένουν μέχρι να πραγματοποιηθεί η επισκευή. Οι κριτικοί λογοτεχνίας δε γνώριζαν τι γνώμη έπρεπε να σχηματίσουν για το βιβλίο, με έναν κριτικό να το συγκρίνει με την όπερα του Offenbach The Tales of Hoffmann.

Το Mother Night, που κυκλοφόρησε το1961, έλαβε μικρή προσοχή κατά την περίοδο της κυκλοφορίας του. Ο Howard W. Campbell Jr., ο πρωταγωνιστής του Βόνεγκατ, είναι ένας Αμερικανός που πηγαίνει στη ναζιστική Γερμανία ως πράκτορας του Γραφείου Στρατηγικών Υπηρεσιών των ΗΠΑ και αναρριχάται στις υψηλόβαθμες τάξεις του καθεστώτος ως ραδιοφωνικός προπαγανδιστής. Μετά τον πόλεμο, η υπηρεσία κατασκοπείας αρνείται να ξεπλύνει το όνομά του και τελικά φυλακίζεται από τους Ισραηλινούς στο ίδιο κελί με τον Adolf Eichmann, ενώ αργότερα αυτοκτονεί. Ο Βόνεγκατ έγραψε στον πρόλογο μιας επόμενης επανέκδοσης του βιβλίου : "Είμαστε αυτό που υποκρινόμαστε ότι είμαστε, έτσι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όσον αφορά αυτό που υποκρινόμαστε ότι είμαστε". Ο κριτικός λογοτεχνίας Lawrence Berkove θεώρησε το μυθιστόρημα, όπως και τις Περιπέτειες του Τομ Σόγιερ του Χάκλμπερι Φιν, ότι στόχευε να εικονογραφήσει την τάση που έχουν "οι παραγωγοί να παρασύρονται από την πλαστοπροσωπία τους, να γίνονται αυτό που μιμούνται και ως εκ τούτου να ζουν σε έναν κόσμο ψευδαισθήσεων".

Το 1961 δημοσιεύτηκε και η μικρή ιστορία του Βόνεγκατ Harrison Bergeron, η οποία διαδραματίζεται σε ένα μέλλον όπου όλοι είναι ίσοι, ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι οι όμορφοι άνθρωποι παραμορφώνονται ενώ οι ισχυροί ή ευφυείς άνθρωποι αναγκάζονται να φορούν συσκευές με τις οποίες απαρνώνται τα θετικά χαρακτηριστικά τους. Ο 14χρονος Harrison είναι διάνοια και αθλητής, ο οποίος αναγκάστηκε να φορέσει μια ειδική συσκευή και να φυλακιστεί επειδή προσπάθησε να ανατρέψει την κυβέρνηση. Δραπετεύει σε ένα στούντιο, απελευθερώνεται από τα δεσμά του και απελευθερώνει μια μπαλαρίνα από το επιπλέον βάρος της. Καθώς χορεύουν, η Diana Moon Glampers τους σκοτώνει. Ο Βόνεγκατ πρότεινε μέσω μιας επιστολής του ότι ίσως ο φθόνος και η χαμηλή αυτοεκτίμηση του Harrison Bergeron πήγαζαν από το γεγονός ότι δεν προσαρμόστηκε στο σχολείο. Στη βιογραφία του Βόνεγκατ, που κυκλοφόρησε το 1976, ο Stanley Schatt υποστήριξε ότι οι μικρές ιστορίες του Βόνεγκατ παρουσιάζουν ότι "αυτό που πραγματικά χάνεται, σύμφωνα με τον Βόνεγκατ, είναι η ομορφιά, η χάρη και η σοφία". Ο Darryl Hattenhauer, στο άρθρο του με θέμα τον Harrison Bergeron (1998), θεωρεί ότι οι ιστορίες του Βόνεγκατ αποτελούσαν μια σάτιρα των παρανοήσεων του Αμερικανικού Ψυχρού Πολέμου αναφορικά με τον κομμουνισμό και τον σοσιαλισμό.

Μετέπειτα καριέρα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αφότου γύρισε από τον Πόλεμο παντρεύτηκε την παιδική του αγάπη Τζέην Κοξ, από την οποία χώρισε το 1970. Το διαζύγιο εκδόθηκε το 1979, όμως ήδη από το 1970 ο Βόνεγκατ ζούσε με τη μέλλουσα δεύτερη σύζυγό του, τη φωτογράφο Τζιλ Κρέμεντζ,[3] την οποία παντρεύτηκε όταν τελείωσε και τυπικά ο πρώτος του γάμος.

Το Πανεπιστήμιο του Σικάγο αποδέχτηκε αργότερα το μυθιστόρημά του Η Φωλιά της Γάτας ως διατριβή, λόγω του ανθρωπολογικού περιεχομένου του, και του απένειμε Μάστερ το 1971.[12][13]

Για λίγα χρόνια εργάστηκε ως διευθυντής μιας από τις πρώτες αντιπροσωπείες αυτοκινήτων της SAAB που άνοιξε στις ΗΠΑ. [14] Ο Βόνεγκατ ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει το γράψιμο, όταν του προσφέρθηκε μια θέση διδάσκοντος στο Εργαστήρι Συγγραφέων του Πανεπιστημίου της Αϊόβα. Ενόσω ήταν εκεί, η Φωλιά της Γάτας έγινε μπεστ-σέλλερ, και ξεκίνησε να γράφει το Σφαγείο Νούμερο 5, που σήμερα θεωρείται ένα από τα κορυφαία αμερικανικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα· συμπεριλαμβάνεται στη λίστα των εκατό καλύτερων μυθιστορημάτων του περιοδικού Time[15] και της Modern Library.[16]

