Ρωσοτουρκικός Πόλεμος (1877-1878)
Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-1878 | |||
---|---|---|---|
Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι | |||
Χρονολογία | 24 Απριλίου 1877 – 3 Μαρτίου 1878 | ||
Τόπος | Βαλκάνια, Καύκασος | ||
Έκβαση | Νίκη της Ρωσίας Συνθήκη Κωνσταντινούπολης (1878) Συνθήκη του Βερολίνου (1878) | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Δυνάμεις | |||
| |||
Απώλειες | |||
|
Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-1878 (Τουρκικά 93 Χαρμπί (Μάχη του '93), Ρωσικά Русско-турецкая война, Ρουσκο-τουρέτσκαγια βοινά, 1877-1878) γνωστός στην Ελλάδα (ιδιαίτερα στον Έβρο) ως "Δεύτερη Ρωσία", ήταν μια σύγκρουση μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Ορθόδοξου συνασπισμού υπό την ηγεσία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και με τη συμμετοχή της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Διεξήχθη στα Βαλκάνια και στην Καυκασία και προκάλεσε την ανάδυση του Βαλκανικού εθνικισμού του 19ου αιώνα. Επιπρόσθετοι συντελεστές του ήταν οι ελπίδες της Ρωσίας για ανάκτηση των χαμένων εδαφών κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, για την αποκατάστασή της στη Μαύρη Θάλασσα και την υποστήριξη των πολιτικών κινημάτων που προσπαθούσαν να απελευθερώσουν τα Βαλκανικά έθνη από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Αποτέλεσμα του πολέμου ήταν η Ρωσία να καταφέρει να διεκδικήσει διάφορες επαρχίες του Καυκάσου, δηλαδή του Καρς και του Μπατούμι, και να προσαρτήσει επίσης την περιοχή Μπουντζάκ. Οι ηγεμονίες της Ρουμανίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, που όλες είχαν για κάποιο διάστημα de facto, ανακήρυξαν επίσημα την ανεξαρτησία τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μετά από σχεδόν πέντε αιώνες Οθωμανικής κυριαρχίας (1396-1878), επανιδρύθηκε το Βουλγαρικό κράτος ως Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας, καταλαμβάνοντας τη χώρα μεταξύ του Ποταμού Δούναβη και του Αίμου (εκτός από τη Βόρεια Δοβρουτσά που δόθηκε στη Ρουμανία), καθώς και την περιοχή της Σόφιας, που έγινε πρωτεύουσα του νέου κράτους. Το Συνέδριο του Βερολίνου επέτρεψε επίσης στην Αυστρουγγαρία να καταλάβει τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη και τη Μεγάλη Βρετανία να αναλάβει την Κύπρο.
Ο πόλεμος κηρύχθηκε από τον τσάρο Αλέξανδρο Β΄ κατά του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ στις 24 Απριλίου του 1877 και έληξε ένα χρόνο αργότερα, στις 3 Μαρτίου του 1878.
Προϊστορία της Σύγκρουσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η μεταχείριση των χριστιανών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το άρθρο 9 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων του 1856, που σφράγισε το τέλος του Κριμαϊκού Πολέμου, υποχρέωνε την Οθωμανική Αυτοκρατορία να χορηγήσει ίσα δικαιώματα στους μη μουσουλμάνους που κατοικούσαν στα εδάφη της, με αυτά που απολάμβαναν οι μουσουλμάνοι υπήκοοί της. Πριν υπογραφεί η συνθήκη η Οθωμανική κυβέρνηση είχε εκδόσει ένα διάταγμα, το Χαττ-ι Χουμαγιούν, που όριζε την ισονομία ανάμεσα σε μουσουλμάνους και μη μουσουλμάνους υπήκοους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας[5] και επέβαλε κάποιους ρεφορμισμούς σε διάφορα ζητήματα για αυτό το σκοπό (π.χ. ο κεφαλικός φόρος απεσύρθη και επίσης επετράπη σε μη μουσουλμάνους να εισέλθουν στις τάξεις του στρατού).[6]
Παρόλες τις μεταρρυθμίσεις αυτές όμως, παρέμειναν κάποιοι άνισοι νόμοι, όπως ότι η κατάθεση χριστιανών κατά μουσουλμάνων σε δικαστήριο δεν γινόταν δεκτή, γεγονός που χάριζε ασυλία στις προσβολές των δεύτερων εναντίον των χριστιανών. Παρά επίσης το γεγονός ότι οι σχέσεις μεταξύ των κοινοτήτων ήταν συχνά καλές σε τοπικό επίπεδο, αυτή η πρακτική ενθάρρυνε την εκμετάλλευση. Οι περιπτώσεις κακομεταχείρισης ήταν χειρότερες σε περιοχές με κυρίαρχο το χριστιανικό στοιχείο, ως μέσο για να κρατούνται υποταγμένοι οι Χριστιανοί.[7]
Κρίση στο Λίβανο, 1860
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1858, οι Μαρωνίτες αγρότες, υποκινούμενοι από τον κλήρο, επαναστάτησαν εναντίον των Δρούζων φεουδαρχών τους και ίδρυσαν μια αγροτική δημοκρατία. Στο νότιο Λίβανο, όπου Μαρωνίτες αγρότες εργάζονταν για Δρούζους ηγεμόνες, Δρούζων αγροτών τάχθηκε με το μέρος των κυρίων τους εναντίον των Μαρωνιτών, μετατρέποντας τη σύγκρουση σε εμφύλιο πόλεμο. Παρά το γεγονός ότι και οι δύο πλευρές είχαν απώλειες, περίπου 10.000 Μαρωνίτες σφαγιάστηκαν στα χέρια του Δρούζων.
Υπό την απειλή της ευρωπαϊκής παρέμβασης οι Οθωμανικές αρχές αποκατέστησαν την τάξη. Παρ 'όλα αυτά ακολούθησε Γαλλική και Βρετανική επέμβαση. Υπό περαιτέρω ευρωπαϊκή πίεση ο Σουλτάνος συμφώνησε να διορίσει Χριστιανό διοικητή στο Λίβανο, του οποίου η υποψηφιότητα θα υποβαλόταν από το Σουλτάνο και θα εγκρινόταν από τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Στις 27 Μάη 1860 μια ομάδα των Μαρωνιτών επέδραμε σε χωριό Δρούζων. Ακολούθησαν σφαγές και από τις δύο πλευρές, όχι μόνο στο Λίβανο, αλλά επίσης στη Συρία. Στο τέλος είχαν σκοτωθεί 7.000 ως 12.000 άνθρωποι κάθε θρησκείας και πάνω από 300 χωριά, 500 εκκλησίες, 40 μοναστήρια και 30 σχολεία καταστράφηκαν. Οι επιθέσεις Χρστιανών σε Μουσουλμάνους στη Βηρυτό προκάλεσαν το Μουσουλμανικό πληθυσμό της Δαμασκού να επιτεθεί στην εκεί Χριστιανική μειονότητα με 5.000 ως 25.000 νεκρούς, συμπεριλαμβανομένων του Αμερικανού και του Ολλανδού προξένου, δίνοντας στο γεγονός διεθνή διάσταση.
