gripping

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός gripping
συγκριτικός more gripping
υπερθετικός most gripping

gripping (en)

  • συναρπαστικός, ενδιαφέρον με τρόπο που κρατά την προσοχή μου
    ⮡  gripping stories of adventure - συναρπαστικές ιστορίες περιπετειών
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exciting

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

gripping (en)