Μεγάλωσε επτά παιδιά: τρία από την πρώτη σύζυγό του, τρία ακόμη των οποίων μητέρα ήταν η αδελφή του Άλις και υιοθετήθηκαν από τον Βόνεγκατ μετά τον θάνατό της από καρκίνο, και ένα έβδομο, τη Λίλυ, που υιοθέτησε με την Κρέμεντζ. Δυο από τα παιδιά του εξέδωσαν δικά τους βιβλία. Το ένα ήταν το Εξπρές του Παραδείσου, του γιου του Μαρκ, στο οποίο περιέγραφε την ψυχωσική του κρίση στα τέλη της δεκαετίας του '60 και την ανάρρωσή του. Ο Μαρκ πήρε το όνομά του από τον Μαρκ Τουαίην, τον οποίο ο πατέρας του θεωρούσε Αμερικανό Άγιο.[17] Η κόρη του Ήντιθ είναι καλλιτέχνης και πήρε το όνομά της από τη μητέρα του Βόνεγκατ. Κυκλοφόρησε το βιβλίο Οικιακές θεές και ήταν σύζυγος του τηλεπαρουσιαστή Τζεράλντο Ριβέρα. Η Νάννυ παντρεύτηκε τον ρεαλιστή ζωγράφο Σκοτ Πράιορ και εμφανίζεται σε πολλούς πίνακές του, ενώ η Λίλυ, που υιοθετήθηκε το 1982 ενώ ήταν βρέφος, σήμερα είναι ηθοποιός και τραγουδίστρια. Τα άλλα τρία υιοθετημένα παιδιά του Βόνεγκατ, Τζέιμς, Στίβεν και Κερτ είναι ανήψια του, και υιοθετήθηκαν το 1958, όταν ο πατέρας τους σκοτώθηκε σε σιδηροδρομικό ατύχημα και η μητέρα τους πέθανε από καρκίνο δυο μέρες αργότερα.

Στις 31 Ιανουαρίου 2001 μια πυρκαγιά κατέστρεψε τον πάνω όροφο του σπιτιού του. Ο Βόνεγκατ εισέπνευσε αναθυμιάσεις και νοσηλεύτηκε σε κρίσιμη κατάσταση για τέσσερις μέρες.

Ο Βόνεγκατ κάπνιζε άφιλτρα, και περιέγραφε αυτή τη συνήθεια σαν "έναν τρόπο να αυτοκτονεί κανείς με στυλ"[18] Στις 11 Νοεμβρίου του 1999, στα 77α γενέθλιά του, ο αστεροειδής 25399 Vonnegut ονομάστηκε προς τιμήν του.[19]

Θάνατος και κληρονομιά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Rolling Stone το 2006, ο Βόνεγκατ ανέφερε ότι θα έκανε μήνυση στην εταιρεία τσιγάρων Brown & Williamson, την εταιρεία παρασκευής των τσιγάρων Pall Mall τα οποία κάπνιζε από την ηλικία των δώδεκα ή δεκατεσσάρων ετών, με την αιτιολόγηση της λανθασμένης διαφήμισης. "Και ξέρετε γιατί?" είπε στη συνέντευξη. "Επειδή είμαι 83 ετών. Στα πακέτα των τσιγάρων τους, οι Brown & Williamson υπόσχονταν ότι το κάπνισμα θα με σκότωνε". Πέθανε τη νύχτα της 11ης Απριλίου 2007 στο Μανχάτταν, ως αποτέλεσμα των εγκεφαλικών κακώσεων που προκλήθηκαν αρκετές εβδομάδες νωρίτερα, μετά από μια πτώση στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη.[3][20] Ο θάνατός του έγινε αντιληπτός από τη σύζυγό του Τζιλ. Ο Βόνεγκατ ήταν 84 ετών. Συμπτωματικά, στον πρόλογο του μυθιστορήματός του Πρόγευμα των Πρωταθλητών, ο Βόνεγκατ είχε γράψει ότι το άλλο εγώ του, ο Κίλγκορ Τράουτ, που εμφανίζεται σε πολλά βιβλία του, θα πέθαινε στην ηλικία των 84.

Την ημέρα του θανάτου του, ο Βόνεγκατ είχε κυκλοφορήσει δεκατέσσερα μυθιστορήματα, τρεις συλλογές μικρών ιστοριών, πέντε θεατρικά έργα και πέντε βιβλία μη-φαντασίας. Ένα βιβλίο με τα αδημοσίευτα έργα του Βόνεγκατ, υπό τον τίτλο Armageddon in Retrospect, κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του από τον γιο του Μαρκ Βόνεγκατ το 2008.

Όταν ρωτήθηκε για την επιρροή που άσκησε ο Βόνεγκατ στο έργο του, ο συγγραφέας Josip Novakovich ανέφερε ότι "έχω πολλά να μάθω από τον Βόνεγκατ - πώς να συμπιέζεις τα πράγματα και παράλληλα να μην συμβιβάζεσαι με αυτά, πώς να ξεφεύγεις από την ιστορία, πώς να παραθέτεις στοιχεία από διάφορα ιστορικά γεγονότα και πώς να μην καταπνίγεις την αφήγηση. Η ευκολία με την οποία γράφει ο Βόνεγκατ είναι απόλυτα αριστοτεχνική".

