consumption
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]consumption (en) (μη μετρήσιμο)
- η κατανάλωση
- ⮡ The boost in the public’s purchasing power will increase consumption.
- Η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης του κοινού, θα αυξήσει την κατανάλωση.
- ⮡ The boost in the public’s purchasing power will increase consumption.
- (παρωχημένο) η φθίση