plecy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈplɛt͡s̑ɨ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

plecy (pl) μη αρρενοπροσωπικό, μόνο στον πληθυντικό

  1. η πλάτη με τις έννοιες:
    (ανατομία) το πίσω μέρος του ανθρώπινου σώματος από τη μέση μέχρι τον αυχένα
    το πίσω μέρος κάποιου ρούχου
    (μεταφορικά) οι πλάτες (η υποστήριξη)

Συγγενικά

[επεξεργασία]