exciting

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪkˈsaɪtɪŋ/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός exciting
συγκριτικός more exciting
υπερθετικός most exciting

exciting (en)

  • συναρπαστικός, που προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον ή ενθουσιασμό
    ⮡  The end of the race was exciting.
    Το τέλος της κούρσας ήταν συναρπαστικό.
    ⮡  It is exciting to swim with dolphins.
    Είναι συναρπαστικό να κολυμπάς μαζί με δελφίνια.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

exciting (en)