Βυζαντινο-Σελτζουκικοί Πόλεμοι
Οι Βυζαντινο-Σελτζουκικοί πόλεμοι ήταν μία σειρά αποφασιστικών μαχών, που μετέφεραν την ισορροπία δυνάμεων στη Μικρά Ασία και τη Συρία από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στους Σελτζούκους. Κατευθυνόμενοι από τις στέπες της Κεντρικής Ασίας οι Σελτζούκοι επαναλάμβαναν τακτικές, που είχαν εφαρμοστεί από τους Ούννους εκατοντάδες χρόνια νωρίτερα εναντίον ενός παρόμοιου Ρωμαίου αντιπάλου, αλλά τώρα τις συνδύαζαν με τον νεόκοπο ισλαμικό ζήλο. Με πολλούς τρόπους, οι Σελτζούκοι επανέλαβαν τις κατακτήσεις των μουσουλμάνων στους Βυζαντινο-Αραβικούς πολέμους που είχαν ξεκινήσει οι Ρασιντούν (=πρώτοι) χαλίφες, οι Ομμεϋάδες και οι Αββασίδες χαλίφες στην Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική και τη Μικρά Ασία.[1]
Η Μάχη του Μαντζικέρτ του 1071 θεωρείται ευρέως ως το σημείο καμπής ενάντια στους Βυζαντινούς στον πόλεμο τους εναντίον των Τούρκων. Ωστόσο, ο Βυζαντινός στρατός ήταν αμφιβόλου ποιότητας πριν από το 1071 με τακτικές τουρκικές επιδρομές να υπερκερνούν το παρωχημένο σύστημα Θεμάτων. Ακόμα και μετά το Μαντζικέρτ, η Βυζαντινή κυριαρχία στη Μικρά Ασία δεν έπαυσε, ούτε έγιναν βαριές παραχωρήσεις από τους Τούρκους στους αντιπάλους τους -χρειάστηκαν άλλα 20 χρόνια πριν οι Τούρκοι ελέγξουν ολόκληρη τη χερσόνησο της Ανατολίας ��αι όχι για πολύ.[2]
Κατά τη διάρκεια του πολέμου οι Σελτζούκοι Τούρκοι και οι σύμμαχοί τους επιτέθηκαν στο Φατιμιδικό Χαλιφάτο της Αιγύπτου, καταλαμβάνοντας την Ιερουσαλήμ και καταλύοντας το κάλεσμα για την Α΄ Σταυροφορία. Η βοήθεια των Σταυροφόρων στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία συνδυάστηκε με προδοσία και λεηλασίες από μέρους των Λατίνων, αν και σημειώθηκαν σημαντικά κέρδη για τους Βυζαντινούς στην Α΄ Σταυροφορία. Μέσα σε εκατό χρόνια από το Μαντζικέρτ, οι Κομνηνοί είχαν διώξει με επιτυχία τους Τούρκους από τις ακτές της Μικράς Ασίας και είχαν επεκτείνει την επιρροή τους μέχρι την Παλαιστίνη και ακόμη και την Αίγυπτο. Αργότερα, οι Βυζαντινοί δεν μπόρεσαν να λάβουν άλλη βοήθεια και η Δ΄ Σταυροφορία οδήγησε ακόμη και στην άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204. Πριν τελειώσει η σύγκρουση, οι Σελτζούκοι κατάφεραν να πάρουν περισσότερο έδαφος από την αποδυναμωμένη Αυτοκρατορία της Νίκαιας έως ότου το ίδιο το σουλτανάτο καταληφθεί από τους Μογγόλους, οδηγώντας στην άνοδο των γαζήδων και τους τελικούς Βυζαντινο-Οθωμανικούς πολέμους.[3]
Προέλευση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η μακρινή προέλευση των πολέμων έγκειται στον σχηματισμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από την κατάρρευση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον 4ο αιώνα. Πριν από τον μετασχηματισμό της σε Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τον 3ο αι. η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αντιμετώπισε μία σοβαρή στρατιωτική και πολιτική κρίση. Οι πολιτικές δολοφονίες και η επικίνδυνες εκστρατείες οδήγησαν 32 αυτοκράτορες να καταλάβουν και να χάσουν την εξουσία μέσα σε 50 χρόνια ρωμαϊκής ιστορίας.[4] Τα ζητήματα επιδεινώθηκαν με οικονομικά και δημογραφικά προβλήματα. Ο πληθυσμός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας άρχισε να μειώνεται τον 4ο αι. λόγω της έλλειψης κατακτήσεων, που οδηγούσαν στην έλλειψη σκλάβων, μίας ζωτικής σημασίας και σημαντικής ομάδας ανθρώπων στην Αυτοκρατορία. Μεταρρυθμίσεις από Αυτοκράτορες όπως ο Κωνσταντίνος Α΄ και ο Θεοδόσιος Α΄ επέκτειναν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αλλά παρόλα αυτά η Αυτοκρατορία χωρίστηκε σε Ανατολικό και Δυτικό μισό το 395 μ.Χ.[5] Το Δυτικό Μισό (Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία) επλήγη από βαρβαρικές επιδρομές και κατέρρευσε το 476 μ.Χ. ενώ το Ανατολικό Μισό επέζησε και άρχισε να εξελληνίζεται, μετατρεπόμενο σε αυτό που οι ιστορικοί χαρακτηρίζουν σήμερα ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία.[4] Σε αντίθεση με το Δυτικό Μισό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το Ανατολικό Μισό γνώρισε λιγότερες βαρβαρικές επιδρομές, αν και οι συναντήσεις με τους Ούννους και τους Πέρσες κράτησαν τους Βυζαντινούς αρκετά απασχολημένους από το να κάνουν σοβαρές προσπάθειες ανάκαμψης στη Δύση.
