Μετάβαση στο περιεχόμενο

side

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
side sides

side (en)

  1. (συνήθως ενικός) η πλευρά, η μεριά, ένα από τα δύο μισά μιας επιφάνειας, ενός αντικειμένου ή μιας περιοχής που διαιρείται με μια νοητή κεντρική γραμμή
      We’re on the east side of the city.
    Είμαστε στην ανατολική πλευρά της πόλης.
      The hall had two sides with seats and a passageway in the middle.
    Η αίθουσα είχε δύο πλευρές με καθίσματα κι ένα διάδρομο στη μέση.
      Grab the cane by the handle, because the other side is dirty.
    Πιάσε το μπαστούνι από τη λαβή, γιατί από την άλλη μεριά είναι λερωμένο.
  2. (συνήθως ενικός) η πλευρά, η μεριά, θέση ή περιοχή στα αριστερά ή στα δεξιά από κάτι
      She crossed the bridge and found herself on the other side of the river.
    Πέρασε τη γέφυρα και βρέθηκε στην άλλη πλευρά του ποταμού.
      He went to the other side of the street.
    Πήγε στην άλλη πλευρά του δρόμου.
      Something was heard on the other side of the wall.
    Κάτι ακουγόταν από την άλλη μεριά του τοίχου.
  3. το πλάι, πλαϊνός, η πλευρά, μία από τις επίπεδες επιφάνειες ενός πράγματος που δεν είναι το πάνω ή το κάτω μέρος, μπροστά ή πίσω
      There’s a scratch on the side of my car.
    Υπάρχει μια γρατζουνιά στο πλάι του αυτοκινήτου μου.
      Put the bottle on its side.
    Βάλε το μπουκάλι στο πλάι του.
      Go in through the side door.
    Μπείτε στην πλαϊνή πόρτα.
      He escaped through the side door.
    Διέφυγε από την πλαϊνή πόρτα.
      The sides of the ship are yellow.
    Τα πλαϊνά του πλοίου είναι κίτρινα.
      The right side of the car was destroyed by the collision.
    Η δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου καταστράφηκε από τη σύγκρουση.
  4. η πλευρά, οποιαδήποτε από τις επίπεδες επιφάνειες ενός πράγματος· συχνά η κατεύθυνση ορίζεται ειδάλλως συνήθως σημαίνει το πλαϊνό τμήμα
      The entrance is located on the west side of the building.
    Η είσοδος βρίσκεται στη δυτική πλευρά του κτιρίου.
      The front side of the apartment building needs painting.
    Η μπροστινή πλευρά της πολυκατοικίας θέλει βάψιμο.
      The inner sides of the box were blue.
    Οι εσωτερικές πλευρές του κουτιού ήταν μπλε.
      There are drawings on every side of the box.
    Σε κάθε πλευρά του κουτιού υπάρχουν ζωγραφιές.
  5. η πλευρά, η πλαγιά, η κάθετη ή κεκλιμένη επιφάνεια γύρω από κάτι, αλλά όχι το πάνω ή το κάτω μέρος του
      the east/west side of the mountain - η ανατολική/δυτική πλευρά του βουνού
      The city was built on the side of the hill.
    Η πόλη ήταν χτισμένη στην πλαγιά του λόφου.
      The sides of the mountain were forested/bare/full of greenery/steep.
    Οι πλαγιές του βουνού ήταν δασωμένες/γυμνές/καταπράσινες/απότομες.
     συνώνυμα: slope
  6. η άκρη του κάτι, το πλάι του κάτι
      He went to the other side of the street.
    Πήγε στην άλλη άκρη του δρόμου.
      She sat on the side of the bed.
    Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.
      The truck driver pulled over to the side of the road.
    Ο φορτηγατζής τράβηξε στο πλάι του δρόμο.
  7. (συνήθως ενικός) το πλευρό, το πλάι, το καθένα από τα πλάγια τμήματα του κορμού των ανθρώπων και των ζώων
      I have a cramp in my right side.
    Είναι πιασμένο το δεξί μου πλευρό.
      He rolled onto his side and slept.
    Έγειρε στο πλάι και κοιμήθηκε.
  8. η πλευρά, η όψη, η μεριά, οποιαδήποτε από τις δύο επιφάνειες κάποιου επίπεδου και λεπτού
      Write on both sides of the sheet.
    Γράψε και στις δύο πλευρές του φύλλου.
      Write on one side of the paper only.
    Γράψε στην μια όψη του χαρτιού μόνον.
      He turned the slab to the other side and then saw the inscription.
    Γύρισε την πλάκα από την άλλη μεριά και τότε είδε την επιγραφή.
  9. (γεωμετρία) η πλευρά, οποιαδήποτε από τις επίπεδες επιφάνειες ενός στερεού αντικειμένου
      the six sides of a cube - οι έξι πλευρές ενός κύβου
