that
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Αντωνυμία
[επεξεργασία]that (en) (πληθυντικός: those)
- (δεικτική αντωνυμία) αυτός/αυτή/αυτό, εκείνος/εκείνη/εκείνο, χρησιμοποιείται για την αναφορά σε ένα άτομο ή πράγμα που είναι μακριά από τον ομιλητή ή όχι τόσο κοντά στον ομιλητή όσο ένα άλλο (this είναι πιο κοντά)
- ⮡ Give me that.
- Δώσε μου αυτό/εκείνο.
- ⮡ Who is that?
- Ποιος είναι;
- ⮡ That is a nice dress.
- Αυτό είναι ωραίο φόρεμα
- ⮡ He wants both this and that.
- Θέλει κι αυτό κι εκείνο.
- ⮡ He wants both these and those.
- Θέλει κι αυτά κι εκείνα.
- ⮡ This book is better than that.
- Αυτό το βιβλίο είναι καλύτερο από εκείνο.
- ⮡ Give me that.
- αυτός (αυτή κτλ.), τέτοιος, εκεί, έτσι, τότε, το ότι, χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε αυτό που μόλις ειπώθηκε
- ⮡ That is a good idea.
- Αυτή είναι καλή ιδέα.
- ⮡ That is why I love you.
- Γι' αυτό σ' αγαπώ.
- ⮡ I was busy and that is why I did not go on an excursion.
- Ήμουν απασχολημένος και γι΄ αυτό δεν πήγα εκδρομή.
- ⮡ What did you think about that?
- Τι σκέφτηκες γι' αυτό;
- ⮡ Is that why you are mad?
- Γι' αυτό είσαι θυμωμένος;
- ⮡ What do you mean by that?
- Τι θέλεις να πεις μ' αυτό;
- ⮡ That’s what he gave me.
- Αυτό (τι να) μου έδωσε.
- ⮡ I think you’re wrong. He’s not like that.
- Νομίζω πως κάνεις λάθος. Δεν είναι τέτοιος.
- ⮡ Is that where I told you to put it?
- Εκεί σου είπα να το βάλεις;
- ⮡ That’s how you must do it.
- Έτσι (να πώς) πρέπει να το κάμεις.
- ⮡ Don’t you talk to me like that.
- Μη μου μιλάς εμένα έτσι.
- ⮡ That’s when I gave it to him.
- Τότε του το έδωσα.
- ⮡ That he admitted it is to his credit.
- Το ότι το παραδέχτηκε είναι προς τιμήν του.
- ⮡ That doesn’t make sense.
- Δεν έχει νόημα.
- ≈ συνώνυμα: this
- ⮡ That is a good idea.
- (επίσημο) εκείνος, όσοι, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε άτομα ή πράγματα συγκεκριμένου τύπου
- ⮡ There are also those against the plan.
- Είναι κι εκείνοι που αντιτίθενται στο σχέδιο.
- ⮡ All those present agreed.
- Όλοι οι παρόντες συμφώνησαν.
- ⮡ (All) those who heard him agreed.
- (Όλοι) όσοι τον άκουσαν συμφώνησαν.
- ⮡ Those who collaborate with the enemy are traitors to the country.
- Όσοι συνεργάζονται με τον εχθρό είναι προδότες της πατρίδας.
- ⮡ There are also those against the plan.
- (αναφορική αντωνυμία, πληθυντικός: that) που, όσος, ο οποίος
- ⮡ the man that came - ο άνθρωπος που ήρθε
- ⮡ the men that came - οι άνθρωποι που ήρθαν
- ⮡ the dog that was here - το σκυλί που ήταν εδώ
- ⮡ the boy (that) we saw - το αγόρι που είδαμε
- ⮡ All that happened was predetermined.
- Όλα όσα έγιναν ήταν προκαθορισμένα.
- ⮡ Everything that he told us was very enlightening.
- Ήταν πολύ διαφωτιστικά όσα μας είπε.
- ⮡ The photographs in the box, that you gave me yesterday, are gone.
- Χάθηκε το κουτί με τις φωτογραφίες, τις οποίες μου έδωσες χθες.