Ο αρθρογράφος της Los Angeles Times Gregory Rodriguez ανέφερε ότι τον συγγραφέα θα "τον θυμούνται ως έναν χιουμορίστα κριτικό της κοινωνίας και ως έναν μυθιστοριογράφο της αντι-κουλτούρας". Η Dinitia Smith της εφημερίδας The New York Times ονόμασε τον Βόνεγκατ "μυθιστοριογράφο της αντιπολίτευσης".

Ο Βόνεγκατ έχει επηρεάσει αρκετές μελέτες και διατριβές, που πραγματοποιήθηκαν μετά τον θάνατό του. Το 2008 ιδρύθηκε η Ένωση Κουρτ Βόνεγκατ και τον Νοέμβριο του 2010 άνοιξε η Βιβλιοθήκη Κουρτ Βόνεγκατ στην πόλη καταγωγής του Βόνεγκατ, την Ινδιανάπολη. Η Αμερικανική Βιβλιοθήκη κυκλοφόρησε το 2011 έναν τόμο με τα έργα του Βόνεγκατ από το 1963 έως το 1973 και το 2012 κυκλοφόρησε έναν δεύτερο τόμο με τα πρώιμα έργα του. Στα τέλη του 2011 κυκλοφόρησαν δυο βιογραφίες του Βόνεγκατ, η Unstuck in Time του Gregory Sumner και η And So It Goes του Charles Shields. Η βιογραφία του Shields δημιούργησε μια διαμάχη. Σύμφωνα με την εφημερίδα The Guardian, το βιβλίο παρουσιάζει τον Βόνεγκατ ως ένα απόμακρο, άσπλαχνο και μοχθηρό άνθρωπο. "Άσπλαχνος, μοχθηρός και τρομακτικός είναι τα επίθετα που χρησιμοποιούνταν συχνά για να τον περιγράψουν οι φίλοι, οι συνάδελφοι και συγγενείς του", είπε η Wendy Smith στην εφημερίδα The Daily Beast. "Προς το τέλος της ζωής του ήταν πολύ αδύναμος, πολύ καταθλιπτικός και σχεδόν τραχύς", δήλωσε ο Jerome Klinkowitz, καθηγητής σ��ο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Αϊόβα, ο οποίος μελέτησε τον Βόνεγκατ εις βάθος.

Τα έργα του Βόνεγκατ έχουν σε πολλές περιπτώσεις προκαλέσει οργή. Το σημαντικότερο μυθιστόρημά του, το Σφαγείο Νούμερο 5, έχει απομακρυνθεί από τη βιβλιοθήκη πολλών πανεπιστημίων και άλλων ιδρυμάτων. Στην περίπτωση του Island Trees School District v. Pico, το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών έκρινε ότι η απαγόρευση του βιβλίου αυτού από μια σχολική βιβλιοθήκη - που η επιτροπή του σχολείου είχε αποκαλέσει "αντι-αμερικανικό", "αντιχριστιανικό", "αντισημιτικό" και "απλά βρώμικο" - καθώς και άλλων οκτώ μυθιστορημάτων θεωρήθηκε αντισυνταγματική. Όταν μια σχολική επιτροπή στο Μιζούρι αποφάσισε να αποσύρει το μυθιστόρημα του Βόνεγκατ από τις βιβλιοθήκες του, η Βιβλιοθήκη Κουρτ Βόνεγκατ προσέφερε από ένα δωρεάν αντίτυπο σε όλους τους φοιτητές της περιοχής.

Ο Tally, γράφοντας το 2013, αναφέρει ότι ο Βόνεγκατ έχει μόλις πρόσφατα γίνει το θέμα σοβαρής μελέτης ενώ πολλά ακόμα πράγματα δεν έχουν γραφτεί για αυτόν : "Έχει τελειώσει οριστικά η εποχή που οι μαθητευόμενοι έλεγαν 'Να γιατί αξίζει τον κόπο να διαβάσεις τον Βόνεγκατ'. Είναι γνωστό ότι ο Βόνεγκατ αξίζει να διαβαστεί. Τώρα πείτε μας πράγματα που δεν γνωρίζουμε". Ο Todd F. Davis σημειώνει ότι το έργο του Βόνεγκατ παραμένει ζωντανό χάρη στους πιστούς αναγνώστες του, οι οποίοι προβάλουν "μια σημαντική επιρροή καθώς συνεχίζουν να αγοράζουν τα έργα του Βόνεγκατ, να τα μεταφέρουν στις επόμενες γενιές και να διατηρούν ζωντανή ολόκληρη τη λογοτεχνική παραγωγή του". Ο Donald E. Morse σημειώνει ότι ο Βόνεγκατ έχει "πλέον αποκατασταθεί στον αμερικανικό και παγκόσμιο λογοτεχνικό κόσμο καθώς και στα σχολικά, προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών".

Το Science Fiction and Fantasy Hall of Fame τίμησε με ένα αστέρι τον Βόνεγκατ το 2015.

Ο αστεροειδής 25399 Βόνεγκατ ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Βόνεγκατ.

