Μετάβαση στο περιεχόμενο

stylo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
stylo < περικοπή του stylographe
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: στυλό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sti.lo/
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stylo (fr) αρσενικό, πληθυντικός: des stylos)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]