Τον 7ο και 8ο αιώνα, οι Βυζαντινοί γνώρισαν αρκετές συντονισμένες αραβικές εισβολές χάνοντας αρκετές ζωτικές επαρχίες, όπως την Αίγυπτο και το Λεβάντε. Μια Βυζαντινή αναζωπύρωση υπό τη Μακεδονική δυναστεία επέτρεψε στους Βυζαντινούς να ανακαταλάβουν τμήματα της Συρίας και της Μεσοποταμίας. Ιδιαίτερα ήταν οι προσπάθειες του Βασιλείου Β΄, ο οποίος από τα τέλη του 10ου αι. έως τις αρχές του 11ου αι. μετέτρεψε την Αυτοκρατορία στο πιο ισχυρό κράτος στον Μεσαιωνικό Κόσμο.[6]
Παρ' όλα αυτά, οι Βυζαντινοί δεν ήταν καθόλου ασφαλείς. Οι δεκαετίες μετά το τέλος του Βασιλείου Β΄ είδαν μία μακρά σειρά κρίσεων και μία σοβαρή αποδυνάμωση της Αυτοκρατορικής εξουσίας και της στρατιωτικής δύναμης. Αυτές περιελάμβαναν μία κρίση διαδοχής και μία σειρά αδύναμων Αυτοκρατόρων, υπό την αυξανόμενη επιρροή των γραφειοκρατών στην Κωνσταντινούπολη. Ταυτόχρονα οι προσπάθειες περιορισμού των φιλόδοξων επαρχιακών αριστοκρατών, που διατηρούνταν στο επίκεντρο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βασίλειου Β’, απέτυχαν. Με τις επιτυχίες του προηγούμενου αιώνα, το Βυζαντινό κράτος είχε αποκτήσει περισσότερη γη και πλούτο. Τα πολεμικά λάφυρα έφεραν τον πλουτισμό της στρατιωτικής αριστοκρατίας. Όλο και περισσότερες εκτάσεις που ανήκαν σε ελεύθερους αγρότες, τέθηκαν υπό τον έλεγχο των δυνατών (γαιοκτημόνων) με ποικίλα μέσα: από την αγορά έως τον εκφοβισμό και την πλήρη ληστεία. Μία σημαντική συνέπεια αυτού ήταν η μείωση του διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού, για να υπηρετήσει στους αυτοκρατορικούς στρατούς. Σε αυτό προστέθηκε η εσωτερική αντιπαλότητα μεταξύ των γραφειοκρατών και της στρατιωτικής αριστοκρατίας. Οι γραφειοκράτες προσπάθησαν να μειώσουν τη δύναμη και την πιθανότητα των αριστοκρατών να ξεκινήσουν εξεγέρσεις, απαλλάσσοντας το στρατιωτικό καθήκον των γεωργών με την εξαγορά του. Αυτό επιβάρυνε περαιτέρω τη μείωση του ανθρώπινου δυναμικού, που απαιτείτο για την υπεράσπιση του αυτοκρατορικού εδάφους. Οι φατρίες βασίζονταν όλο και περισσότερο σε μισθοφόρους, αλλά αυτοί οι πολύ φιλόδοξοι στρατιώτες ήταν αναξιόπιστοι και άνομοι.
Για τα είκοσι χρόνια πριν από το 1070, σχεδόν κάθε χρόνο σημειωνόταν τουλάχιστον μία μεγάλη εξέγερση, συμπεριλαμβανομένης μίας μεγάλης εξέγερσης των Αρμενίων. Αυτό προκάλεσε τη δημιουργία στρατιωτικών στρατευμάτων δυτικά ή ανατολικά ανάλογα με την εξέγερση και άνοιξε τα σύνορα σε εισβολές από επιδρομείς, όπως ��ι Νορμανδοί της Σικελίας, οι Τούρκοι ιππείς από την Κεντρική Ασία ή οι μισθοφόροι που περιπλανώντο στο κράτος. Επιπλέον, ένας συνδυασμός ανταγωνισμού, αντιπαλότητας και προδοσίας μεταξύ των διεκδικητών του αυτοκρατορικού θρόνου έκανε το κράτος να παραλύει αμυντικά, για να αντιμετωπίσει τα πολλά εσωτερικά ζητήματα που αντιμετώπιζε το κράτος.
Μέχρι το 1070 κατά τη διάρκεια της πορείας στο Μαντζικέρτ, το Βυζαντινό κράτος ήταν σε πολύ επισφαλή θέση σε μεγάλο βαθμό από εσωτερικές αιτίες, ακόμη και στα πρόθυρα της κατάρρευσης και δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την Αυτοκρατορία από εξωτερικές απειλές. Για την Αυτοκρατορία, μεγαλύτερη απειλή από τις αραβικές εισβολές ήταν οι Σελτζούκοι. Οι Τούρκοι έμοιαζαν πολύ με τους πρώην εχθρούς των Βυζαντινών, τους Ούννους. Συνδυάζοντας τις εξαιρετικές ικανότητες ιππασίας τους με τον ισλαμικό ζήλο, οι Σελτζούκοι επρόκειτο να γίνουν ένας τρομερός εχθρός για ένα χριστιανικό κράτος.
Καθώς οι Βυζαντινοί προχωρούσαν εναντίον των Αράβων τον 10ο αιώνα, η Περσία κυβερνιόταν από τους Γαζναβίδες, έναν άλλο τουρκικό λαό. Η μετανάστευση των Σελτζούκων Τούρκων νότια, στην Περσία τον 10ο αιώνα, οδήγησε στην ανατροπή των Γκαζναβιδών. Εκεί εγκαταστάθηκαν και υιοθέτησαν την περσική γλώσσα και τα έθιμα.[8] Η πρώτη συνάντηση με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν στη Μάχη του Καπετρόν το 1048, στην οποία ο συνδυασμένος Βυζαντινο-Γεωργιανός στρατός κέρδισε μία τακτική νίκη. Παρ' όλα αυτά, οι Σελτζούκοι δημιούργησαν έναν ισχυρό τομέα και κατέλαβαν τη Βαγδάτη το 1055 από το Χαλιφάτο των Αββασιδών.[9] Οι Αββασίδες ήταν στο εξής μία απλή παρουσία στον ισλαμικό κόσμο. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι, υποκινούμενοι από την προηγούμενη επιτυχία τους, εξαπέλυσαν τώρα επίθεση στο Λεβάντε και κατά της Φατιμιδικής Αιγύπτου, η οποία έχασε την Ιερουσαλήμ το 1071.[10]
Όταν οι Σελτζούκοι Τούρκοι συνάντησαν τους Βυζαντινούς, είχαν επιλέξει μία καλή στιγμή για να επιτεθούν. Το Βυζάντιο είχε αδύναμη διακυβέρνηση, απειλείτο από επιθέσεις Νορμανδών[11] και είχε με το Σχίσμα αποκοπεί από τη Δύση, ενώ το Χαλιφάτο των Αββασιδών είχε πρόσφατα αποδυναμωθεί σοβαρά με τους πολέμους του εναντίον της δυναστείας των Φατιμιδών.[12]
