Μετάβαση στο περιεχόμενο

subscription

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
subscription subscriptions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

subscription (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. η συνδρομή
      the purchase of a one-year subscription
      I am renewing/canceling my subscription.
    Ανανεώνω/Διακόπτω τη συνδρομή μου.
  2. (πληροφορική) η εγγραφή
      the subscription to a YouTube channel - η εγγραφή σε κανάλια YouTube