fair

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός fair
συγκριτικός fairer
υπερθετικός fairest

fair (en)

  1. δίκαιος, έντιμος, σύμφωνος με τους κανόνες
    ⮡  It isn’t fair!
    Δεν είναι δίκαιο!
    ⮡  The terms of the settlement seem fair.
    Οι όροι του διακανονισμού φαίνονται δίκαιοι.
     αντώνυμα: unfair
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) αρκετός, αρκετά μεγάλο σε αριθμό, μέγεθος ή ποσότητα
    ⮡  A fair number of people gathered at the event.
    Στην εκδήλωση μαζεύτηκε αρκετός κόσμος.
    ⮡  He spent a fair amount of money for it to go well.
    Για να γίνει καλά ξόδεψε αρκετά χρήματα.
     συνώνυμα: → δείτε την έκφραση quite a few
  3. καθαρός, αθώος
  4. ανοιχτόχρωμος
  5. μέτριος, ικανοποιητικός (ούτε κακός ούτε άριστος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fair fairs

fair (en)

  1. έκθεση, συμπόσιο, συνέδριο, γεγονός, ιβέντ, φεστιβάλ, σόου