Ο Οθωμανός υπουργός εξωτερικών Μεχμέτ Φουάντ Πασά ήρθε στη Συρία και επέλυσε τα προβλήματα αναζητώντας και εκτελώντας τους υπεύθυνους, συμπεριλαμβανομένου του κυβερνήτη και άλλων αξιωματούχων. Η τάξη αποκαταστάθηκε και έγιναν προεργασίες να δοθεί στο Λίβανο νέα αυτονομία για να αποφευχθεί η Ευρωπαϊκή παρέμβαση. Παρ 'όλα αυτά, το Σεπτέμβριο του 1860 η Γαλλία έστειλε στόλο και η Βρετανία συμμετείχε για να αποφευχθεί η μονομερής παρέμβαση που θα μπορούσε να συμβάλει στην αύξηση της Γαλλικής επιρροής στην περιοχή σε βάρος της Βρετανίας.
Η Κρητική Επανάσταση, 1866–1869
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Κρητική Επανάσταση, που ξεκίνησε το 1866, προέκυψε από την αδυναμία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της ζωής του πληθυσμού και την επιθυμία των Κρητικών για ένωση με την Ελλάδα. Οι στασιαστές απέκτησαν τον έλεγχο όλου του νησιού, εκτός από τις πέντε πόλεις, όπου οι Μουσουλμάνοι είχαν οχυρωθεί. Ο Ελληνικός τύπος ισχυριζόταν ότι οι Μουσουλμάνοι είχαν σφαγιάσει Έλληνες, γεγονός που διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη. Χιλιάδες Έλληνες εθελοντές κινητοποιήθηκαν και εστάλησαν στο νησί.
Ιδιαίτερα γνωστή έγινε η πολιορκία της Μονής Αρκαδίου. Το Νοέμβριο του 1866 περίπου 250 Κρητικοί Έλληνες μαχητές και περίπου 600 γυναίκες και παιδιά πολιορκήθηκαν από περίπου 23.000 κυρίως Τουρκοκρητικούς βοηθούμενους από Οθωμανικά στρατεύματα και αυτό έγινε ευρύτερα γνωστό στην Ευρώπη. Μετά από μια αιματηρή μάχη με μεγάλο αριθμό θυμάτων και από τις δύο πλευρές, οι Έλληνες Κρητικοί τελικά παραδόθηκαν όταν τέλειωσαν τα πυρομαχικά τους, αλλά σκοτώθηκαν κατά την παράδοση.
Ατις αρχές του 1869 η εξέγερση κατεστάλη, αλλά η Υψηλή Πύλη προσέφερε κάποιες παραχωρήσεις, εισάγοντας αυτοδιοίκηση του νησιού και αυξάνοντας τα δικαιώματα των εκεί Χριστιανών. Αν και η Κρητική κρίση τελείωσε για τους Οθωμανούς καλύτερα από σχεδόν κάθε άλλη διπλωματική αντιπαράθεση του αιώνα, η εξέγερση, και κυρίως η κτηνωδία με την οποία κατεστάλη, οδήγησε σε μεγαλύτερη προσοχή του Ευρωπαίκού κοινού στην καταπίεση των Χριστιανών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Αλλαγή ισορροπίας δυνάμεων στην Ευρώπη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παρότι στην πλευρά των νικητών στον Κριμαϊκό Πόλεμο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία συνέχισε να υποχωρεί σε ισχύ και κύρος. Η οικονομική πίεση στο θησαυροφυλάκιο ανάγκασε την οθωμανική κυβέρνηση να λάβει σειρά ξένων δανείων με τόσο υψηλά επιτόκια που, παρ 'όλες τις δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν, την οδήγησαν σε αδυναμία αποπληρωμής και οικονομικές δυσκολίες. Αυτό επιδεινώθηκε περαιτέρω από την ανάγκη στέγασης περισσότερων από 600.000 Τσερκέζων Μουσουλμάνων, που εκδιώχθηκαν από τον Καύκασο από τους Ρώσους, στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας της βόρειας Μικράς Ασίας και στα λιμάνια των Βαλκανίων Κωνστάντζα και Βάρνα, πράγμα που κόστισε πολύ σε χρήμα και κοινωνική αναταραχή στις οθωμανικές αρχές.[8]
Η Νέα Ευρωπαϊκή Συμφωνία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Ευρωπαϊκή Συμφωνία, που δημιουργήθηκε το 1814, κλονίστηκε το 1859, όταν η Γαλλία και η Αυστρία συγκρούστηκαν για την Ιταλία. Διαλύθηκε εντελώς ως αποτέλεσμα των πολέμων της Γερμανικής Ενοποίησης, όταν το Βασίλειο της Πρωσίας, με επικεφαλής τον Καγκελάριο Όττο φον Μπίσμαρκ, νίκησε την Αυστρία το 1866 και τη Γαλλία το 1870, αντικαθιστώντας την Αυστρουγγαρία ως κυρίαρχη δύναμη στην Κεντρική Ευρώπη. Η Βρετανία, εξαντλημένη από τη συμμετοχή της στον Κριμαϊκό Πόλεμο και απορροφημένη από το Ιρλανδικό ζήτημα και τα κοινωνικά προβλήματα που είχε προκαλέσει η Βιομηχανική Επανάσταση, επέλεξε να μην παρέμβει εκ νέου για την αποκατάσταση της ευρωπαϊκής ισορροπίας. Ο Βίσμαρκ δεν επιθυμούσε η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να δημιουργήσει αντιπαλότητες που θα μπορούσαν να οδηγήσει σε πόλεμο, οπότε αποδέχθηκε την προγενέστερη πρόταση του Τσάρου ότι έπρεπε να γίνουν διευθετήσεις σε περίπτωση που η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέρρεε, δημιουργώντας τη Συμμαχία των Τριών Αυτοκρατόρων με την Αυστρία και τη Ρωσία, κρατώντας τη Γαλλία απομονωμένη στην ήπειρο.
