bed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bed beds

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bed (en)

  1. (έπιπλο) το κρεβάτι, η κλίνη
    ⮡  I make/unmake the bed.
    Στρώνω/ξεστρώνω το κρεβάτι.
    ⮡  How many beds does the hotel have available?
    Πόσα κρεβάτια διαθέτει το ξενοδοχείο;
    ⮡  They donated ten (hospital) beds to the hospital.
    Χάρισαν δέκα κλίνες στο νοσοκομείο.
    ⮡  a hotel with five hundred and fifty beds - ξενοδοχείο πεντακοσίων πενήντα κλινών
  2. ο βυθός, ο πάτος, ο πυθμένας ενός ποταμού, η θάλασσα κτλ.
    ⮡  on the seabed - στο βυθό/πάτο της θάλασσας
    ⮡  the river bed - ο πυθμένας ποταμού
     συνώνυμα: bottom

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bed (ang)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bed (af)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bed (nl) ουδέτερο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]