Αρχικές συγκρούσεις: 1064–1071
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από τις αρχές του 11ου αιώνα, οι Σελτζούκοι Τούρκοι από την κεντρική Ασία επεκτείνοντο προς τα δυτικά,[13] νικώντας διάφορες αραβικά τμήματα στρατού και καταλαμβάνοντας τη βάση ισχύος του χαλιφάτου Αββασιδών στη Βαγδάτη.[14] Ταυτόχρονα, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε μερικά κέρδη στην Έδεσσα και τη Συρία. Το 1067 οι Σελτζούκοι Τούρκοι εισέβαλαν στη Μικρά Ασία, επιτέθηκαν στην Καισάρεια και το 1069 στο Ικόνιο.[15] Μία Βυζαντινή αντεπίθεση το 1069 έδιωξε τους Σελτζούκους Τούρκους από αυτά τα εδάφη. Περαιτέρω επιθέσεις του Βυζαντινού στρατού οδήγησαν τους Τούρκους πίσω στον Ευφράτη.[16]
Παρ' όλα αυτά, οι Σελτζούκοι Τούρκοι συνέχισαν τις εισβολές τους στη Μικρά Ασία, καταλαμβάνοντας το Μαντζικέρτ. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ρωμανός Δ΄ Διογένης οδήγησε έναν στρατό, σε μία προσπάθεια να επιτύχει ένα αποφασιστικό χτύπημα εναντίον των Σελτζούκων και να προσθέσει κάποια στρατιωτική αιτιολόγηση στην κυριαρχία του (που είχε δει την Νορμανδική κατάκτηση της Νότιας Ιταλίας). Κατά τη διάρκεια της πορείας ο Αλπ Αρσλάν, ο αρχηγός των Σελτζούκων Τούρκων, αποχώρησε από το Μαντζικέρτ. Η τακτική απόσυρσή του επέτρεψε στον στρατό του να πιάσει σε ενέδρα τους Βυζαντινούς, κερδίζοντας την αποφασιστική μάχη του Μαντζικέρτ στις 26 Αυγούστου 1071.[17] Η ίδια η νίκη οδήγησε σε λίγα κέρδη για τους Σελτζούκους Τούρκους εκείνη τη στιγμή, αλλά το εμφύλιο χάος που είχε ως αποτέλεσμα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία επέτρεψε στους Σελτζούκους και διάφορους άλλους Τούρκους συμμάχους τους να εισρεύσουν στη Μικρά Ασία.[18]
Τουρκικές κατακτήσεις: 1071–1096
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τον Μαντζικέρτ, οι Σελτζούκοι Τούρκοι επικεντρώθηκαν στα ανατολικά εδαφικά τους κέρδη, τα οποία απειλήθηκαν από τη δυναστεία των Φατιμιδών στην Αίγυπτο, αν και ο Αλπ Αρσλάν ενθάρρυνε άλλους συμμάχους Τούρκους και υποτελείς να εγκαταστήσουν εμιράτα (beylik) στη Μικρά Ασία.[2] Πολλοί Βυζαντινοί εκείνη τη στιγμή δεν θεωρούσαν τη νίκη ως μία πλήρη καταστροφή και όταν οι Τούρκοι άρχισαν να καταλαμβάνουν την ύπαιθρο στη Μ. Ασία άρχισαν να φυλάσσουν και τις Βυζαντινές πόλεις, όχι ως ξένοι κατακτητές, αλλά ως μισθοφόροι που ζητήθηκαν από διάφ��ρες βυζαντινές μερίδες: ένας Βυζαντινός Αυτοκράτορας έδωσε ακόμη και την άμυνα της πόλης της Νίκαιας στους εισβολείς Τούρκους το 1078.[19]
Το αποτέλεσμα του εμφυλίου πολέμου σήμαινε ότι οι διεκδικητές του Βυζαντινού θρόνου ζητούσαν τουρκική βοήθεια, παραχωρώντας Βυζαντινό έδαφος. Η απώλεια αυτών των πόλεων όπως η Νίκαια και μία άλλη ήττα στη Μ. Ασία οδήγησε σε παράταση του πολέμου. Η εμφύλια σύγκρουση τελείωσε τελικά όταν ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, ο οποίος οδήγησε τους Αυτοκρατορικούς στρατούς για να νικήσει τις εξεγέρσεις στη Μ. Ασία, έκανε ο ίδιος εξέγερση και κατέλαβε τον Βυζαντινό θρόνο το 1081. Παρά τις επείγουσες μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν από τον Αλέξιο Α΄, η Αντιόχεια και η Σμύρνη χάθηκαν το 1084.[1] Ωστόσο, μεταξύ 1078 και 1084 η πόλη είχε στα χέρια του Φιλάρετου Μπραχαμιού, Αρμένιου αποστάτη. Μέχρι το 1091, χάθηκαν και οι λίγες βυζαντινές πόλεις στη Μ. Ασία που κληρονόμησε ο Αλέξιος Α΄. Ωστόσο όλα δεν έπρεπε να τελειώσουν με ήττα για το Βυζάντιο: το 1091 μία συνδυασμένη εισβολή Σελτζούκων και Πετσενέγκων με πολιορκία της Κωνσταντινούπολης ηττήθηκε πλήρως, ενώ οι Νορμανδικές επιδρομές είχαν ανασταλεί, επιτρέποντας επίσης στην Αυτοκρατορία να εστιάσει τις ενέργειές της εναντίον των Τούρκων. Οι Βυζαντινοί μπόρεσαν έτσι να ανακτήσουν τα νησιά του Αιγαίου από τον Τζαχά και να καταστρέψουν τον στόλο του, ακόμη να ανακτήσουν τη νότια ακτογραμμή της θάλασσας του Μαρμαρά το 1094.
Το 1094 ο Αλέξιος Κομνηνός έστειλε ένα μήνυμα στον πάπα Ουρβανό Β΄ ζητώντας όπλα, εφόδια και εξειδικευμένα στρατεύματα. Στη Σύνοδο του Κλερμόν το 1095, ο Πάπας κήρυξε μία Σταυροφορία που έπρεπε να αναληφθεί για να καταληφθεί η Ιερουσαλήμ και στην πορεία να βοηθήσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που δεν μπορούσε πλέον να προστατεύσει τον Χριστιανικό κόσμο στην Ανατολή από την ισλαμική επιθετικότητα.[20] Αν και οι Σταυροφορίες θα βοηθούσαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στην ανάκτηση πολλών ζωτικών πόλεων της Μ. Ασίας, οδήγησε επίσης στη διάλυση της Αυτοκρατορίας το 1204, χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι Βυζαντινοί αγωνίστηκαν να κρατήσουν τα εδάφη τους.