Η Γαλλία αντέδρασε υποστηρίζοντας κινήματα αυτοδιάθεσης, ιδιαίτερα αν αφορούσαν τους τρεις αυτοκράτορες και το Σουλτάνο. Έτσι οι εξεγέρσεις στην Πολωνία κατά της Ρωσίας και οι εθνικές επιδιώξεις στα Βαλκάνια ενθαρρύνθηκαν από τη Γαλλία. Η Ρωσία εργάστηκε για να ανακτήσει το δικαίωμά της να διατηρεί στόλο στη Μαύρη Θάλασσα και ανταγωνίστηκε τους Γάλλους στην απόκτηση επιρροής στα Βαλκάνια, χρησιμοποιώντας τη νέα Πανσλαβική ιδέα ότι όλοι οι Σλάβοι έπρεπε να ενωθούν υπό τη Ρωσική ηγεσία. Αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο με την καταστροφή των δύο αυτοκρατοριών, όπου ζούσαν οι περισσότεροι μη Ρώσοι Σλάβοι, η Οθωμανική και εκείνη των Αψβούργων. Οι φιλοδοξίες και οι ανταγωνισμοί των Ρώσων και των Γάλλων στα Βαλκάνια συνέπιπταν στη Σερβία, που βίωνε τη δική της εθνική αναγέννηση και είχε φιλοδοξίες που εν μέρει συγκρούονταν με εκείνες των μεγάλων δυνάμεων.
Η Ρωσία μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Κριμαϊκός Πόλεμος έληξε με ελάχιστες εδαφικές απώλειες για τη Ρωσία, που όμως αναγκάστηκε να καταστρέψει το Στόλο της Μαύρης Θάλασσας και τις οχυρώσεις της Σεβαστούπολης. Το διεθνές κύρος της Ρωσίας είχε τρωθεί και για πολλά χρόνια η εκδίκηση για τον Κριμαϊκό Πόλεμο έγινε ο κύριος στόχος της Ρωσικής εξωτερικής πολιτικής.
Αυτό όμως δεν ήταν εύκολο, καθώς η Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων περιλάμβανε εγγυήσεις της Οθωμανικής εδαφικής ακεραιότητας από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και την Αυστρία. Μόνο η Πρωσία παρέμενε φιλική προς τη Ρωσία.
Ο νεοδιορισθείς Ρώσος καγκελάριος Αλεξάντρ Γκορτσακόβ εξαρτιόταν από τη συμμαχία με την Πρωσία και τον καγκελάριό της Μπίσμαρκ. Η Ρωσία υποστήριξε με συνέπεια την Πρωσία στους πολέμους της με τη Δανία (1864), την Αυστρία (1866) και τη Γαλλία (1870). Το Μάρτιο του 1871, χρησιμοποιώντας τη συντριπτική Γαλλική ήττα και την υποστήριξη μιας ευγνώμωνος Γερμανίας, η Ρωσία πέτυχε τη διεθνή αναγνώριση της προγενέστερης καταγγελίας της του Αρθρου 11 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων, ώστε να αναβιώσει το στόλο της Μαύρης Θάλασσας.
Άλλες διατάξεις της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων ωστόσο, παρέμεναν σε ισχύ, ειδικά το άρθρο 8 με εγγυήσεις της Οθωμανικής εδαφικής ακεραιότητας από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και την Αυστρία. Ως εκ τούτου η Ρωσία ήταν εξαιρετικά προσεκτική στις σχέσεις της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, συντονίζοντας όλες τις ενέργειές της με άλλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ένας Ρωσικός πόλεμο με την Τουρκία θα απαιτούσε τουλάχιστον τη σιωπηρή υποστήριξη όλων των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων και η Ρωσική διπλωματία περίμενε την κατάλληλη στιγμή.
Βαλκανική κρίση του 1875–1876
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η κατάσταση της Οθωμανικής διοίκησης στα Βαλκάνια συνέχισε να επιδεινώνεται καθ' όλο το 19ο αιώνα, με την κεντρική κυβέρνηση κατά καιρούς να χάνει τον έλεγχο σε ολόκληρες επαρχίες. Οι μεταρρυθμίσεις που επιβάλλονταν από Ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν έκαναν πολλά για να βελτιώσουν τις συνθήκες του Χριστιανικού πληθυσμού, ενώ κατάφερναν να δυσαρεστούν μεγάλο μέρος του Μουσουλμανικού πληθυσμού. Η Βοσνία και Ερζεγοβίνη βίωσαν τουλάχιστον δύο κύματα της εξέγερσης του ντόπιου Μουσουλμανικού πληθυσμού, με την πιο πρόσφατη το 1850.
Η Αυστρία σταθεροποιήθηκε μετά την αναταραχή του πρώτου μισού του αιώνα και προσπάθησε να ενδυναμώσει τη μακροχρόνια πολιτική της επέκτασης εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο μεταξύ, οι ονομαστικά αυτόνομες, ντε φάκτο ανεξάρτητες ηγεμονίες της Σερβίας και του Μαυροβουνίου επιζητούσαν επίσης να επεκταθούν σε περιοχές που κατοικούντο από συμπατριώτες τους. Τα εθνικιστικά και αλυτρωτικά συναισθήματα ήταν ισχυρά και ενθαρρύνονταν από τη Ρωσία και τους πράκτορες της. Παράλληλα, μια σοβαρή ξηρασία στη Μικρά Ασία το 1873 και πλημμύρες το 1874 προκάλεσαν λιμό και ευρεία δυσαρέσκεια στην καρδιά της Αυτοκρατορίας. Η πολύ μικρή γεωργική παράγωγη κατέστησε ανέφικτη τη συλλογή των αναγκαίων φόρων, γεγονός που ανάγκασε την Οθωμανική κυβέρνηση να κηρύξει πτώχευση τον Οκτώβριο το�� 1875 και να αυξήσει τους φόρους στις απομακρυσμένες επαρχίες, συμπεριλαμβανομένων των Βαλκανίων.
Βαλκανικές εξεγέρσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Εξέγερση της Ερζεγοβίνης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μια εξέγερση εναντίον της Οθωμανικής κυριαρχίας άρχισε στην Ερζεγοβίνη τον Ιούλιο του 1875. Μέχρι τον Αύγουστο το σύνολο σχεδόν των Ερζεγοβίνης είχαν καταληφθεί και η εξέγερση είχε εξαπλωθεί στη Βοσνία. Με την υποστήριξη εθνικιστών εθελοντών από τη Σερβία και το Μαυροβούνιο, η εξέγερση συνεχίστηκε καθώς οι Οθωμανοί ενέπλεκαν όλο και περισσότερα στρατεύματα για να την καταστείλουν.
Βουλγαρική Εξέγερση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η εξέγερση της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης παρακίνησε σε δράση Βούλγαρους επαναστάτες με βάση το Βουκουρέστι. Το 1875 μια Βουλγαρική εξέγερση προετοιμάστηκε βιαστικά για να επωφεληθεί από την απασχόληση των Οθωμανών, αλλά ξεθύμανε πριν ξεκινήσει. Την άνοιξη του 1876 στα νοτιοκεντρικά βουλγαρικά εδάφη ξέσπασε μια άλλη εξέγερση, αλλά ακόμη πιο ανοργάνωτη από την προηγούμενη.
Ωστόσο οι Οθωμανοί, που στερούντο επαρκών τακτικών στρατευμάτων λόγω των προβλημάτων στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν άτακτους βασιβουζούκους για να πατάξουν τους Βουλγάρους (11 Μαίου - 9 Ιουνίου 1876). Αυτοί οι άτακτοι ως επί το πλείστον προέρχονταν από τους Μουσουλμάνους κατοίκους των Βουλγαρικών περιοχών, πολλοί από τους οποίους ήταν Τσερκέζοι πρόσφυγες, εκδιωγμένοι από τον Καύκασο από τη Ρωσική Αυτοκρατορία, ή Τάταροι της Κριμαίας πρόσφυγες, εκδιωγμένοι κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, ακόμη και Βούλγαροι. Οι βασιβουζούκοι κατέστειλαν την εξέγερση. Πέντε χιλιάδες από τις επτά χιλιάδες χωρικούς του Μπατάκ "θανατώθηκαν". Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, τόσο το Μπατάκ όσο και η Περούστιτσα, όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού επίσης σφαγιάστηκε, δεν είχαν συμμετάσχει στην εξέγερση. Πολλοί από τους δράστες αυτών των σφαγών αργότερα παρασημοφορήθηκαν από την Οθωμανική ανώτερη διοίκηση. Οι σύγχρονοι ιστορικοί έχουν υπολογίσει τον αριθμό όσων σκοτώθηκαν κατά την καταστολή της εξέγερσης μεταξύ 3.000 και 10.000. Λόγω αυτών των επιθέσεων ο Βουλγαρικός στρατός προέβη σε βίαιες αδικαιολόγητες ενέργειες κατά των μεγάλων τουρκικών πληθυσμών. Συνέλαβε, βασάνισε και σκότωσε πολλούς από τους βασιβουζούκους στην Ευρώπη.
-
Κονσταντίν Μακόφσκι, Οι μαρτύρισσες, πινακας που απεικονίζει τις θηριωδίες των βασιβουζούκων στη Μακεδονία.
-
Βασιβουζούκοι πιασμένοι αιχμάλωτοι από το Βουλγαρικό και το Ρωσικό στρατό.
-
Βασιβουζούκοι, επιστρέφοντας με τα λάφυρα από τη Ρουμανική ακτή του Δούναβη.
Διεθνής αντίδραση για τις θηριωδίες στη Βουλγαρία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η είδηση των θηριωδιών των βασιβουζούκων φιλτραρίστηκε προς τον έξω κόσμο μέσω του υπό Αμερικανική διεύθυνση Ρόμπερτ Κόλετζ, που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Η πλειοψηφία των φοιτητών ήταν Βούλγαροι και πολλοί έλαβαν τα νέα για τα γεγονότα από τις οικογένειές τους. Σύντομα η Δυτική διπλωματική κοινότητα στην Κωνσταντινούπολη γέμισε φήμες, που τελικά κατέληξαν σε εφημερίδες στη Δύση. Ευρισκόμενος στην Κωνσταντινούπολη ο προτεστάντης ιεραπόστολος Τζορτζ Γουόρεν Γουντ ανέφερε ότι οι τουρκικές αρχές στην Αμάσεια έκαναν βάναυσες διώξεις Χριστιανών Αρμενίων προσφύγων από το Σουκούμ Καλέχ. Κατάφερε να συνεργαστεί με το Βρετανό διπλωμάτη Εντουαρντ Μάλετ να θέσει το θέμα υπόψη της Υψηλής Πύλης και στη συνέχεια του Βρετανού υπουργού εξωτερικών Ρόμπερτ Γκάσκοϊν-Σέσιλ (Μαρκήσιου του Σώλσμπερι). Στη Βρετανία, όπου η κυβέρνηση του Ντισραέλι είχε δεσμευτεί για την υποστήριξη των Οθωμανών στη συνεχιζόμενη κρίση στα Βαλκάνια, η Φιλελεύθερh αντιπολιτευόμενη εφημερίδα Daily News ανέθεσε στον Αμερικανό δημοσιογράφο ΜακΓκάαν να υποβάλει έκθεση για τα γεγονότα των σφαγών από πρώτο χέρι.
Ο ΜακΓκάαν περιόδευσε στις πληγείσες περιοχές της βουλγαρικής εξέγερσης, και η έκθεσή του, στα πρωτοσέλιδα της Daily News, έστρεψε τη βρετανική κοινή γνώμη εναντίον φιλοοθωμανικής πολιτικής του Ντισραέλι. Το Σεπτέμβριο ο αρχηγός της αντιπολίτευσης Γουίλιαμ Γκλάντστοουν δημοσίευσε το έργο του Η Βουλγαρική Φρίκη και το Ανατολικό Ζήτημα καλώντας τη Βρετανία να αποσύρει την υποστήριξή της προς την Τουρκία και προτείνοντας η Ευρώπη να απαιτήσει την ανεξαρτησία της Βουλγαρίας και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Καθώς οι λεπτομέρειες έγιναν γνωστές σε όλη την Ευρώπη, πολλοί επιφανείς, όπως ο Κάρολος Δαρβίνος, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Βικτόρ Ουγκώ και ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι καταδίκασαν δημοσίως τα Οθωμανικά έκτροπα στη Βουλγαρία.
Η ισχυρότερη αντίδραση ήρθε από τη Ρωσία. Η ευρεία συμπάθεια για τη βουλγαρική υπόθεση οδήγησε σε πανεθνικό κύμα πατριωτισμού σε κλίμακα συγκρίσιμη με εκείνη κατά την Εισβολή του Ναπολέοντα το 1812. Από το φθινόπωρο του 1875 το κίνημα για την υποστήριξη της βουλγαρικής εξέγερσης διαπέρασε όλες τις τάξεις της ρωσικής κοινωνίας. Αυτό συνοδεύτηκε από έντονη δημόσια συζήτηση για τους ρωσική στόχους σε αυτή τη σύγκρουση: οι Σλαβόφιλοι, με επικεφαλής το Ντοστογιέφσκι, έβλεπαν στον επικείμενο πόλεμο την ευκαιρία να ενωθούν όλα τα Ορθοδόξα έθνη υπό την ηγεσία της Ρωσίας, εκπληρώνοντας έτσι αυτό που πίστευαν ότι ήταν η ιστορική αποστολή της Ρωσίας, ενώ οι αντίπαλοί τους, οι εκδυτικιστές, με επικεφαλής τον Τουργκένιεφ, αρνιόνταν τη σημασία της θρησκείας και πίστευαν ότι στόχος της Ρωσίας δεν θα πρέπει να είναι η υπεράσπιση της Ορθοδοξίας αλλά η απελευθέρωση της Βουλγαρίας.
