πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τέρμα τα τέρματα
      γενική του τέρματος των τερμάτων
    αιτιατική το τέρμα τα τέρματα
     κλητική τέρμα τέρματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δρομείς φτάνουν στο τέρμα του αγώνα
δύο κορίτσια σε τέρμα ποδοσφαιρικού γηπέδου

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τέρμα ουδέτερο

  1. το τέλος μιας διαδρομής
     αντώνυμα: αφετηρία
  2. (αθλητισμός) χώρος που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κατακόρυφα δοκάρια (σε μερικά αθλήματα, δύο κατακόρυφα και ένα οριζόντιο), μέσα από τον οποίο πρέπει να περάσει η μπάλα για να σημειωθεί γκολ
  3. το επιτυχημένο πέρασμα της μπάλας μέσα από τα όρια του χώρου αυτού
     συνώνυμα: γκολ

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τέρμᾰ τὰ τέρμᾰτ
      γενική τοῦ τέρμᾰτος τῶν τερμᾰ́των
      δοτική τῷ τέρμᾰτ τοῖς τέρμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ τέρμᾰ τὰ τέρμᾰτ
     κλητική ! τέρμᾰ τέρμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τέρμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  τερμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα