capital

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
capital < μέση αγγλική capital < λατινική capitalis

Επίθετο

[επεξεργασία]

capital (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) κεφαλαίος, για γράμματα
    ⮡  Fill out the applications with capital letters.
    Συμπληρώστε τις αιτήσεις με κεφαλαία γράμματα.
  2. κεφαλικός, που αναφέρεται στη θανατική ποινή
    ⮡  capital punishment - κεφαλική ποινή (ποινή θανάτου)
    ⮡  capital crime - έγκλημα που επισύρει τη θανατική ποινή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
capital capitals

capital (en)

  1. η πρωτεύουσα, η πόλη στην οποία εδρεύει η κυβέρνηση μιας χώρας, μιας πολιτείας, κτλ.
    ⮡  Athens is the capital of Greece.
    Η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας.
  2. το κεφαλαίο γράμμα
    ⮡  Fill out the applications with capitals.
    Συμπληρώστε τις αιτήσεις με κεφαλαία γράμματα.
     συνώνυμα: capital letter, cap
  3. (μη μετρήσιμο, οικονομία) το κεφάλαιο
    ⮡  They committed to supporting the business with their own capital.
    Ανέλαβαν να υποστηρίξουν με δικά τους κεφάλαια την επιχείρηση.
  4. (αρχιτεκτονική) το κιονόκρανο



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
capital capitaux

capital (fr)

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό capital capitaux
θηλυκό capitale capitales

capital (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]