Επιβιώνει το Βυζάντιο: 1096–1118
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι πρώτοι Σταυροφόροι έφτασαν το 1096 μετά από έκκληση του Αλεξίου Α΄ στη Δύση.[21] Η συμφωνία μεταξύ των Βυζαντινών και των Σταυροφόρων ήταν ότι όλες οι Βυζαντινές πόλεις που θα καταλαμβάνοντο από τους Τούρκους, θα αποδοθούν στην Αυτοκρατορία.[21]
Αυτό ήταν επωφελές για τους Σταυροφόρους, καθώς σήμαινε ότι δεν χρειαζόταν να φυλάσσουν πόλεις και να χάσουν τη δύναμη των στρατευμάτων, διατηρώντας παράλληλα τις γραμμές εφοδιασμού τους. Οι Βυζαντινοί σε αντάλλαγμα θα παρείχαν στους Σταυροφόρους τροφή σε εχθρικό έδαφος και τα στρατεύματα του Αλεξίου Α΄ θα λειτουργούσαν ως εφεδρεία, για να τους ενισχύσουν σε οποιεσδήποτε επικίνδυνες καταστάσεις. Οι Σταυροφόροι ξεκίνησαν για την επίθεση στη Νίκαια στις 6 Μαΐου 1097.[21] Ο Kιλίτζ Αρσλάν Α΄ δεν μπόρεσε να βοηθήσει τους Τούρκους εκεί λόγω του τεράστιου μεγέθους των στρατευμάτων των Σταυροφόρων. Μία άλλη μικρή ήττα στις 16 Μαΐου [21] έπεισε τον Κιλιτζ Αρσλάν Α΄ να αποσυρθεί και να εγκαταλείψει την πόλη, η οποία παραδόθηκε στους Βυζαντινούς στις 19 Ιουνίου.[21] Μετά από αυτό, μία αποφασιστική νίκη στο Δορύλαιον[22] άφησε στους Σταυροφόρους μία Μ. Ασία που ήταν ανοιχτή για απόκτηση: η Σωζόπολη, το Φιλομήλιο, το Ικόνιο, η Αντιόχεια στην Πισιδία, η Ηράκλεια και η Καισάρεια έπεσαν στα χέρια των Σταυροφόρων και έφτασαν μέχρι την Κιλικία, όπου συμμάχησαν με τη Μικρή Αρμενία.[23]
Δυστυχώς για τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό, οι Βυζαντινοί δεν μπόρεσαν να επωφεληθούν πλήρως από αυτές τις κατακτήσεις, με την Καισάρεια να επιστρέφει στους Σελτζούκους ως μέρος του σουλτανάτου της Ρουμ μαζί με αρκετές άλλες πόλεις όπως το Ικόνιο, η μελλοντική πρωτεύουσα των Σελτζούκων Τούρκων. Ωστόσο, σε μία εκστρατεία το 1097 ο κουνιάδος του Αλεξίου Α΄ Ιωάννης Δούκας μέγας δούκας (ναύαρχος), οδήγησε τόσο τις χερσαίες όσο και τις θαλάσσιες δυνάμεις, που επανέφεραν τον σταθερό Βυζαντινό έλεγχο στην ακτογραμμή του Αιγαίου και σε πολλές εσωτερικές περιοχές της δυτικής Ανατολίας, ανακτώντας πόλεις όπως η Σμύρνη, η Έφεσος, οι Σάρδεις, η Φιλαδέλφεια, η Λαοδίκεια και το Χώμα από τους αποδυναμωμένους Τούρκους.[24]
Μετά τις νίκες τους, οι Σταυροφόροι πολιόρκησαν την Αντιόχεια, μία πόλη υπό Σελτζούκικη κατοχή. Η πολιορκία σηματοδότησε το τέλος της βοήθειας των Σταυροφόρων στους Βυζαντινούς λόγω της προσποίησης του Στεφάνου του Μπλουά. Ο Κερμπογκά, ο Σελτζούκος κυβερνήτης της Μοσούλης, είχε έναν τεράστιο στρατό 75.000 ανδρών, που είχε σταλεί για να ανακουφίσει την Αντιόχεια. Η ανεπιτυχής πολιορκία του στην Έδεσσα (μία πόλη που είχε πέσει πρόσφατα στους Σταυροφόρους) επέτρεψε στους Σταυροφόρους να καταλάβουν την Αντιόχεια στις 3 Ιουνίου 1098,[21] μία ημέρα πριν την άφιξη του Κερμπογκά. Παρ' όλα αυτά, τα στρατεύματα του Κερμπογκά κατάφεραν να παραβιάσουν την ακρόπολη,[21] αλλά η εκεί θηριώδης και απελπισμένη μάχη επέτρεψε στους Σταυροφόρους να αποκρούσουν την επίθεσή του. Σε αυτό το σημείο, ένας από τους παρόντες Σταυροφόρους, ο Στέφανος του Μπλουά εγκατέλειψε και φτάνοντας στον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό τον προειδοποίησε ότι οι Σταυροφόροι καταστράφηκαν και ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω.
Ως αποτέλεσμα αυτής της φαινομενικής εγκατάλειψης του Αλεξίου Α΄, οι Σταυροφόροι αρνήθηκαν να παραδώσουν την Αντιόχεια, όταν κατάφεραν να νικήσουν τον διάσπαρτο στρατό του Κερμπογκά.[25] Με αυτή τη δυσαρέσκεια, οι Σταυροφόροι εγκατέλειψαν σε μεγάλο βαθμό τη βοήθεια των Βυζαντινών εναντίον των Σελτζούκων και των συμμάχων τους. Η συνέχεια της Σταυροφορίας του 1101 κατέληξε σε πλήρη ήττα[26] και την εδραίωση της εξουσίας των Σελτζούκων στη Μ. Ασία με το Ικόνιο (σημερινό Κonya), που καθιερώθηκε ως πρωτεύουσα του σουλτανάτου του Ρουμ. To 1116 διενεργήθηκε η Μάχη του Φιλομήλιου μεταξύ Βυζαντινού εκστρατευτικού στρατού υπό τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό και των δυνάμεων του σουλτανάτου του Ρουμ υπό τον σουλτάνο Μαλίκ Σαχ, η οποία κατέστη νικηφόρα για τους Βυζαντινούς.