Το κτίριο στον αριθμό 5 της οδού Μέσσερ στη Δρέσδη, το "Σφαγείο Νο 5"

Το πρώτο διήγημα του Βόνεγκατ, Report on the Barnhouse Effect, δημοσιεύτηκε στο τεύχος της 11ης Φεβρουαρίου 1950 του Collier's. Το πρώτο του μυθιστόρημα ήταν η δυστοπία Ο Πιανίστας του 1952, που περιγράφει έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι εργάτες έχουν σχεδόν ολοκληρωτικά αντικατασταθεί από μηχανές. Συνέχισε να γράφει διηγήματα και το 1959 εκδόθηκε το δεύτερο μυθιστόρημά του Οι Σειρήνες του Τιτάνα,[21] που σχολιάζει το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης και την υποταγή στη μοίρα. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '60 άλλαξε τη φόρμα της γραφής του, μετακινούμενος από την ορθόδοξη δομή της Φωλιάς της Γάτας στο ημι-αυτοβιογραφικό Σφαγείο Νούμερο Πέντε όπου τα γεγονότα παύουν να παρουσιάζονται με χρονική συνέχεια και το ταξίδι στον χρόνο χρησιμοποιείται σαν στοιχείο της πλοκής.

Οι αλλαγές αυτές επεκτάθηκαν στο Πρόγευμα των Πρωταθλητών του 1973, που περιείχε πολλές εικονογραφήσεις, μακρές ανακολουθίες και μια εμφάνιση του ίδιου του συγγραφέα, ως "από μηχανής θεού":

"Είναι πολύ κακό τούτο το βιβλίο που γράφεις", είπα στον εαυτό μου.

"Το ξέρω", είπα.

"Φοβάσαι πως θα αυτοκτονήσεις, όπως έκανε η μητέρα σου", είπα.

"Το ξέρω", είπα.

Ο Βόνεγκατ όντως αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει με αλκοόλ και χάπια το 1984, και αργότερα έγραψε σχετικά σε πολλά δοκίμια.[22]

Το Πρόγευμα των Πρωταθλητών έγινε ένα από τα εμπορικότερα βιβλία του. Εκτός από τον ίδιο τον συγγραφέα, εμφανίζονται στο κείμενο και πολλοί άλλοι χαρακτήρες που χρησιμοποιεί και σε άλλα μυθιστορήματα. Ένας από αυτούς, ο συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας Κίλγκορ Τράουτ, παίζει βασικό ρόλο και αλληλεπιδρά με τον χαρακτήρα του συγγραφέα. Η φωνή του Κίλγκορ Τράουτ (το όνομα του οποίου βασίζεται σε αυτό του πραγματικού συγγραφέα ε.φ. Θίοντορ Στέρτζεον), εμφανίζεται σε πολλά βιβλία και ουσιαστικά είναι αυτή του ίδιου του Βόνεγκατ, χαρακτηριζόμενη από καλπάζουσα φαντασία και ένα βαθύ κυνισμό, που αντισταθμίζεται από τον ανθρωπισμό του. Στον πρόλογο του Πρόγευμα των Πρωταθλητών, ο Βόνεγκατ γράφει πως όταν ήταν παιδί είδε ανθρώπους που έπασχαν από κινητική αταξία και του έκανε εντύπωση το πώς περπατούσαν σαν χαλασμένες μηχανές· αυτό συνεπαγόταν ότι οι άνθρωποι που είχαν έλεγχο των κινήσεών τους ήταν μηχανές που λειτουργούσαν σωστά, κι έτσι οι άνθρωποι γίνονταν αδύναμοι σκλάβοι του ντετερμινισμού. Ο Βόνεγκατ εξερεύνησε αυτό το θέμα στο Σφαγείο Νούμερο Πέντε, στο οποίο ο κύριος χαρακτήρας, Μπίλι Πίλγκριμ, έχει "ξεκολλήσει από τον χρόνο" και έχει τόσο λίγο έλεγχο στη ζωή του ώστε δεν γνωρίζει ποιο τμήμα της θα ζήσει το επόμενο λεπτό. Η φράση που εμφανίζεται συχνά στο βιβλίο, "Έτσι πάει ο κόσμος" (So it goes), και χρησιμοποιείται ειρωνικά για τον θάνατο, έγινε σύνθημα για τους διαδηλωτές εναντίον του Πολέμου του Βιετνάμ εκείνης της εποχής.

Αν και πολλά από τα μυθιστορήματά του συμπεριλαμβάνουν θέματα που εμφανίζονται στην επιστημονική φαντασία, διαβάστηκαν και εκτιμήθηκαν πλατιά και εκτός του συγκεκριμένου είδους, εν μέρει λόγω της κριτικής που ασκούν στην κάθε είδους εξουσία. Για παράδειγμα, στο διήγημα Harrison Bergeron περιγράφεται παραστατικά πως μια ιδεολογία όπως ο εγκαλιταριανισμός, όταν συνδυαστεί με υπερβολική εξουσία, γεννά τρομακτική καταπίεση.

Αφότου εκδόθηκε το μυθιστόρημά του Χρονοσεισμός το 1997, ο Βόνεγκατ ανακοίνωσε την απόσυρσή του από τη συγγραφή μυθοπλασίας. Συνέχισε να γράφει για το περιοδικό In These Times μέχρι τον θάνατό του το 2007, πάνω σε θέματα που κάλυπταν από τη σύγχρονη πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ έως μια συνηθισμένη βόλτα ως το ταχυδρομείο. Το 2005 πολλά από τα δοκίμιά του συγκεντρώθηκαν σε ένα βιβλίο με τίτλο Άνθρωπος Χωρίς Πατρίδα, που επέμεινε να είναι η τελευταία του συνεισφορά στα γράμματα.

