due
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
due (en)
- που οφείλεται
- Payment is due him in ten days.
- ο οφειλόμενος, ο αρμόζων, ο προσήκων
- with all due respect - με όλον τον οφειλόμενο σεβασμό
- που αναμένεται βάσει προγραμματισμού ή προβλέπεται να συμβεί σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο
- που πρόκειται να συμβεί σε λίγο επειδή έφτασε η αναμενόμενη στιγμή
- The baby is just about due.
- που προορίζεται
Επίρρημα
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
due (en)
- η οφειλόμενη/δίκαιη αναγνώριση
- (στον πληθυντικό) dues: η συνδρομή ενός μέλους
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΕσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΙταλικά (it)
επεξεργασία
Αριθμητικό
επεξεργασία
Παπιαμέντο (pap)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
due
- ο πόνος