Σερβοτουρκικός Πόλεμος και διπλωματικοί ελιγμοί
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 30 Ιουνίου 1876 η Σερβία, ακολουθούμενη από το Μαυροβούνιο, κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο ο ανεπαρκώς προετοιμασμένος και ελλιπώς εξοπλισμένος Σερβικός στρατός, με τη βοήθεια Ρώσων εθελοντών δεν μπόρεσε να επιτύχει επιθετικά πλήγματα, αλλά κατάφερε να αποκρούσει την Οθωμανική επίθεση κατά της Σερβίας. Στο μεταξύ, ο Αλέξανδρος Β΄ της Ρωσίας και ο Πρίγκιπας Γκορτσακόβ συναντήθηκαν με το Φραγκίσκος Ιωσήφ Α΄ της Αυστροουγγαρίας και το Κόμη Αντράσυ στο κάστρο Ράιχσταντ της Βοημίας. Δεν έγινε γραπτή συμφωνία, αλλά κατά τις συζητήσεις η Ρωσία συμφώνησε να υποστηρίξει την Αυστριακή κατοχή της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, και η Αυστροουγγαρία, σε αντάλλαγμα, συμφώνησε να υποστηρίξει την επιστροφή της Νότιας Βεσσαραβίας, που είχε χάσει η Ρωσία κατά τον Κριμαϊκός Πόλεμο, και τη ρωσική προσάρτηση του λιμανιού του Μπατούμι στην ανατολική ακτή της Μαύρης Θάλασσας. Η Βουλγαρία επρόκειτο να γίνει αυτόνομη (ανεξάρτητη, σύμφωνα με τα ρωσικά αρχεία).
Καθώς οι μάχες στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη συνεχίζονταν, η Σερβία υπέστη μια σειρά από ήττες και ζήτησε από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να μεσολαβήσουν για να τεθεί τέρμα στον πόλεμο. Ενα κοινό τελεσίγραφο των Ευρωπαϊκων δυνάμεων ανάγκασε την Πύλη να δώσει στη Σερβία εκεχειρία ενός μηνός και να αρχίσει ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Ομως οι Τουρκικές ειρηνευτικές προτάσεις απορρίφθηκαν από τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις, ως πολύ σκληρές. Στις αρχές Οκτωβρίου, μετά τη λήξη της εκεχειρίας, ο τουρκικός στρατός επανέλαβε την επίθεσή του και η σερβική θέση γρήγορα έγινε απελπιστική. Στις 31 Οκτωβρίου η Ρωσία εξέδωσε τελεσίγραφο απαιτώντας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία να σταματήσει τις εχθροπραξίες και να υπογράψει νέα εκεχειρία με τη Σερβία εντός 48 ωρών. Αυτό υποστηρίχθηκε από μερική κινητοποίηση του ρωσικού στρατού (20 μεραρχιών) και ο Σουλτάνος αποδέχθηκε τους όρους του τελεσιγράφου.
Για την επίλυση της κρίσης συγκλήθηκε Διάσκεψη στη Κωνσταντινούπολη των Μεγάλων Δυνάμεων στις 11 Δεκεμβρίου 1876 (στην οποία οι Τούρκοι δεν είχαν προσκληθεί). Αντικείμενο διαπραγμάτευσης αποτέλεσε μια συμβιβαστική λύση, που παραχωρούσε αυτονομία στη Βουλγαρία, και έθετε τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη υπό τον κοινό έλεγχο των Ευρωπαϊκών δυνάμεων. Οι Οθωμανοί, ωστόσο, αρνήθηκαν να θυσιάσουν την ανεξαρτησία τους, επιτρέποντας σε διεθνείς εκπρόσωπους να επιβλέπουν τη θέσπιση των μεταρρυθμίσεων και επιχείρησαν να ακυρώσουν τη διάσκεψη, ανακοινώνοντας στις 23 Δεκεμβρίου, την ημέρα ολοκλήρωσης της διάσκεψης, ότι υιοθετήθηκε ένα σύνταγμα που διακήρυττε ίσα δικαιώματα για τις θρησκευτικές μειονότητες στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Οι Οθωμανοί προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν αυτό τον ελιγμό για να ληφθούν υπόψη οι αντιρρήσεις και οι τροπολογίες τους στη συμφωνία. Όταν αυτές απορρίφθηκαν από τις Μεγάλες Δυνάμεις η Οθωμανική Αυτοκρατορία ανακοίνωσε την απόφασή του να αγνοήσει τα αποτελέσματα της διάσκεψης.
Στις 15 Ιανουαρίου 1877 η Ρωσία και η Αυστροουγγαρία υπέγραψαν μια συμφωνία που επικύρωνε τα αποτελέσματα της προηγούμενης Συμφωνίας του Ράιχσταντ του Ιουλίου του 1876. Αυτή διαβεβαίωνε τη Ρωσία για την ευμενή ουδετερότητα της Αυστροουγγαρίας στον επικείμενο πόλεμο. Αυτοί οι όροι σήμαιναν ότι σε περίπτωση πολέμου η Ρωσία θα διεξήγε τον πόλεμο και η Αυστρία θα αντλούσε το μεγαλύτερο μέρος των ωφελημάτων. Ως εκ τούτου η Ρωσία έκανε μια τελευταία προσπάθεια για μια ειρηνική διευθέτηση. Μετά την επίτευξη συμφωνίας με τον κύριο ανταγωνιστή της στα Βαλκάνια και με τα αντιοθωμανικά αισθήματα να διατρέχουν όλη την Ευρώπη, λόγω των θηριωδιών στη Βουλγαρία και την απόρριψη των συμφωνιών της Κωνσταντινούπολης, η Ρωσία αισθάνθηκε τελικά ελεύθερη να κηρύξει τον πόλεμο.
Η Πορεία του Πολέμου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αρχικοί χειρισμοί
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 12 Απριλίου 1877 η Ρουμανία έδωσε την άδεια στα ρωσικά στρατεύματα να περάσουν μέσα από το έδαφός της για να επιτεθούν στους Τούρκους, με αποτέλεσμα τους τουρκικούς βομβαρδισμούς των ρουμανικών πόλεων στο Δούναβη.Η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο κατά των Οθωμανών στις 24 Απριλίου 1877 και τα στρατεύματά της εισήλθαν στη Ρουμανία μέσω της νεόκτιστης γέφυρας Άιφελ κοντά στο Ουγκένι, στον ποταμό Προύθο. Ο Πρώσος βασιλιάς Φρειδερίκος Β΄ είχε παρατηρήσει ειρωνικά έναν αιώνα νωρίτερα ότι ένας πόλεμος μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ρωσίας θα ήταν "ένας πόλεμος μεταξύ του μονόφθαλμου και του τυφλού". Στις 10 Μαΐου 1877 το Πριγκιπάτο της Ρουμανίας, που ήταν υπό την επίσημη τουρκική κυριαρχία, κήρυξε την ανεξαρτησία του.