- → δείτε τους όρους which, who και whom
- (προφορικό) που, αντί του where και when
- ⮡ It was the day that
whenI met you.- Ήταν την ήμερα που σε συνάντησα.
- ⮡ The place that
whereI met you…- Το μέρος που σε συνάντησα…
- ⮡ It was the day that
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- that αναφέρεται σε ανθρώπους ή πράγματα. who αναφέρεται κυρίως σε ανθρώπους και which αναφέρεται κυρίως σε πράγματα.
Σύνθετα
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]that (en) (χωρίς παραθετικά)
- τόσο, σε τέτοιο βαθμό
that (en) (πληθυντικός: those)
- αυτός/αυτή/αυτό, εκείνος/εκείνη/εκείνο, χρησιμοποιείται για την αναφορά σε ένα άτομο ή ένα πράγμα που δεν είναι κοντά στο ομιλητή ή τόσο κοντά στον ομιλητή όσο ένα άλλο (this είναι πιο κοντά)
- ⮡ Take that book.
- Πάρε αυτό το βιβλίο
- ⮡ This one here or that one there?
- Αυτό εδώ ή αυτό εκεί;
- ⮡ Look at that man there/those men.
- Κοίταξε αυτόν εκεί τον άνθρωπο/εκείνους τους ανθρώπους.
- ⮡ Take that book.
- αυτός, (αυτή κτλ.), εκείνος, (εκείνη, κτλ.), χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που έχει ήδη αναφερθεί ή είναι ήδη γνωστό
- ⮡ I don’t like that friend of yours.
- Δεν μου αρέσει αυτός ο φίλος σου.
- ⮡ This book is better than that one.
- Αυτό το βιβλίο είναι καλύτερο από εκείνο.
- ⮡ I don’t like that friend of yours.
Σύνδεσμος
[επεξεργασία]that (en)
- ότι, πως, που, ώστε, για να, εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις
- ⮡ I know (that) you are a liar.
- Ξέρω ότι είσαι ψεύτης.
- ⮡ The fact that you are a liar is clear now.
- (Το) ότι είσαι ψεύτης είναι ολοφάνερο τώρα.
- ⮡ He said (that) he would go.
- Είπε πως θα πήγαινε.
- ⮡ I am sorry (that) I can’t come.
- Λυπάμαι που δεν μπορώ να έρθω.
- ⮡ I was glad (that) I saw you.
- Χάρηκα που σε είδα.
- ⮡ He came exactly at the moment (that) we needed him.
- Ήρθε ακριβώς τη στιγμή που τον είχαμε ανάγκη.
- ⮡ Now that you are leaving, do not forget us.
- Tώρα που θα φύγεις, μη μας ξεχάσεις.
- ⮡ He is so rich that…
- Είναι τόσο πλούσιος που…
- ⮡ It was such day that…
- Ήταν μια τέτοια μέρα που…
- ⮡ He’s so rich that he doesn’t have to work.
- Είναι τόσο πλούσιος ώστε δεν είναι υποχρεωμένος να δουλεύει.
- ⮡ He will probably be so drunk that he’ll be stumbling.
- Μάλλον σουρωμένος θα ΄ναι για να παραπατά.
- ⮡ I know (that) you are a liar.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]αγγλικές αντωνυμίες - English pronouns
Πηγές
[επεξεργασία]- that (pronoun) - Oxford Learner's Dictionaries
- that (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- that (determiner) - Oxford Learner's Dictionaries
- that (conjunction) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 144-145, 268, 635, 728, 763, 884. ISBN 9780194325684., λήμμα: αυτός, εκείνος, ότι, που, πως, τόσο
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Αντωνυμίες (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Δεικτικές αντωνυμίες (αγγλικά)
- Επίσημοι όροι (αγγλικά)
- Αναφορικές αντωνυμίες (αγγλικά)
- Προφορικοί όροι (αγγλικά)
- Επιρρήματα (αγγλικά)
- Επιρρήματα χωρίς παραθετικά (αγγλικά)
- Προσδιοριστές (αγγλικά)
- Σύνδεσμοι (αγγλικά)