Σε μια συνέντευξη στο περιοδικό Rolling Stone το 2006, ο Βόνεγκατ δήλωσε, σχετικά με το μυθιστόρημα If God Were Alive Today:

"Το παράτησα... Δεν θα πραγματοποιηθεί. Ο Στρατός με κράτησε παραπάνω γιατί μπορούσα να δακτυλογραφήσω, κι έτσι δακτυλογραφούσα τα απολυτήρια των άλλων και τα λοιπά. Κι αυτό που ένιωθα ήταν Παρακαλώ, έχω κάνει όλα όσα έπρεπε να κάνω. Μπορώ να πάω σπίτι μου τώρα; Αυτό νιώθω αυτή τη στιγμή. Έγραψα βιβλία. Ένα σωρό. Παρακαλώ, έχω κάνει όλα όσα έπρεπε να κάνω. Μπορώ να πάω σπίτι μου τώρα;"[9]

Στο τεύχος Απριλίου 2008 του Playboy υπήρχε σε πρώτη δημοσίευση ένα απόσπασμα από το βιβλίο Armageddon in Retrospect, την πρώτη μεταθανάτια συλλογή έργων του Βόνεγκατ. Το βιβλίο εκδόθηκε τον ίδιο μήνα. Περιελάμβανε ανέκδοτα διηγήματα, που κεντρικό τους θέμα είναι ο πόλεμος και η ειρήνη, καθώς και ένα γράμμα που έγραψε στην οικογένειά του ενώ ήταν αιχμάλωτος πολέμου κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το βιβλίο περιέχει επίσης σκίτσα που έκανε ο συγγραφέας κι ένα λόγο που έγραψε λίγο πριν τον θάνατό του. Το βιβλίο προλογίζει ο γιος του, Μαρκ Βόνεγκατ.

Σχεδιαστική καριέρα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βόνεγκατ άρχισε να ασχολείται με το σχέδιο κάνοντας εικονογραφήσεις για το Σφαγείο Νούμερο Πέντε και συνέχισε με το Πρόγευμα των Πρωταθλητών. Αργότερα ασχολήθηκε περισσότερο, ειδικά με τη μεταξοτυπία, μαζί με τον καλλιτέχνη Τζο Πέτρο ΙΙΙ. Το 2004 ο Βόνεγκατ συμμετείχε στο πρότζεκτ Τα μεγαλύτερα εξώφυλλα άλμπουμ που δεν υπήρξαν ποτέ, δημιουργώντας ένα εξώφυλλο για το γκρουπ Phish με τίτλο Hook, Line and Sinker, το οποίο συμπεριελήφθηκε σε μια περιοδεύουσα έκθεση που διοργάνωσε το περιοδικό Rolling Stone.

Ο Βόνεγκατ ήταν βαθιά επηρεασμένος από τους πρώιμους σοσιαλιστές ηγέτες του εργατικού κινήματος, ειδικά τους πατριώτες του από την Ιντιάνα Πάουερς Χάπγκουντ και Γιουτζίν Ντεμπς, και χρησιμοποιεί ρήσεις τους συχνά στα βιβλία του. Ήταν ισόβιο μέλος της Αμερικανικής Ένωσης για τα Πολιτικά Δικαιώματα και εμφανίστηκε σε μια έντυπη διαφήμισή της.

Ο Βόνεγκατ ανέλυε συχνά ηθικά και πολιτικά ζητήματα στα βιβλία του, αλλά σπάνια ασχολήθηκε με συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα έως ότου εγκατέλειψε τη γραφή λογοτεχνίας. Ο τίτλος της συλλογής του God Bless You, Dr. Kevorkian αναφερόταν στον υποστηρικτή της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας γιατρό Τζακ Κεβόρκιαν. Η νουβέλα Jailbird, του 1979, έχει ως πρωταγωνιστή έναν κατώτερο γραφειοκράτη της διοίκησης του Ρίτσαρντ Νίξον, και περιγράφει τη ζωή του μετά το σκάνδαλο Γουότεργκειτ.

Από τη στήλη του στο πολιτικό περιοδικό In These Times, έκανε σφοδρή επίθεση στον πρόεδρο Μπους και τον πόλεμο στο Ιράκ. "Λέγοντας ότι οι ηγέτες μας είναι εξουσιομανείς πίθηκοι, κινδυνεύω μήπως να καταστρέψω το ηθικό των στρατιωτών μας που πολεμούν και πεθαίνουν στη Μέση Ανατολή;" έγραφε. "Το ηθικό τους, όπως και πολλά πτώματά τους, έχει γίνει ήδη κομμάτια. Τους μεταχειρίζονται, όπως δεν μεταχειρίστηκαν ποτέ εμένα, σαν παιχνίδια που ένα πλουσιόπαιδο πήρε δώρο για τα Χριστούγεννα". Κατά το In These Times είπε επίσης πως "η μόνη διαφορά ανάμεσα στον Χίτλερ και τον Μπους είναι ότι ο Χίτλερ ήταν εκλεγμένος".[23][24]