Βυζαντινή αντεπίθεση: 1118–1176
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο θάνατος του Αλεξίου Α΄ έφερε στην εξουσία τον Ιωάννη Β' Κομνηνό. Μέχρι τώρα, οι Σελτζούκοι Τούρκοι είχαν διασπαστεί και είχαν γίνει χαλαροί σύμμαχοι μεταξύ τους. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το σουλτανάτο του Ρουμ ήταν απασχολημένο να πολεμήσει τους πρώην συμμάχους του, τους Δανισμενδίδες Τούρκους. Ο Ιωάννης Β΄ ήταν σε θέση να το χρησιμοποιήσει προς όφελός του, και ανέλαβε μία σειρά εκστρατειών στην Ανατολία και τη Συρία. Ο Ιωάννης Β΄ κατέλαβε με επιτυχία τις νότιες ακτές της Μ. Ασίας μέχρι την Αντιόχεια, νίκησε την προσπάθεια της οικογένειας Γαβρά να σχηματίσει αποσχιστική επικράτεια στην Τραπεζούντα και ανακατέλαβε την πατρογονική κατοικία της οικογένειας των Κομνηνών στην Κασταμονή. Παρ' όλα αυτά, η τουρκική αντίσταση ήταν ισχυρή και ο Ιωάννης Β΄ δεν κατέλαβε την πρωτεύουσα των Σελτζούκων Ικόνιο, ούτε πραγματοποιήθηκαν όλες οι κατακτήσεις του. Η πόλη της Γάγγρας -που είχε καταληφθεί από τον Ιωάννη Β΄ τη δεκαετία του 1130- χάθηκε ξανά, καθώς ο Αυτοκράτορας την είχε αφήσει με μία φρουρά από μόλις 2.000 άνδρες.
Ο Ιωάννης Β΄ ξόδεψε αρκετό χρόνο και προσπάθεια σε μία σειρά εκστρατειών στη Συρία, που τόνισαν την κυριαρχία του στα τοπικά βασίλεια των Σταυροφόρων, ειδικά στην Έδεσσα και την Αντιόχεια, αλλά δεν κατέληξαν σε μακροπρόθεσμα εδαφικά κέρδη για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο Αυτοκράτορας όντως ενίσχυσε τον Βυζαντινό στρατό επιστρατεύοντας νέα τμήματα και ιδρύοντας νέα κάστρα, οχυρώσεις και στρατόπεδα εκπαίδευσης στη Βυζαντινή επικράτεια. Ωστόσο το μέγεθος των ποσών που δαπανήθηκε στις εκστρατείες του στη Συρία ήταν πολύ μεγαλύτερη από ό,τι στη Μ. Ασία, υποδηλώνοντας ότι ο Ιωάννης θεωρούσε το κύρος πιο σημαντικό από τη μακροχρόνια κατάκτηση. Το 1143 ένα μοιραίο κυνηγετικό ατύχημα στον Αυτοκράτορα Ιωάννη έπαυσε την ευκαιρία των Βυζαντινών να επιτύχουν περαιτέρω πρόοδο.[27]
Ο Ιωάννης Β΄ απεβίωσε το 1143, αφήνοντας στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία έναν ισχυρό στρατό, σημαντικά αποθέματα μετρητών και βελτιωμένο κύρος. Όμως ο νέος Αυτοκράτορας, Μανουήλ Β΄ Κομνηνός έστρεψε μεγάλο μέρος της προσοχής του στην Ουγγαρία, την Ιταλία, τη Σερβία και τα σταυροφορικά κράτη και όχι στη Μ. Ασία. Ενώ ο Μανουήλ Β΄ ήταν σε μεγάλο βαθμό επιτυχημένος νικώντας τις επιθέσεις στην Αυτοκρατορία και εξασφαλίζοντας τα Βαλκάνια, η πολιτική του στην Ιταλία ήταν αποτυχημένη και οι πολυτελείς δαπάνες της κυριαρχίας του επικρίθηκαν, κυρίως από τον Βυζαντινό ιστορικό Χωνιάτη. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι Σελτζούκοι Τούρκοι μπόρεσαν να υποτάξουν τους εχθρούς τους, τους Δανισμενδίδες, υπό τον Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ .[3] Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα ισχυρό συγκεντρωτικό τουρκικό κράτος με έδρα το Ικόνιο, αφήνοντας τους Βυζαντινούς αναμφισβήτητα σε χειρότερη θέση από ό,τι ήταν επί Ιωάννη Β΄.
Προς το παρόν, η πολιτική του Μανουήλ Β΄ δεν ήταν άξια, καθώς ο Αυτοκράτορας καθιέρωσε ειρηνική συνύπαρξη με τον σουλτάνο και ξεκίνησε μέτρα όπως να επιτρέψει στους Τουρκμένιους να πληρώσουν για βοσκότοπους στη Βυζαντινή γη, τα οποία σαφώς αποσκοπούσαν στην αποτροπή επιδρομών. Η καθιέρωση του θέματος Νεόκαστρα στο βόρειο τμήμα της ακτής του Αιγαίου κοντά στην Πέργαμο επαινέθηκε επίσης από τον Χωνιάτη. Ωστόσο, όταν ο Κιλιτζ Αρσλάν Β΄ αρνήθηκε να παραδώσει την πόλη Σίβας, κάτι που ήταν υποχρεωμένο να κάνει βάσει προηγούμενης συμφωνίας με τον Μανουήλ Α΄, ο Αυτοκράτορας κήρυξε τον πόλεμο το 1176 και οδήγησε έναν πολύ μεγάλο στρατό, που εκτιμάται σε περίπου 30.000 άνδρες στο έδαφος των Σελτζούκων με σκοπό για την κατάληψη της πρωτεύουσάς του Ικόνιο. Ωστόσο, η Βυζαντινή δύναμη έπεσε σε ενέδρα σε ορεινό πέρασμα με επακόλουθες μεγάλες απώλειες και από τις δύο πλευρές. Αυτή η συμπλοκή, η μάχη του Μυριοκεφάλου, είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη της Βυζαντινής εκστρατείας κατάκτησης.[28]
Η μάχη ήταν τακτικά αναποφάσιστη, με τους δύο ηγέτες να αναζητούν ειρήνη. Μετά από αυτό, ο στρατός του Μανουήλ Α΄ συνέχισε να παλεύει με τους Τούρκους στη Μ. Ασία, νικώντας τους σε μία μικρότερη αλλά αναποφάσιστη μάχη στην κοιλάδα του Μαιάνδρου. Ανεξάρτητα από αυτή τη μικρή ανάπαυλα, το Μυριοκέφαλο είχε πολύ πιο αποφασιστικές συνέπειες από ό,τι έδειχναν τα θύματα: δεν υπήρξε άλλη Βυζαντινή ανακατάληψη στη Μ. Ασία μετά το 1176, αφήνοντας τη διαδικασία που ξεκίνησε από τον Αλέξιο Α΄ στην καλύτερη περίπτωση ατελή. Για τους Σελτζούκους, η απόκτηση της επικράτειας των Δανισμενδιδών τους έδωσε μία νίκη, αν και για άλλη μία φορά οι Σελτζούκοι έπρεπε να αντιμετωπίσουν τις γειτονικές διαφορές, που οδήγησαν σε ειρηνευτική συνθήκη, όπως ζήτησαν και οι δύο ηγέτες. Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης, ο Μανουήλ Α΄ υποχρεώθηκε να απομακρύνει τους στρατούς και τις οχυρώσεις που ευρίσκοντο στο Δορύλαιο και στο Σύβλαιο.
