coupable

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 16:11, 13 Δεκεμβρίου 2023 από τον Llevantine (συζήτηση | συνεισφορές) (Επίθετο)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
coupable < corpable < λατινική corpabilis < ρίζα culpa

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ku.pabl/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
coupable coupables

coupable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]