Brot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Brot | die | Brote |
γενική | des | Brots Brotes |
der | Brote |
δοτική | dem | Brot Brote |
den | Broten |
αιτιατική | das | Brot | die | Brote |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- Brot < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική brōt < παλαιά άνω γερμανική brōt < πρωτογερμανική *braudą [1] [2] (συγγενές με το αγγλικό bread)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Brot (de) ουδέτερο
- (τρόφιμο) το ψωμί
- ⮡ Das Brot ist frisch aus dem Ofen.
- Το ψωμί είναι φρέσκο από τον φούρνο.
- ⮡ Das Brot ist frisch aus dem Ofen.
- (συνεκδοχικά) ένα κομμάτι ή μια φέτα ψωμιού
- (μεταφορικά) ο βιοπορισμός, το μεροκάματο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- Brot < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Brot αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [1]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Brot < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Brot αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [2]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ουδέτερα (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Τρόφιμα (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (γερμανικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (ιταλικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (ιταλικά)