cire
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cire | cires |
cire (fr) θηλυκό
- το κερί
- ⮡ le musée Grévin présente des dizaines de personnages de cire
- το μουσείο Grévin παρουσιάζει δεκάδες κέρινα αγάλματα
- ⮡ le musée Grévin présente des dizaines de personnages de cire
Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
musée Grévin στη γαλλική Βικιπαίδεια