jogging
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]jogging (en)
- το τρέξιμο με σταθερό ρυθμό για σωματική άσκηση
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]jogging (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του jog
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]jogging (fr)
- το τρέξιμο