Κατά την έναρξη του πολέμου η έκβασή του δεν ήταν καθόλου προφανής. Οι Ρώσοι μπορούσαν να στείλουν μεγαλύτερο στρατό στα Βαλκάνια: περίπου 300.000 στρατιώτες ήταν εφικτό. Οι Οθωμανοί είχαν περίπου 200.000 στρατιώτες στη Βαλκανική χερσόνησο, από τους οποίους περίπου 100.000 σε οχυρωμένες φρουρές, αφήνοντας περίπου 100.000 στρατό για επιχειρήσεις. Οι Οθωμανοί είχαν το πλεονέκτημα να είναι οχυρωμένοι, πλήρη έλεγχο της Μαύρης Θάλασσας, και σκάφη περιπολίας κατά μήκος του ποταμού Δούναβη. Διέθεταν επίσης ανώτερα όπλα, συμπεριλαμβανομένων νέων βρετανικής και αμερικανικής κατασκευής τουφεκιών και γερμανικής κατασκευής πυροβόλων.
Στην πράξη ωστόσο οι Οθωμανοί συνήθως κατέφευγαν στην παθητική άμυνα, αφήνοντας τη στρατηγική πρωτοβουλία στους Ρώσους, που, αφού έκαναν κάποια λάθη, βρήκαν μια στρατηγική νίκης για τον πόλεμο.
Η Οθωμανική στρατιωτική διοίκηση στην Κωνσταντινούπολη δεν έκανε σωστή εκτίμηση των ρωσικών προθέσεων. Θεώρησε ότι οι Ρώσοι δεν θα έμπαιναν στον κόπο να βαδίσουν κατά μήκος του Δούναβη και να τον διασχίσουν πεζή από το δέλτα και θα προτιμούσε τη σύντομη διαδρομή κατά μήκος της ακτής της Μαύρης Θάλασσας. Για αυτό έπρεπε να αγνοήσουν το γεγονός ότι η ακτή είχε τα ισχυρότερα και καλύτερα εφοδιασμένα και φυλασσόμενα τουρκικά φρούρια. Υπήρχε μόνο ένα καλά επανδρωμένο φρούριο κατά μήκος του εσωτερικού τμήματος του ποταμού Δούναβη, το Βίντιν. Εφρουρείτο μόνο και μόνο επειδή τα στρατεύματα, με επικεφαλής τον Οσμάν Πασά, είχαν μόλις λάβει μέρος στη νίκη κατά των Σέρβων στον πρόσφατο πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Ρωσική εκστρατεία ήταν καλύτερα σχεδιασμένη αλλά βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην τουρκική παθητικότητα. Ένα κρίσιμο ρωσικό λάθος ήταν η αρχική αποστολή πολύ λίγων στρατιωτών. Το Δούναβη διέσχισε τον Ιούνιο μια εκστρατευτική δύναμη περίπου 185.000, που ήταν ελαφρώς μικρότερη από το σύνολο των Τουρκικών δυνάμεων στα Βαλκάνια (περίπου 200.000). Μετά από αποτυχίες τον Ιούλιο (σε Πλέβεν και Στάρα Ζαγόρα), η ρωσική στρατιωτική διοίκηση κατάλαβε ότι δεν είχε τα αποθέματα για να εξακολουθήσει την επίθεση πηγαίνει και τήρησε μια αμυντική στάση. Οι Ρώσοι δεν είχαν ακόμη αρκετές δυνάμεις για τον αποτελεσματικό αποκλεισμό του Πλέβεν σωστά μέχρι τα τέλη Αυγούστου, γεγονός που τελικά καθυστέρησε την όλη εκστρατεία για περίπου δύο μήνες.
Βαλκανικό μέτωπο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Με την έναρξη του πολέμου η Ρωσία και η Ρουμανία κατέστρεψαν όλα τα σκάφη κατά μήκος του Δούναβη και ναρκοθέτησαν το ποτάμι, εξασφαλίζοντας έτσι ότι οι ρωσικές δυνάμεις θα μπορούσαν να διασχίσουν το Δούναβη σε οποιοδήποτε σημείο χωρίς αντίσταση από το Οθωμανικό ναυτικό. Η Οθωμανική διοίκηση υποτίμησε τη σημασία των ενεργειών των Ρώσων. Τον Ιούνιο μια μικρή ρωσική μονάδα διέσχισε το Δούναβη κοντά στο δέλτα, στο Γκαλάτσι και βάδισε προς το Ρουστσούκ (σήμερα Ρούσε). Αυτό έπεισε τους Οθωμανούς ακόμα περισσότερο ότι η μεγάλη ρωσική δύναμη θα ερχόταν δεξιά, εν μέσω των Οθωμανικών οχυρών.
Υπό την άμεση διοίκηση του Υποστράτηγου Μιχαήλ Ιβάνοβιτς Ντραγκομίροβ, τη νύχτα της 27/28 Ιούνιος 1877 (NΗ) οι Ρώσοι κατασκεύασαν μια πλωτή γέφυρα πάνω από το Δούναβη στο Σβιστόφ. Μετά από σύντομη μάχη κατά την οποία οι Ρώσοι είχαν απώλειες 812 νεκρούς και τραυματίες, εξασφάλισαν την απέναντι όχθη και εκδίωξαν την Οθωμανική ταξιαρχία πεζικού, που υπερασπιζόταν το Σβιστόφ. Σε αυτό το σημείο η ρωσική δύναμη χωρίστηκε σε τρία μέρη: το Ανατολικό Απόσπασμα υπό τη διοίκηση του Τσάρεβιτς Αλεξάντερ Αλεξάντροβιτς, μέλλοντος Τσάρου Αλέξανδρου Γ΄ της Ρωσίας, για να καταλάβει το φρούριο του Ρουστσούκ καινα καλύπτει την ανατολική πλευρά του στρατού, το Δυτικό Αποσπάσμα για να καταλάβει το φρούριο της Νικόπολης και να καλύπτει τη δυτική πλευρά του στρατού και το Προωθημένο Απόσπασμα υπό τον Κόμη Ιωσήφ Βλαντιμίροβιτς Γκούρκο, για να κινηθεί γρήγορα μέσω του Βελίκο Τίρνοβο και να διαπεράσει τον Αίμο, το σημαντικότερο εμπόδιο μεταξύ του Δούναβη και τη Κωνσταντινούπολης.
Απαντώντας στη διέλευση των Ρώσων από το Δούναβη, η Οθωμανική ανώτερη διοίκηση στην Κωνσταντινούπολη διέταξε τον Οσμάν Νουρί Πασά να προελάσει ανατολικά από το Βίντιν για να καταλάβει το φρούριο της Νικόπολης, ακριβώς δυτικά της Ρωσικής διέλευσης. Στο δρόμο του για τη Νικόπολη ο Οσμάν Πασά έμαθε ότι οι Ρώσοι είχαν ήδη καταλάβει το φρούριο και έτσι μετακινήθηκε στην πόλη-σταυροδρόμι της Πλέβνας (γνωστής σήμερα ως Πλέβεν), που την κατέλαβε με μια δύναμη περίπου 15.000 στις 19 Ιουλίου (NΗ). Οι Ρώσοι, περίπου 9.000 υπό τη διοίκηση του στρατηγού Σίλντερ-Σούλντνερ, έφτασε στην Πλέβνα νωρίς το πρωί. Έτσι ξεκίνησε η πολιορκία της Πλέβνας.