Το 2005 ο Ντέιβιντ Νέισον πήρε συνέντευξη από τον Βόνεγκατ για την εφημερίδα The Australian. Όταν τον ρώτησε τη γνώμη του για τους σύγχρονους τρομοκράτες, ο Βόνεγκατ απάντησε: "Τους θεωρώ πολύ γενναίους ανθρώπους" και πρόσθεσε πως "[οι βομβιστές αυτοκτονίας] πεθαίνουν για τον ίδιο τον αυτοσεβασμό τους. Είναι τρομερό πράγμα να στερείς τον αυτοσεβασμό κάποιου. Είναι σαν ο πολιτισμός σου να είναι ένα τίποτα, η Φυλή σου να είναι ένα τίποτα, εσύ ο ίδιος ένα τίποτα... Είναι γλυκό και ευγενικό, φαντάζομαι", αναφερόμενος στις Ωδές του Οράτιου, "να πεθαίνεις για κάτι στο οποίο πιστεύεις". Ο δημοσιογράφος προσβλήθηκε από το σχόλιο και τον χαρακτήρισε σαν ένα γέρο "που δεν θέλει πια να ζήσει... και επειδή δεν βρίσκει τίποτα αξιόλογο να τον κρατήσει στη ζωή, βρίσκει την υπεράσπιση των τρομοκρατών κάπως διασκεδαστική". Στο άρθρο απάντησε ο γιος του Βόνεγκατ, Μαρκ, γράφοντας ένα σημείωμα στην Boston Globe, στο οποίο εξηγούσε τους λόγους για το προκλητικό σχόλιο και δήλωνε πως "Αν αυτοί οι σχολιαστές μπορούν να παρεξηγήσουν τόσο άσχημα και να υποτιμήσουν έναν εντελώς ανυπεράσπιστο 83χρονο που είναι πλατιά γνωστό ότι λέει αυτό που σκέφτεται, ίσως θα πρέπει να ανησυχούν για το πόσο καλά κατανοούν έναν αντίπαλο που δεν ξέρουν πως να κατονομάσουν".[25]

Σε μια συνέντευξη του 2006 στο περιοδικό Rolling Stone, δήλωνε: "Ειλικρινά, εύχομαι να ήταν Πρόεδρος ο Νίξον. Ο Μπους είναι τόσο άσχετος".[9]

Θρησκεία και ανθρωπισμός

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βόνεγκατ καταγόταν από οικογένεια Γερμανών ελεύθερων στοχαστών, που αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό τις συμβατικές θρησκευτικές πεποιθήσεις.[26] Ο προπάππους του, Κλέμενς Βόνεγκατ, είχε γράψει ένα βιβλίο ελεύθερου στοχασμού με τίτλο Οδηγίες περί τα Ηθικά, καθώς και ένα λόγο που θα εκφωνούνταν στην κηδεία του στον οποίο αρνούνταν την ύπαρξη του Θεού, της μετά θάνατον ζωής και τα χριστιανικά δόγματα περί αμαρτίας και σωτηρίας. Στο βιβλίο του Palm Sunday, ο Βόνεγκατ αναπαράγει τον λόγο του προπάππου του, και αναγνωρίζει αυτές τις απόψεις σαν την "προπατορική του θρησκεία", που με μυστήριο τρόπο πέρασε ως αυτόν.[27]

Ο Βόνεγκατ περιέγραψε τον εαυτό του ενίοτε ως σκεπτικιστή,[27] ελεύθερο στοχαστή,[28] ανθρωπιστή,[28] Ουνιταριανιστή,[29] αγνωστικιστή,[27] και άθεο.[30] Δεν πίστευε στο υπερφυσικό,[27] θεωρούσε ότι τα θρησκευτικά δόγματα είναι απλά "τόσο αυθαίρετα, καθαρά επινοημένα συνονθυλεύματα", και πίστευε ότι το κίνητρο των ανθρώπων για τον ασπασμό κάποιας θρησκευτικής πίστης ήταν η μοναξιά.[31]

Οι απόψεις του Βόνεγκατ για τη θρησκεία ήταν αντισυμβατικές και μπερδεμένες. Αν και απέρριπτε τη θεία φύση του Ιησού,[30] εντούτοις τον θαύμαζε πολύ, και πίστευε ότι οι Μακαρισμοί τροφοδότησαν τον δικό του ανθρωπισμό.[32] Αν και συχνά δήλωνε αγνωστικιστής ή άθεος, μιλούσε συχνά για τον Θεό, και κάποτε είπε ότι η ταφόπλακά του θα έπρεπε να γράφει: "Η μόνη απόδειξη που του χρειαζόταν για την ύπαρξη του Θεού ήταν η μουσική".[33]

Θεωρούσε ότι ο ανθρωπισμός είναι μια σύγχρονη μορφή ελεύθερου στοχασμού[34] και τον προωθούσε σε διάφορα γραπτά, λόγους και συνεντεύξεις του. Οι δεσμοί του με τον οργανωμένο ανθρωπισμό περιελάμβαναν τη συμμετοχή του στη Διεθνή Ακαδημία Ανθρωπισμού του Συμβουλίου Κοσμικού Ανθρωπισμού.[35] Το 1992, η Αμερικανική Ανθρωπιστική Ένωση τον ονόμασε Ανθρωπιστή της Χρονιάς. Ο Βόνεγκατ έγινε επίτιμος πρόεδρος της Ένωσης, διαδεχόμενος στη θέση αυτή τον συνάδελφό του, συγγραφέα Ισαάκ Ασίμωφ όταν αυτός πέθανε, και παραμένοντας στη θέση μέχρι το δικό του θάνατο το 2007. Σε μια επιστολή προς τα μέλη της Ένωσης έγραψε: "Είμαι ανθρωπιστής, πράγμα το οποίο σημαίνει, εν μέρει, ότι έχω προσπαθήσει να συμπεριφέρομαι σωστά χωρίς προσδοκίες για επιβραβεύσεις ή τιμωρίες μετά τον θάνατό μου.[36]

