coffre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
coffre | coffres |
coffre (fr) αρσενικό
- το κιβώτιο, η κασέλα, το σεντούκι, το μπαούλο
- il a mis les bouquins dans un coffre de bois
- το πορτμπαγκάζ
- tous les bagages sont dans le coffre