τσάτνεϊ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈt͡sat.ne.i/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσάτ‐νε‐ϊ
Ουσιαστικό
τσάτνεϊ ουδέτερο
- (γαστρονομία) γλυκό ή αλμυρό αλλά συνήθως πικάντικο καρύκευμα, με προέλευση από την ανατολική Ινδία, το οποίο παρασκευάζεται από διάφορα φρούτα ή/και λαχανικά και συνήθως περιέχει σημαντικές ποσότητες φρέσκων πράσινων ή αποξηραμένων κόκκινων πιπεριών τσίλι
- ※ Τα τσάτνεϊ δεν διαφέρουν και πολύ από τις μαρμελάδες, τουλάχιστον ως προς τον τρόπο παρασκευής, αφού και αυτά προϋποθέτουν βράσιμο των φρούτων στην κατσαρόλα μαζί με ζάχαρη ή σιρόπι ή κάποιο άλλο υγρό (π.χ. ξίδι ή κρασί), το οποίο θα σχηματίσει σιρόπι κατά τη διάρκεια του βρασμού.
- Οι καυτερές «μαρμελάδες», Η Καθημερινή, 3 Μαΐου 2019
- ※ Τα τσάτνεϊ δεν διαφέρουν και πολύ από τις μαρμελάδες, τουλάχιστον ως προς τον τρόπο παρασκευής, αφού και αυτά προϋποθέτουν βράσιμο των φρούτων στην κατσαρόλα μαζί με ζάχαρη ή σιρόπι ή κάποιο άλλο υγρό (π.χ. ξίδι ή κρασί), το οποίο θα σχηματίσει σιρόπι κατά τη διάρκεια του βρασμού.
Δείτε επίσης
- τσάτνεϊ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
τσάτνεϊ
Αναφορές
- ↑ τσάτνεϊ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Φωνητικές αποδόσεις από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα χίντι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)