Ωστόσο, ο Mανουήλ Α΄ αρνήθηκε να τους απομακρύνει και όταν ο Kιλίτζ Αρσλάν Β΄ προσπάθησε να επιβάλει αυτή τη συνθήκη, ένας τουρκικός στρατός εισέβαλε στο Βυζαντινό έδαφος και λεηλάτησε μια σειρά Βυζαντινών πόλεων μέχρι τις ακτές του Αιγαίου, βλάπτοντας την καρδιά του Βυζαντινού ελέγχου στην περιοχή. Παρ' όλα αυτά, ο Ιωάννης Βατάτζης, ο οποίος στάλθηκε από τον Αυτοκράτορα για να αποκρούσει την τουρκική εισβολή, έριξε σε ενέδρα τους Τούρκους στη μάχη του Υελίου και του Λειμόχειρος στην κοιλάδα του Μαιάνδρου. Ο Τούρκος διοικητής και πολλά από τα στρατεύματά του σκοτώθηκαν κατά την απόπειρα φυγής και μεγάλο μέρος των λαφύρων ανακτήθηκε, γεγονός που θεωρήθηκε από τους ιστορικούς ως σημάδι ότι ο Βυζαντινός στρατός παρέμεινε ισχυρός και ότι το αμυντικό πρόγραμμα της δυτικής Μ. Ασίας ήταν ακόμη επιτυχημένο.[29] Μετά τη νίκη στο Μαίανδρο, ο ίδιος ο Μανουήλ Α΄ προχώρησε με έναν μικρό στρατό για να διώξει τους Τούρκους από το Πανάσιο και το Λακέριο, νότια του Κοτυαίου.[30] Ωστόσο, το 1178 ένας Βυζαντινός στρατός υποχώρησε, αφού συνάντησε μία τουρκική δύναμη στον Χάρακα, επιτρέποντας στους Τούρκους να αιχμαλωτίσουν πολλά ζώα.[31] Η Κλαυδιόπολις στη Βιθυνία πολιορκήθηκε από τους Τούρκους το 1179, αναγκάζοντας τον Μανουήλ Α΄ να ηγηθεί μίας μικρής ιππικής δύναμης για να σώσει την πόλη και στη συνέχεια, ακόμη και μέχρι το 1180, οι Βυζαντινοί κατάφερναν να πετυχαίνουν νίκες επί των Τούρκων.[31]
Όμως ο συνεχής πόλεμος είχε σοβαρή επίδραση στη ζωτικότητα του Μανουήλ Α΄. Η υγεία του βλάφτηκε και το 1180 ο Αυτοκράτορας υπέκυψε σε αργό πυρετό. Επιπλέον, όπως και με το Μαντζικέρτ, η ισορροπία μεταξύ των δύο δυνάμεων άρχισε να αλλάζει σταδιακά: ο Μανουήλ Α΄ δεν επιτέθηκε ποτέ ξανά στους Τούρκους και, μετά το τέλος του, άρχισαν να κινούνται όλο και πιο δυτικά, βαθύτερα στο Βυζαντινό έδαφος.
Κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Σελτζούκων: 1194–1260
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1194, ο Toγρούλ της Αυτοκρατορίας των Σελτζούκων ηττήθηκε από τον Tακάς, τον σάχη της αυτοκρατορίας των Χωβαρεσμίων και η επικράτεια των Σελτζούκων κατέρρευσε τελικά. Από την πρώην Σελτζουκική αυτοκρατορία, έμεινε μόνο το σουλτανάτο του Ρουμ στη Μ. Ασία. Καθώς η δυναστεία παρήκμασε στα μέσα του 13ου αιώνα, οι Μογγόλοι εισέβαλαν στη Μ. Ασία τη δεκαετία του 1260 και τη χώρισαν σε μικρότερα πριγκιπάτα, που ονομάζοντο μπεηλίκια της Ανατολίας.
Συμπέρασμα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αν και η Μικρά Ασία ή Ανατολία ήταν υπό Ρωμαϊκή κυριαρχία για σχεδόν 1.000 χρόνια, οι Σελτζούκοι ενοποίησαν γρήγορα τις κτήσεις τους.[32] Αυτό τους επέτρεψε να κρατήσουν τα εδάφη τους και έκανε ακόμη πιο δύσκολο για τους Βυζαντινούς, κατά την αποκατάσταση των Κομνηνών, να τα ανακτήσουν. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ακόμη και όταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν ήταν γεμάτη εμφύλιες διαφορές, δεν μπορούσε να νικήσει τους Σελτζούκους Τούρκους, οι οποίοι σπάνια επέτρεπαν στους Βυζαντινούς να εμπλέκονται πολεμικά μαζί τους, εξ ου και η αργή εκστρατεία του Ιωάννη Β΄.
Το παλαιό Ρωμαϊκό κράτος ήταν σε συνεχή κατάσταση πολέμου λόγω των πολυάριθμων εχθρών στα σύνορά του. Μουσουλμάνοι στα Νότια και Ανατολικά, Σλάβοι στο Βορρά και Φράγκοι στη Δύση. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπρεπε να αντιμετωπίσει τους Νορμανδούς, τους Πετσενέγους και τους Τούρκους μέσα σε λίγες δεκαετίες τους μεν από τους δε, σε μία εποχή που ο στρατός ήταν διχασμένος από εμφύλια αντιπαράθεση.