Ο Βόνεγκατ υπήρξε κάποτε μέλος μιας Ουνιταριανικής συνάθροισης.[27] Στο βιβλίο του Palm Sunday περιλαμβάνεται ένα κήρυγμα που εκφώνησε στην Ουνιταριανική εκκλησία των Κέμπριτζ στη Μασαχουσσέττη σχετικά με τον Ουίλιαμ Έλλερι Τσάνινγκ, βασικό θεμελιωτή του Ουνιταριανισμού στις ΗΠΑ. Το 1986 μίλησε σε μια συγκέντρωση Ουνιταριανιστών στο Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης, και ο λόγος αυτός περιλαμβάνεται στο βιβλίο Fates Worse Than Death. Στο ίδιο βιβλίο περιλαμβάνεται και μια "λειτουργία", γραμμένη από τον ίδιο ως αντίδραση σε μια "σαδομαζοχιστική" Καθολική λειτουργία του 1570. Η λειτουργία μεταφράστηκε στα λατινικά και μελοποιήθηκε από γνωστούς του.[37] Ο Βόνεγκατ αναγνώριζε τον Ουνιταριανισμό ως τη θρησκεία στην οποία η οικογένειά του στράφηκε όταν ο ελεύθερος στοχασμός και άλλες γερμανικές "μόδες" έγιναν αντιδημοφιλείς στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια των Παγκόσμιων Πολέμων.[28]

Στο βιβλίο του Bagombo Snuff Box: Uncollected Short Fiction, ο Βόνεγκατ απαριθμεί οκτώ κανόνες για τη γραφή ενός διηγήματος:

  1. Χρησιμοποιήστε τον χρόνο ενός παντελώς άγνωστου έτσι ώστε να μη νιώσει ότι πήγε χαμένος.
  2. Δώστε στον αναγνώστη τουλάχιστον έναν χαρακτήρα που να μπορεί να υποστηρίξει.
  3. Κάθε χαρακτήρας θα πρέπει να θέλει κάτι, έστω ένα ποτήρι νερό.
  4. Κάθε πρόταση πρέπει να κάνει ένα από τα δυο-να αναπτύσσει τον χαρακτήρα ή να προωθεί την πλοκή.
  5. Ξεκινήστε όσο πιο κοντά στο τέλος γίνεται.
  6. Φερθείτε σαδιστικά. Όσο γλυκείς και αθώοι και νάναι οι πρωταγωνιστές σας, κάντε να τους συμβούν φρικτά πράγματα, για να δει ο αναγνώστης από τι είναι φτιαγμένοι.
  7. Γράψτε για να ευχαριστήσετε μόνο ένα άτομο. Αν ανοίξετε το παράθυρο και κάνετε έρωτα με τον κόσμο, τρόπος του λέγειν, το διήγημά σας θα πάθει πνευμονία.
  8. Δώστε στους αναγνώστες όσο το δυνατό περισσότερες πληροφορίες, όσο πιο νωρίς γίνεται. Στα κομμάτια η σασπένς.

Ο Βόνεγκατ επισημαίνει ότι ο Φλάννερυ Ο' Κόννορ παραβίασε όλους αυτούς τους κανόνες εκτός από τον πρώτο, σχολιάζοντας ότι οι μεγάλοι συγγραφείς έχουν μια τάση να το κάνουν αυτό.

Τα τελευταία λόγια που έγραψε ο Βόνεγκατ στο τελευταίο βιβλίο του είναι τα εξής:

Όταν το τελευταίο ζωντανό ον
Θα έχει πεθάνει εξαιτίας μας
Τι ποιητικό που θα 'ταν
Αν μπορούσε η Γη να πει
Με φωνή που θα 'βγαινε
Μπορεί
Από τα βάθη
Του Γκραν Κάνυον,
"Τετέλεσται.
Δεν τους άρεσε το μέρος των ανθρώπων".