Ο Οσμάν Πασάς οργάνωσε την άμυνα και απέκρουσε δύο ρωσικές επιθέσεις με τεράστιες απώλειες για τη ρωσική πλευρά. Σε εκείνο το σημείο, οι αντίπαλοι ήταν σχεδόν ισάριθμοι και ο ρωσικός στρατός ήταν πολύ αποθαρρυμένος. Οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι μια αντεπίθεση θα επέτρεπε τους Οθωμανούς να αποκτήσουν τον έλεγχο της γέφυρα των Ρώσων και να την καταστρέψουν. Ωστόσο ο Οσμάν Πασάς είχε εντολές να παραμείνει οχυρωμένος στην Πλέβνα και έτσι δεν άφησε το φρούριο.
Η Ρωσία δεν είχε περισσότερα στρατεύματα να ρίξει κατά της Πλέβνας, έτσι οι Ρώσοι την πολιόρκησαν και στη συνέχεια ζήτησαν από τους Ρουμάνους να παράσχουν επιπλέον στρατεύματα. Στις 9 Αυγούστου ο Σουλεϊμάν Πασάς έκανε μια προσπάθεια να βοηθήσει τον Οσμάν Πασά με 30.000 στρατιώτες, αλλά ανακόπηκε από τους Βουλγάρους στη Μάχη στο Πέρασμα της Σίπκα. Μετά από τριήμερη μάχη οι εθελοντές ανακουφίστηκαν από μια ρωσική δύναμη με επικεφαλής το Στρατηγό Ράντετσκι και οι τουρκικές δυνάμεις αποσύρθηκαν. Λίγο αργότερα ρουμανικές δυνάμεις διέσχισαν το Δούναβη και προσχώρησαν στην πολιορκία. Στις 16 Αυγούστου, στο Γκόρνι-Στούντεν, τα στρατεύματα γύρω από την Πλέβνα τέθηκαν υπό τη διοίκηση του Ρουμάνου Πρίγκιπα Καρόλου με τη βοήθεια του Ρώσου στρατηγού Πάβελ Ντμίτριεβιτς Ζότοβ και του Ρουμάνου στρατηγού και της ρουμανικής γενικής Αλεξάντρου Τσερνάτ.
Οι Τούρκοι διατηρούσαν αρκετά φρούρια γύρω από το Πλέβεν που οι ρωσικές και ρουμανικές δυνάμεις τα ελλάττωναν σταδιακά. Η 4η Ρουμανική Μεραρχία με επικεφαλής το Στρατηγό Γκεόργκε Μάνου κατέλαβε το οχύρωμα Γκρίβιτσα μετά από τέσσερις αιματηρές επιθέσεις και κατάφερε να το κρατήσει μέχρι το τέλος της πολιορκίας. Η πολιορκία της Πλέβνας (Ιούλιος-Δεκέμβριος 1877) απέβη νικηφόρος μόνο όταν οι ρωσικές και ρουμανικές δυνάμεις απέκοψαν όλες τις γραμμές εφοδιασμού των οχυρωμένων Οθωμανών. Με τις προμήθειες να εξαντλούνται, ο Οσμάν Πασάς έκανε μια προσπάθεια να διασσπάσει τη ρωσική πολιορκία προς την κατεύθυνση του Οπανετς. Στις 9 Δεκεμβρίου τα μεσάνυχτα οι Οθωμανοί έριξαν γέφυρες πάνω από τον Ποταμό Βιτ και τον πέρασαν, επιτέθηκαν σε ένα μέτωπο 3,2 χιλιομέτρων και διέσπασαν την πρώτη γραμμή των ρωσικών χαρακωμάτων. Εδώ πολέμησαν σώμα με σώμα και με τις ξιφολόγχες, χωρίς ουσιαστικό νικητή. Υπερτερώντας αριθμητικά των Οθωμανών σχεδόν 5 προς 1, οι Ρώσοι έδιωξαν τους Οθωμανούς πέρα από το Βιτ. Ο Οσμάν Πασάς τραυματίστηκε στο πόδι από αδέσποτη σφαίρα, που σκότωσε το άλογό του. Κάνοντας μια σύντομη στάση, οι Οθωμανοί γύρισαν τελικά πάλι μέσα στην πόλη, χάνοντας 5.000 άνδρες έναντι 2.000 των Ρώσων. Την επόμενη μέρα ο Οσμάν παρέδωσε την πόλη, τη φρουρά και το σπαθί του στο Ρουμάνο συνταγματάρχη Μιχαήλ Τσέρκεζ. Υπέστη τιμητική μεταχείριση αλλά τα στρατεύματά του χάθηκαν στα χιόνια κατά χιλιάδες, καθώς προσπαθούσαν να αποφύγουν την αιχμαλωσία. Οι σοβαρότερα τραυματίες έμειναν παρέμειναν στα νοσοκομεία του στρατοπέδου τους, για να δολοφονηθούν τελικά από τους Βουλγάρους.
Σε αυτό το σημείο η Σερβία, έχοντας τελικά εξασφαλίσει οικονομική βοήθεια από τη Ρωσία, κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και πάλι. Αυτή τη φορά υπήρχαν πολύ λιγότεροι Ρώσοι αξιωματικοί στο Σερβικό στρατό, αλλά αυτό αντισταθμιζόταν με το παραπάνω από την εμπειρία που είχε αποκτηθεί από τον πόλεμο του 1876-1877. Υπό την τυπική διοίκηση του πρίγκιπα Μίλαν Ομπρένοβιτς (η πραγματική διοίκηση ήταν στα χέρια του στρατηγού Κόστα Πρότιτς, αρχηγού του γενικού επιτελείου), ο Σερβικός Στρατός συνέχισε την επίθεση στη σημερινή νοτιοανατολική Σερβία. Μια προγραμματισμένη επίθεση στο Οθωμανικό Σαντζάκι του Νόβι Παζάρ ματαιώθηκε λόγω της ισχυρής διπλωματικής πίεσης από την Αυστροουγγαρία, που ήθελε να εμποδίσει τη Σερβία και το Μαυροβούνιο να έρθουν σε επαφή, και είχε σχέδια να επεκτείνει την επιρροή της στην περιοχή. Οι Οθωμανοί, υπολειπόμενοι αριθμητικά σε αντίθεση με δύο χρόνια πριν, ως επί το πλείστον αυτοπεριορίσθηκαν στην παθητική άμυνα των οχυρών. Μέχρι το τέλος των εχθροπραξιών οι Σέρβοι είχαν καταλάβει την Ακ-Παλάνκα (σήμερα Μπέλα Παλάνκα), το Πίροτ, τη Νις και το Βράνιε.
