gâchette
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- gâchette < gâche
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gâchette | gâchettes |
gâchette (fr) θηλυκό
- μεταλλικό εξάρτημα που συγκρατεί κλειστή τη γλώσσα μιας κλειδαριάς
- σε ένα πιστόλι, εξάρτημα που ακινητοποιεί τη σκανδάλη
- ηλεκτρόδιο που κατευθύνει ορισμένα ημιαγωγά κυκλώματα