Μετάβαση στο περιεχόμενο

economy

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
economy economies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

economy (en)

  1. η οικονομία, η σχέση μεταξύ παραγωγής, εμπορίου και προσφοράς χρήματος σε μια συγκεκριμένη χώρα ή περιοχή
      the growth of our economy - η ανάπτυξη της οικονομίας μας
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η οικονομία, η αποφυγή της σπατάλης
      fuel economy - οικονομία στα καύσιμα