lördag
Εμφάνιση
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- lördag < παλαιά σουηδικά løghardagher < παλαιά νορβηγική laugardagr < πρωτογερμανική *laugōz dagaz
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lördag (sv)