Στη Μέση Ανατολή κυριαρχούσε για αιώνες η δύναμη του Φατιμιδικού Χαλιφάτου και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στα τέλη του 13ου αιώνα, κανένας από τους δύο δεν ήταν σε θέση να προβάλει δύναμη. Οι Φατιμίδες είχαν ανατραπεί από τους Κούρδους Αγιουβίδες, που ανατράπηκαν από τους Μαμελούκους, ενώ οι Βυζαντινοί αποδυναμώθηκαν σημαντικά από τους Σελτζούκους. Η εξουσία μεταφέρθηκε στους Μαμελούκους μέχρι τον 14ο αι. και στη συνέχεια στους Οθωμανούς στα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αιώνα. Ποτέ ξανά ένα Χριστιανικό Βασίλειο δεν θα είχε τόση στρατιωτική και πολιτική δύναμη στη Μέση Ανατολή. Καθώς οι Τούρκοι κέρδιζαν σταθερά έδαφος στην Ανατολία, ο τοπικός πληθυσμός εξισλαμίστηκε, μειώνοντας περαιτέρω τις πιθανότητες επιτυχούς ανακατάληψης.[33]
Ο πόλεμος έδωσε επίσης τη δυνατότητα στον δυτικό χριστιανικό κόσμο να ξεκινήσει αποστολές/προσκυνήματα για να επισκεφθεί/απελευθερώσει τους Αγίους Τόπους από τη μουσουλμανική κυριαρχία. Με τον καιρό, αυτοί οι Σταυροφόροι θα ιδρύσουν τα δικά τους φέουδα στους Αγίους Τόπους, κυβερνώντας με συμφέροντα που συμπίπτουν, αλλά συχνότερα συγκρούονται με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, οδηγώντας τελικά σε αποδυνάμωση τόσο των Σταυροφόρων κρατών όσο και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.[34]
Για τους Τούρκους, ήταν η αρχή μίας νέας εποχής εξουσίας. Παρά τις περαιτέρω εισβολές και επιθέσεις των Σταυροφόρων από τα δυτικά και των Μογγόλων και των τουρκικών φυλών από την ανατολή, οι Τούρκοι αναδείχθηκαν αργά ως δύναμη με τους Οθωμανούς.[35] Η άνοδος των Οθωμανών ήταν παράλληλη με την πτώση του σουλτανάτου του Ρουμ και τη μείωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το κενό εξουσίας που άφησαν οι Σελτζούκοι στη Μ. Ασία το εκμεταλλεύτηκε εύκολα ένας από τους ευγενείς του σουλτανάτου, ο Οσμάν Α΄. Τα θέματα έγιναν χειρότερα για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία λόγω της Λατινικής παρουσίας στην Πελοπόννησο και της αυξανόμενης δύναμης των Βουλγάρων, που συνέχισαν να πιέζουν σκληρά τα σύνορα του Βυζαντίου. Με τον καιρό, οι Βυζαντινοί θα αναγκαστούν να ζητήσουν τη βοήθεια των Οθωμανών για να κατευθυνθούν προς την ευρωπαϊκή ηπειρωτική χώρα και να πολεμήσουν τους Βούλγαρους, δίνοντας στους Οθωμανούς ένα ισχυρό κράτημα στην Ευρώπη. Η εγγύτητα του μπεηλικίου του Οσμάν Α΄ εξασφάλισε ότι η αντιπαράθεση μεταξύ των Βυζαντινών και των Οθωμανών θα ήταν αναπόφευκτη. Οι Βυζαντινοί φαινόταν τότε ότι ισοφάριζαν τους Οθωμανούς, αλλά γεγονότα δυτικά της Κωνσταντινούπολης σε συνδυασμό με έναν εμφύλιο πόλεμο και μία ανίκανη ηγεσία στους Βυζαντινο-Οθωμανικούς Πολέμους οδήγησαν στην άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453.[36]
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Στρατός Κομνηνών
- Βυζαντινό στρατιωτικό
- Παρακμή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
- Αραβοβυζαντινοί πόλεμοι
- Βυζαντινο-Οθωμανικοί πόλεμοι
Βιβλιογραφικές αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Charanis, Peter (1969). "Chapter VI. The Byzantine Empire in the Eleventh Century Αρχειοθετήθηκε 2023-03-14 στο Wayback Machine.." In Setton, Kenneth M.; Baldwin, Marshall W. (eds.). A History of the Crusades: I. The First Hundred Years. Madison: The University of Wisconsin Press. pp. 99-132.
- ↑ 2,0 2,1 Kaldellis, Anthony, Streams of Gold, Rivers of Blood: The Rise and Fall of Byzantium, 955 A.D. to the First Crusade. (Onassis Series in Hellenic Culture), Oxford University Press, 2017
- ↑ 3,0 3,1 Houtsma, Martin Theodoor (1911) «Seljūks» στο: Chisholm, Hugh, επιμ. Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 24 (11η έκδοση) Cambridge University Press, σελ. 608–611
- ↑ 4,0 4,1 Papayianni, Aphrodite (2006)."Byzantine Empire". In The Crusades - An Encyclopedia. pp. 188-196.
- ↑ Maximilian Otto Bismarck Caspari (1911). "Theodosius (emperors)". In Chisholm, Hugh (ed.). Encyclopædia Britannica. 26. (11th ed.), Cambridge University Press. pp. 770-771.
- ↑ «Basil II (A.D. 976–1025)». Basil II (A.D. 976–1025). http://www.roman-emperors.org/basilii.htm. Ανακτήθηκε στις 2007-11-03.
- ↑ Black, Jeremy (2005). The Atlas of World History. American Edition, New York: Covent Garden Books. σελίδες 65, 228. ISBN 978-0-7566-1861-2. This map varies from other maps which are slightly different in scope, especially along the Mediterranean and the Black Sea.
- ↑ C. Edmund Bosworth, "Ghaznavids". Encyclopædia Iranica, Vol. X, Fasc. 6, pp. 578-583.
- ↑ Christie, Niall (2006). "Abbāsids". In The Crusades - An Encyclopedia. pp. 1-3.
- ↑ Cahen, Claude (1969). "Chapter V. The Turkish Invasion: The Selchükids Αρχειοθετήθηκε 2022-10-25 στο Wayback Machine.." In Setton, Kenneth M.; Baldwin, Marshall W. (eds.). A History of the Crusades: I. The First Hundred Years. Madison: The University of Wisconsin Press. pp. 99-132.
- ↑ Edmund Curtis (1911). "Robert Guiscard". In Chisholm, Hugh (ed.). Encyclopædia Britannica. 23. (11th ed.), Cambridge University Press. pp. 400-401.
- ↑ Gibb, Hamilton H. A. (1969). "Chapter III. The Caliphate and the Arab States Αρχειοθετήθηκε 2023-06-01 στο Wayback Machine.". In Setton, Kenneth M.; Baldwin, Marshall W. (eds.). A History of the Crusades: Volume One. The First Hundred Years. Madison: The University of Wisconsin Press. pp. 81-98.
