apart
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]apart (en)
- χωριστά, χώρια
- ⮡ They live apart.
- Ζούνε χωριστά/χώρια.
- ⮡ They live apart.
- για να δηλωθεί η απόσταση που χωρίζει δύο πράγματα