  10. (γεωμετρία) η πλευρά, οποιαδήποτε από τις γραμμές που σχηματίζουν ένα επίπεδο σχήμα, όπως ένα τετράγωνο ή ένα τρίγωνο
      the three sides of a triangle - οι τρεις πλευρές ενός τριγώνου
  11. -πλευρος, χρησιμοποιείται σε επίθετα για να δηλώσει τον αριθμό ή το είδος των πλευρών
      one-sided - μονόπλευρος
      four-sided - τετράπλευρος
      many-sided - πολύπλευρος
      a glass-sided container - δοχείο με γυάλινα τοιχώματα
  12. (μόνο ενικός) το πλευρό, πλάι, μια θέση πολύ κοντά σε κάποιον ή κάτι
      Stay close by my side.
    Μείνε κοντά στο πλευρό μου.
      Come and sit by my side.
    Έλα και κάθισε πλάι μου.
  13. η πλευρά, το μέρος, ένα από τα δύο ή περισσότερα άτομα ή ομάδες που συμμετέχουν σε μια διαμάχη, πόλεμο κτλ.
      Both sides seemed uncompromising/conciliatory in the negotiations.
    Και οι δύο πλευρές φάνηκαν ανυποχώρητες/διαλλακτικές στις διαπραγματεύσεις.
      He tried to get us on his side./He tried to get us to take his side.
    Προσπάθησε να μας πάρει με το μέρος του.
      We had the element of surprise on our side.
    Είχαμε το στοιχείο του αιφνιδιασμού με το μέρος μας.
      Whose side are you on?
    Με ποιανού το μέρος είσαι;
      Whoever’s not on our side is against us.
    Όποιος δεν είναι με το μέρος μας είναι εναντίον μας.
      An arbitrator must not take anyone’s side.
    Ο διαιτητής δεν πρέπει να παίρνει το μέρος κανενός.
      You should come over to our side.
    Πρέπει να έρθεις με το μέρος μας.
  14. η πλευρά, το μέρος, μία από τις απόψεις ή τις στάσεις που έχει κάποιος σε μια διαμάχη, μια επιχειρηματική συμφωνία κτλ.
      Let the other side’s point of view be heard.
    Ας ακουστεί και η άποψη της άλλης πλευράς.
      We heard both sides of the argument.
    Ακούσαμε και τις δύο πλευρές του επιχειρήματος.
      Will you keep your side of the deal?
    Θα κρατήσεις τη δική σου πλευρά της συμφωνίας;
      Why didn’t you take my side?
    Γιατί δεν πήρες το μέρος μου;
      On the plus side, the movie is beautifully shot and edited.
    Στα θετικά, η ταινία είναι όμορφα γυρισμένη και μονταρισμένη.
  15. η πλευρά, η όψη, η άποψη, ειδικά για μια κατάσταση ή τον χαρακτήρα ενός ατόμου
      the comedic/tragic side of the story - η κωμική/τραγική πλευρά της ιστορίας
      He sees everything from the bright side.
    Τα βλέπει όλα από την εύθυμη/την ευχάριστη πλευρά.
      They consider everything from the ugly/unpleasant side.
    Τα παίρνουν όλα από την άσχημη/τη δυσάρεστη πλευρά.
      Every issue has two sides.
    Το κάθε ζήτημα έχει δύο πλευρές.
      We’re examining the issue from all sides/from every side.
    Εξετάζουμε το θέμα από όλες τις πλευρές/από κάθε πλευρά.
      He showed his good/bad side.
    Έδειξε την καλή/κακή πλευρά του.
      She has a nasty side to her.
    Έχει μια άσχημη πλευρά.
      There are many sides to the problem.
    Το πρόβλημα έχει πολλές όψεις.
      The examined the matter from various sides.
    Εξέτασαν το ζήτημα από διάφορες απόψεις.
     συνώνυμα: angle
  16. η ομάδα, η παράταξη
      We’re on the same side.
    Είμαστε στην ίδια παράταξη.
      I’m on the winning side/on the losing side.
    Είμαι με τους κερδισμένους/με τους χαμένους.
  17. (αμερικανική σημασία, ανεπίσημο) το συνοδευτικό, το συνοδευτικό πιάτο, φαγητό που συνοδεύει το κύριο πιάτο σε ένα γεύμα
      grilled salmon with potatoes and vegetables as sides - ψητός σολομός με πατάτες και λαχανικά ως συνοδευτικά
     συνώνυμα: side dish
  18. η μεριά, το τμήμα της οικογένειάς μου στο οποίο ανήκουν άνθρωποι που έχουν σχέση είτε με τη μητέρα μου είτε με τον πατέρα μου
      We are relatives on my father’s side.
    Είμαστε συγγενείς από τη μεριά του πατέρα μου.

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

side (en)

  •  δείτε το phrasal verb side with



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

side (da)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

side (fy)

  1. η σελίδα
  2. το μετάξι