  • Oltean-Cîmpean, A. A. (2016). "Kurt Vonnegut's Humanism: An Author's Journey Towards Preaching for Peace." Studii De Ştiintă Şi Cultură, 12(2), 259-266.
  • Párraga, J. J. (2013). Kurt Vonnegut's Quest for Identity. Revista Futhark, 8185-199
  1. The Fine Art Archive. 22526. Ανακτήθηκε στις 1  Απριλίου 2021.
  2. «Indiana Authors and their Books, 1917-1966». (Αγγλικά) Indiana Authors and Their Books, 1917-1966. Wabash College. 1974.
  3. 3,0 3,1 3,2 Smith, Dinitia (12 Απριλίου 2007). «Kurt Vonnegut, Novelist Who Caught the Imagination of His Age, Is Dead at 84». The New York Times. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2008. 
  4. Smith, Dinitia (12 Απριλίου 2007). «Kurt Vonnegut, Novelist Who Caught the Imagination of His Age, Is Dead at 84». The New York Times. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2008.  In print: Smith, Dinitia, "Kurt Vonnegut, Novelist Who Caught the Imagination of His Age, Is Dead at 84", The New York Times, April 12, 2007, σελ. 1
  5. Reed, Peter (1999). Volume 10, Issue No. 1 of the Journal of the Fantastic in the Arts. Florida Atlantic University, Boca Raton, Florida. ISBN 1-85723-124-4. 
  6. Kelly, Rin. «'Can I Go Home Now?'». The District Weekly. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Δεκεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2008. 
  7. http://www.news.cornell.edu/stories/April07/vonnegut.html Novelist Kurt Vonnegut Dies
  8. NNDB - [check date] (battle of the Bulge started on Dec. 16)Biography of Kurt Vonnegut
  9. 9,0 9,1 9,2 Brinkley, Douglas (24 Αυγούστου 2006). «Vonnegut's Apocalypse». Rolling Stone. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Απριλίου 2007. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2008. 
  10. Sarah Land Prakken: The Reader's Adviser: A Layman's Guide to Literature, R. R. Bowker 1974, ISBN 0-8352-0781-1, σελ. 623; Arthur Salm: Novelist Kurt Vonnegut: So it goes, The San Diego Union-Tribune 15 Απριλίου 2007
  11. Levitas, Mitchel (19 Αυγούστου 1968). «A Slight Case of Candor». The New York Times. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2008. 
  12. Katz, Joe (13 Απριλίου 2007). «Alumnus Vonnegut dead at 84». Chicago Maroon. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Μαΐου 2007. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2008. 
  13. David Hayman, David Michaelis, George Plimpton, Richard Rhodes, "The Art of Fiction No. 64: Kurt Vonnegut" Αρχειοθετήθηκε 2010-09-14 στο Wayback Machine., Paris Review, Τεύχος 69, Άνοιξη 1977
  14. Gothenburg on the Hudson, Phil Patton, The New York Times, 16 Απριλίου 2006
  15. «100 Best Novels: Slaughterhouse-Five (1969)». Time Magazine. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Μαΐου 2009. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2008. 
  16. «100 Best Novels». Modern Library. 20 Ιουλίου 1998. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2008. 
  17. «And The Twain Shall Meet». University of Wisconsin-Madison. 21 Νοεμβρίου 1997. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιανουαρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2008. 
  18. «I smoke, therefore I am». The Guardian Observer. 5 Φεβρουαρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2008. 
  19. «25399 Vonnegut (1999 VN20)». Jet Propulsion Laboratory: California Institute of Technology. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2008. 
  20. Feeney, Mark (12 Απριλίου 2007). «Counterculture author, icon Kurt Vonnegut Jr. dies at 84». The Boston Globe. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2008. 
  21. Stableford, Brian (1993). «Vonnegut, Kurt Jr.». Στο: John Clute & Peter Nicholls, επιμ. The Encyclopedia Of Science Fiction (2η έκδοση έκδοση). Orbit, London. σελίδες σελ. 1289. ISBN 1-85723-124-4. 
  22. «Kurt Vonnegut dies at 84: paper». Reuters. 2 Απριλίου 2007. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2008. 
  23. «15 Things Kurt Vonnegut Said Better Than Anyone Else Ever Has Or Will | The A.V. Club». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Δεκεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2008. 
  24. Vonnegut, Kurt (10 Μαΐου 2004). «Cold Turkey». In these Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Δεκεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2008. 
  25. Vonnegut, Mark (27 Δεκεμβρίου 2005). «Twisting Vonnegut's views on terrorism». The Boston Globe. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2008. 
  26. Timequake, Kurt Vonnegut, New York: G.P. Putnam's, 1997.
  27. 27,0 27,1 27,2 27,3 27,4 Palm Sunday, Kurt Vonnegut, 1981. Επανέκδοση The Dial Press, 2006.
  28. 28,0 28,1 28,2 Vonnegut Unbound: The master of irreverence on life, death, God, humanism, and the souls of aspiring artists Αρχειοθετήθηκε 2009-10-24 στο Wayback Machine., Christopher R. Blazejewski, The Harvard Crimson, 12 Μαίου 2000
  29. Vonnegut, Fates Worse Than Death, σελ. 157; Haught, 2000 Years of Disbelief, σελ. 287
  30. 30,0 30,1 Haught 1996, σελ. 287
  31. Vonnegut, Palm Sunday, σελ. 196
  32. "Λέω για τον Ιησού, όπως όλοι οι ανθρωπιστές, "Αν όσα είπε είναι καλά, και τόσα πολλά από αυτά είναι απολύτως όμορφα, τι σημασία έχει αν ήταν Θεός ή όχι;" Αλλά αν ο Χριστός δεν είχε εκφωνήσει την Επί του Όρους Ομιλία, με το μήνυμά της για έλεος και λύπηση, δεν θα ήθελα να είμαι ανθρώπινο ον. Θα μπορούσα την ίδια στιγμή να είμαι κροταλίας." Vonnegut, A Man without a Country, σελ. 80-81
  33. Vonnegut, A Man without a Country, σελ. 66
  34. David Brancaccio: Now on PBS (transcript), 10.07.05
  35. International Academy of Humanism Αρχειοθετήθηκε 2008-04-24 στο Wayback Machine., ιστότοπος του Συμβουλίου Κοσμικού Ανθρωπισμού
  36. Humanist President Kurt Vonnegut Mourned Αρχειοθετήθηκε 2009-01-15 στο Wayback Machine., δελτίο τύπου της Αμερικανικής Ένωσης Ανθρωπιστών 12 Απριλίου 2007
  37. Fates Worse than Death, σελ. 69-73, 223-234

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κριτικές

Συνεντεύξεις

Νεκρολογίες