Βαθύκοιλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Βαθύκοιλο | τα | Βαθύκοιλα |
γενική | του | Βαθύκοιλου | των | Βαθύκοιλων |
αιτιατική | το | Βαθύκοιλο | τα | Βαθύκοιλα |
κλητική | Βαθύκοιλο | Βαθύκοιλα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vaˈθi.ci.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐θύ‐κοι‐λο
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βαθύκοιλο ουδέτερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- Βαθύκοιλον (καθαρεύουσα)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια με πρόθημα βαθύ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Φθιώτιδας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Φθιώτιδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)