Πατριάρχης Ιωάννης Β΄ Καππαδόκης

Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και άγιος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Πατριάρχης Ιωάννης.

Ο Ιωάννης Β΄, ο επονομαζόμενος Καππαδόκης, διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 518 έως το 520.

Πατριάρχης Ιωάννης Β΄ Καππαδόκης
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση5ος αιώνας
Θάνατος19  Ιανουαρίου 520
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
ΘρησκείαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςαρχαία ελληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταιερέας
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΟικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Καταγόταν από την Καππαδοκία, εξ ου και το προσωνύμιό του. Ήταν πρεσβύτερος και σύγγελος της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης όταν εξελέγη το 518, μετά το θάνατο του προκατόχου του, Τιμόθεου Α΄. Αναφέρεται ότι είχε υποδειχθεί από τον Τιμόθεο ως διάδοχός του, αλλά ήταν και επιλογή του Αυτοκράτορα Αναστάσιου. Η σύντομη Πατριαρχία του σημαδεύτηκε από την οριστική θεραπεία του ακακιανού σχίσματος, το οποίο είχε διαιρέσει την Εκκλησία σε Ανατολή και Δύση για 35 χρόνια, από την εποχή του Πατριάρχης Ακακίου.

Χειροτονήθηκε περί τα τέλη Απριλίου του 518[1], τρίτη μέρα του Πάσχα, ημέρα κατά την οποία πέθανε ο Αυτοκράτορας Αναστάσιος, ο οποίος είχε συντελέσει στη διαιώνιση του ακακιανού σχίσματος, πιέζοντας επισκόπους και Πατριάρχες να καταδικάσουν την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους εξελέγη Αυτοκράτορας ο Ιουστίνος Α'. Την Κυριακή 15 Ιουλίου, Αυτοκράτορας Ιουστίνος και Πατριάρχης Ιωάννης βρίσκονταν στο ναό της Αγίας Σοφίας, όπου ο λαός άρχισε να φωνάζει, απαιτώντας την αναγνώριση της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου και τον αναθεματισμό του Σεβήρου, αιρετικού Πατριάρχη Αντιοχείας. Ο Πατριάρχης αναγνώρισε τη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, διέγραψε το Σεβήρο από τα Δίπτυχα[1] και, υπό την πίεση του λαού, όρισε την επομένη, 16 Ιουλίου, ως ημέρα εορτασμού των Οικουμενικών Συνόδων.

Οι εορτασμοί πραγματοποιήθηκαν και, πάλι υπό την πίεση του λαού, ο Ιωάννης συνεκάλεσε Σύνοδο στις 20 Ιουλίου, στην οποία συμμετείχαν σαρανταένας επίσκοποι[2] και πενήντα ηγούμενοι μονών και η οποία ανακήρυξε άδικη την εκθρόνιση των Πατριαρχών Ευφημίου και Μακεδονίου, και αποφάσισε να μεταφερθούν τα οστά τους στην Κωνσταντινούπολη, κοντά σε αυτά των προκατόχων τους, Φλαβιανού, Ιωάννη του Χρυσοστόμου και Παύλου του Ομολογητού. Επίσης αποφάσισε να επανέλθουν στις επισκοπές τους όσοι εξορίστηκαν από τον Αυτοκράτορα Αναστάσιο, να αναθεματιστεί ο Σεβήρος και να εγγραφούν πάλι στα Δίπτυχα τα ονόματα του Ευφημίου, του Μακεδονίου και του Λέοντα, Πάπα Ρώμης[3].

Ο Ιωάννης κοινοποίησε τις αποφάσεις της Συνόδου στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννη Γ΄ και στον Τύρου Επιφάνιο, οι Εκκλησίες των οποίων συμμορφώθηκαν αμέσως με χαρά. Το ίδιο έπραξαν περί τις 2.500 επισκοπές, κατά τη βασιλεία του Ιουστίνου. Κατόπιν αυτών, στάλθηκε αντιπροσωπία στη Ρώμη, με επιστολή του Ιουστίνου προς τον Πάπα Ορμίσδα, με την οποία ζητούσε την επανένωση των εκκλησιών, καθώς οι Οικουμενικές Σύνοδοι είχαν αναγνωριστεί και τα ονόματα των Παπών Λέοντα και Ορμίσδα είχαν εγγραφεί ξανά στα Δίπτυχα. Κατόπιν αυτού, στις 28 Μαρτίου του 519 υπεγράφη ο λεγόμενος «Ο τύπος του Πάπα Ορμίσδα», ένα κείμενο που επιβεβαίωνε τη λήξη του ακακιανού σχίσματος (χρησιμοποιήθηκε όμως αργότερα ως απόδειξη του Παπικού Πρωτείου). Ένα άλλο σημαντικό γεγονός της Πατριαρχίας του Ιωάννη του Καππαδόκη είναι μια επιστολή λαϊκών και μοναχών της Συρίας προς αυτόν, στην οποία αποκαλείται «οικουμενικός», εβδομήντα περίπου χρόνια πριν αποδοθεί συνοδικά ο τίτλος αυτός στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως[3].

Ο Ιωάννης πέθανε τον Ιανουάριο ή Φεβρουάριο του 520[1]. Ανακηρύχθηκε άγιος και η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 25 Αυγούστου[4].

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 Μανουήλ Γεδεών, σελ. 219.
  2. Αριστείδης Πανώτης (2008). Το Συνοδικόν της εν Ελλάδι Εκκλησίας. A. Εκδόσεις Σταμούλη. σελ. 204. ISBN 978-960-8116-17-7. 
  3. 3,0 3,1 Μανουήλ Γεδεών, σελ. 220.
  4. Delehaye, Hippolyte (1902). Synaxarium Ecclesiae Costantinopolitanae (PDF). Βρυξέλλες. σελ. 924. 


τίτλοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Προκάτοχος
Τιμόθεος Α΄
Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
518-520
Διάδοχος
Επιφάνιος