flamme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: flammé, Flamme
      ενικός         πληθυντικός  
flamme flammes

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
flamme < flamma < λατινική flamma

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /flam/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

flamme (fr) θηλυκό

  1. η φλόγα
  2. κατ' αναλογία με την επιμήκη κυματιστή μορφή μιας φλόγας
    1. (ιστορία) μικρό ύφασμα με δύο αιχμές που κυμάτιζε πάνω σε μια λόγχη ή ιστό πλοίου
    2. μακρόστενη σημαία
    3. μακρύς κυματιστός αρχιτεκτονικός διάκοσμος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

flamme (da)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

flamme (no)