Μετάβαση στο περιεχόμενο

deep

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός deep
συγκριτικός deeper
υπερθετικός deepest

deep (en)

  1. βαθύς, που έχει βάθος
      The tower is surrounded by a deep moat.
    Ο πύργος περιβάλλεται από βαθιά τάφρο.
      a deep wound - βαθιά πληγή
      The river gets deep here.
    Το ποτάμι βαθαίνει εδώ.
     αντώνυμα: shallow
  2. χρησιμοποιείται για να περιγράψει το βάθος κάτι
      The river is 6 feet deep (=The river has a depth of 6 feet.)
    Ο ποταμός έχει 6 πόδια βάθος.
  3. (σε επίθετα) είμαι βουτηγμένος σε κάτι μέχρι συγκεκριμένο βάθος
      I am ankle-deep in mud.
    Είμαι βουτηγμένος στη λάσπη ως τον αστράγαλο.
      We were knee-deep in the snow.
    Ήμασταν βουτηγμένοι στο χιόνι ως τα γόνατα.
  4. βαθύς, που εισπνέει ή εκπνέει πολύ αέρα
      a deep sigh - βαθύς αναστεναγμός
  5. βαθύς, για ύπνο
      a deep sleep - βαθύς ύπνος
     αντώνυμα: light
  6. βαθύς, σκούρος, για χρώματα
      deep blue/red - βαθύ μπλέ/κόκκινο
     συνώνυμα: dark
     αντώνυμα: pale
  7. βαθύς, για ήχους
      a deep voice/note - βαθιά φωνή/νότα
  8. βαθύς, για αισθήματα
      deep appreciation/emotion/sadness/concern - βαθιά εκτίμηση/συγκίνηση/θλίψη/ανησυχία
  9. βαθύς, μεγάλος, εξαιρετικός ή σοβαρός
      The country is in a deep economic recession.
    Η χώρα βρίσκεται σε βαθιά/σοβαρή οικονομική ύφεση.
      He is in deep trouble.
    Είναι σε μεγάλα μπλεξίματα.
      We are now in deep trouble.
    Τώρα μπλέξαμε άσχημα.
  10. βαθύς, που δείχνει μεγάλη γνώση ή κατανόηση
      He has a deep knowledge of the classics.
    Έχει βαθιά γνώση των κλασικών.
  11. βαθύς, που είναι δυσνόητος
      He always sought a deeper meaning in everything.
    Πάντα αναζητούσε ένα βαθύτερο νόημα σε όλα.
     συνώνυμα: profound
  12. βαθύς, βουτηγμένος, είμαι απορροφημένος σε κάτι
      deep in thought - σε βαθιά σκέψη
      He’s deep in debt.
    Είναι βουτηγμένος στα χρέη.
      I am deep into this book.
    Είμαι απορροφημένος σε αυτό το βιβλίο.

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός deep
συγκριτικός deeper
υπερθετικός deepest

deep (en)

  • βαθιά
      deep in his heart - βαθιά στην καρδιά του
      with her hands deep in her pockets - με τα χέρια βαθιά μέσα στις τσέπες της
      deep into the night - βαθιά μέσα στη νύχτα
      Breathe deep.
    Ανάπνευσε βαθιά.
      He went deep into the forest.
    Προχώρησε βαθιά μέσα στο δάσος.
     συνώνυμα: deeply

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

deep (en)