- ↑ Brett, Michael (2006). "Saljūqs". In The Crusades - An Encyclopedia. pp. 1064-1068.
- ↑ C. Edmund Bosworth, "Abbasic Caliphate". Encyclopædia Iranica, Vol. I, Fasc. 1, pp. 89-95.
- ↑ Sherrard 1966.
- ↑ El-Azhari, T. Kamal (1997). The Saljūqs of Syria: during the Crusades, 463-549 A.H./1070-1154 A.D. Berlin: K. Schwarz.
- ↑ Morris, Rosemary (2006). "Mantzikert, Battle of (1071)". In The Crusades - An Encyclopedia. pp. 795-796.
- ↑ Orient et Occident à la fin du XI siècle. In Cahen, C. La Syrie du nord à l'époque des croisades et la principauté franque d'Antioche (1940). Paris: P. Geuthner.
- ↑ Markham, Paul. «The Battle of Manzikert: Military Disaster or Political Failure?». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Μαΐου 2007. Ανακτήθηκε στις 19 Μαΐου 2007.
- ↑ Munro, Dana Carleton. (1906). The speech of Pope Urban II. at Clermont, 1095. [New York.
- ↑ 21,0 21,1 21,2 21,3 21,4 21,5 21,6 Madden 2005.
- ↑ France, John (2006). "Dorylaion, Battle of (1097)". In The Crusades - An Encyclopedia. pp. 363-364.
- ↑ Runciman, Steven (1969). "Chapter IX. The First Crusade: Constantinople to Antioch. Αρχειοθετήθηκε 2021-08-30 στο Wayback Machine." In Setton, Kenneth M.; Baldwin, Marshall W. (eds.). A History of the Crusades: I. The First Hundred Years. Madison: The University of Wisconsin Press. pp. 280-307.
- ↑ Angold, Michael (1984). The Byzantine Empire 1025–1204. Longman, Harlow Essex. p.150
- ↑ France, John (2006). "Antioch, Sieges of (1097-1098)". In The Crusades - An Encyclopedia. pp. 79-81.
- ↑ Mulinder, Alec (2006). "Ramla, Second Battle of (1102)". In The Crusades - An Encyclopedia. p. 1006.
- ↑ Morris, Rosemary (2006). "John II Komnenos (1087-1143)". In The Crusades - An Encyclopedia. pp. 687-688.
- ↑ Baldwin, Marshall W. (1969). "Chapter XIX. The Decline and Fall of Jerusalem, 1174-1189 Αρχειοθετήθηκε 2023-06-01 στο Wayback Machine.". In Setton, Kenneth M.; Baldwin, Marshall W. (eds.). A History of the Crusades: Volume One. The First Hundred Years. Madison: The University of Wisconsin Press. p. 594.
- ↑ Birkenmeier, J. W. (2002). The Development of the Komnenian Army: 1081–1180. History of warfare. 5. Boston: Brill. σελ. 196. ISBN 90-04-11710-5.
- ↑ Treadgold, W. (1997). A History of the Byzantine State and Society. Stanford: Stanford University Press. σελ. 649. ISBN 0-8047-2421-0.
- ↑ 31,0 31,1 Stone, Andrew (2004). De Imperatoribus Romanis. «Manuel I Comnenus (A.D. 1143-1180)».
- ↑ Andrew Peacock, "Saljuqs of Rum". Encyclopædia Iranica. Online only. Updated 2010.
- ↑ Bentley & Ziegler 2006.
- ↑ Bréhier, Louis René. (1912). "Turkish Empire". In Herbermann, Charles (ed.). Catholic Encyclopedia. 15. New York: Robert Appleton Company.
- ↑ İnalcık, Halil (1989). "Chapter VII. The Ottoman Turks and the Crusades, 1329-1451 Αρχειοθετήθηκε 2021-11-25 στο Wayback Machine.". In Zacour, N. P., and Hazard, H. W. (ed.). A History of the Crusades: Volume VI. The Impact of the Crusades on Europe. Madison: The University of Wisconsin Press. pp.175-221.
- ↑ İnalcık, Halil (1989). "Chapter VII. The Ottoman Turks and the Crusades, 1451-1522 Αρχειοθετήθηκε 2021-09-24 στο Wayback Machine.". In Zacour, N. P., and Hazard, H. W. (ed.). A History of the Crusades: Volume VI. The Impact of the Crusades on Europe. Madison: The University of Wisconsin Press. pp. 311-353.
Περαιτέρω ανάγνωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Bentley, Jerry H.· Ziegler, Herbert (2006). Traditions & Encounters a Global Perspective on the Past (3rd έκδοση). Boston: McGraw–Hill. ISBN 0-07-295754-9.
- Cahen, Claude (1968). Pre-Ottoman Turkey: A General Survey of the Material and Spiritual Culture and History c.1071-1330. New York: Taplinger.
- Chahin, Mark (2001). The Kingdom of Armenia. London: Routledge. ISBN 0-7007-1452-9.
- Cheynet, Jean-Claude (1998). «La résistance aux Turcs en Asie Mineure entre Mantzikert et la Première Croisade». ΕΥΨΥΧΙΑ. Mélanges offerts à Hélène Ahrweiler (στα Γαλλικά). Paris: Éditions de la Sorbonne. σελίδες 131–147. ISBN 9782859448301.
- Grant, R. G. (2005). Battle a Visual Journey Through 5000 Years of Combat. London: Dorling Kindersley. ISBN 1-4053-1100-2.
- Haldon, John (2002). Byzantium at War: AD 600–1453. Oxford: Osprey. ISBN 1-84176-360-8.
- Madden, Thomas F. (2005). Crusades the Illustrated History (1st έκδοση). Ann Arbor: University of Michigan Press. ISBN 0-472-03127-9.
- Mango, Cyril (2002). The Oxford History of Byzantium (1st έκδοση). New York: Oxford University Press. ISBN 0-19-814098-3.
- Parker, Geoffrey (2005). Compact History of the World (4th έκδοση). London: Collins. ISBN 0-00-721411-1.
- Phillips, Jonathan (2014). The Crusades, 1095-1204. New York: Routledge. ISBN 978-0-415-73636-7.
- Sherrard, Philip (1966). Great Ages of Man Byzantium. New York: Time-Life Books. https://archive.org/details/sherrrard0000unse.
- Vryonis, Speros (1971). The Decline of Medieval Hellenism in Asia Minor and the Process of Islamization from the Eleventh through the Fifteenth Century. Berkeley: University of California.