coupable
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- coupable < corpable < λατινική corpabilis < ρίζα culpa
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
coupable | coupables |
coupable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
coupable | coupables |
coupable (fr) αρσενικό ή θηλυκό