Οι Ρώσοι υπό το Στρατάρχη Ιωσήφ Βλαντιμίροβιτς Γκούρκο κατόρθωσαν να καταλάβουν τα περάσματα στον Αίμο, που ήταν ζωτικής σημασίας για ελιγμούς. Στη συνέχεια οι δύο πλευρές έδωσαν σειρά από μάχες για το Πέρασμα της Σίπκα. Ο Γκούρκο έκανε αρκετές επιθέσεις στο Πέρασμα και τελικά το εξασφάλισε. Τα Οθωμανικά στρατεύματα κατέβαλαν προσπάθεια για να ανακτήσουν αυτό το σημαντικό πέρασμα, για να το χρησιμοποιήσουν για να ενισχύσουν τον Οσμάν Πασά στο Πλέβεν, αλλά απέτυχαν. Τελικά ο Γκούρκο ηγήθηκε μιας τελικής επίθεσης, που συνέτριψε τους Οθωμανούς γύρω από το Πέρασμα της Σίπκα. Η Οθωμανική επίθεση κατά του Περάσματος της Σίπκα θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα λάθη του πολέμου, καθώς και άλλα περάσματα ήταν σχεδόν αφύλακτα. Στο μεταξύ τεράστιος αριθμός Οθωμανικών στρατευμάτων παρέμενε στα οχυρά κατά μήκος της ακτής της Μαύρης Θάλασσας και ασχολείτο με ελάχιστες επιχειρήσεις.
Ένας ρωσικός στρατός διέσχισε τον Αίμο από ένα ψηλό χιονισμένο πέρασμα το χειμώνα, καθοδηγούμενος και βοηθούμενος από ντόπιους Βούλγαρους, πράγμα που δεν ανέμενε ο Οθωμανικός στρατός, νίκησε τους Τούρκους στη Μάχη του Tάσκεσεν και κατέλαβε τη Σόφια. Ο δρόμος ήταν πλέον ανοιχτός για μια γρήγορη προέλαση μέσω της Φιλιππούπολης και της Αδριανούπολης προς την Κωνσταντινούπολη.
Εκτός από το Ρουμανικό Στρατό (που κινητοποίησε 130.000 άνδρες, χάνοντας στον πόλεμο 10.000 από αυτούς), ένα ισχυρό Φινλανδικό σώμα και πάνω από 12.000 εθελοντικά Βουλγαρικά στρατεύματα (опълченци, Οπάλτσεντσι) από τον ντόπιο Βουλγαρικό πληθυσμό, καθώς και πολλά αποσπάσματα χαϊντούκ (ανταρτών) πολέμησαν στον πόλεμο στο πλευρό των Ρώσων. Για ναα εκφράσει την ευγνωμοσύνη του προς το Φινλανδικό τάγμα, ο Τσάρος αναβάθμισε το τάγμα κατά την επιστροφή του στην πατρίδα με το όνομα Τάγμα της Παλιάς (Αυτοκρατορικής) Φρουράς.
Μέτωπο του Καυκάσου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην Καυκασία, τη Γεωργία και την Αρμενία ήταν το Ρωσικό Σώμα του Καυκάσου, που αποτελείτο από περίπου 50.000 άνδρες και 202 πυροβόλα όπλα υπό τη γενική διοίκηση του Μεγάλου Δούκα Μιχαήλ Νικολάγεβιτς, Γενικού Κυβερνήτη του Καυκάσου. Η Ρωσική δύναμη είχε απέναντί της έναν Οθωμανικό Στρατό 100.000 ανδρών με επικεφαλής το Στρατηγό Αχμέτ Μουχτάρ Πασά. Ενώ ο Ρωσικός στρατός ήταν καλύτερα προετοιμασμένος για να πολεμήσει στην περιοχή, υστερούσε τεχνολογικά σε ορισμένους τομείς, όπως το βαρύ πυροβολικό, και σε εξοπλισμό, για παράδειγμα έναντι του μεγαλύτερου βεληνεκούς πυροβολικού Κρουπ, με το οποίο η Γερμανία είχε εφοδιάσει τους Οθωμανούς.
Επικεφαλής του Σώματος του ΚαυκάσουΟ Καύκασος ήταν μια τετράδα Αρμενίων διοικητών: οι Στρατηγοί Μιχαήλ Λόρις-Μελίκοβ, Αρσάκ Τερ-Γκουκάσοβ (Τερ-Γκουκάσοβ / Τερ-Γκουκασιάν), Ιβάν Λαζάρεφ και Μπόρις Σελκόβνικοβ. Ήταν οι δυνάμεις του Αντιστράτηγου Τερ-Γκουκάσοβ, που στάθμευαν κοντά στο Γερεβάν, που ξεκίνησαν την πρώτη επίθεση στην Οθωμανική επικράτεια με την κατάληψη τη πόλης Ντογκουμπεγιαζίντ στις 27 Απριλίου 1877. Αξιοποιώντας τη νίκη αυτή του Τερ-Γκουκάσοβ οι ρωσικές δυνάμεις προέλασαν, καταλαμβάνοντας την περιοχή του Αρνταχάν στις 17 Μαΐου. Ρωσικές μονάδες πολιόρκησαν επίσης την πόλη Καρς την τελευταία εβδομάδα του Μαΐου, όμως Οθωμανικές ενισχύσεις ήραν την πολιορκία και τις απώθησαν. Με την υποστήριξη ενισχύσεων το Νοέμβριο του 1877 ο Στρατηγός Λαζάρεφ ξεκίνησε μια νέα επίθεση στο Καρς, καταλαμβάνοντας τα νότια οχυρά που οδηγούσαν προς την πόλη και το ίδια Καρς στις 18 Νοεμβρίου. Στις 19 Φεβρουαρίου 1878 η στρατηγική πόλη-φρούριο του Ερζερούμ καταλήφθηκε από τους Ρώσους μετά από μια μακρά πολιορκία. Παρά το γεγονός ότι εγκατέλειψαν τον έλεγχο του Ερζερούμ στους Οθωμανούς στο τέλος του πολέμου, οι Ρώσοι απέκτησαν τις περιοχές των Μπατούμι, Αρνταχάν, Καρς, Ολτι και Σαρικαμίς, με τις οποίες δημιούργησαν την Επαρχία του Καρς.
Πολιτική διοίκηση στη Βουλγαρία κατά τη διάρκεια του πολέμου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Απελευθερωμένα από το Ρωσικό Αυτοκρατορικό Στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι Βουλγαρικές περιοχές από τον Απρίλιο του 1877 τέθηκαν υπό τη διοίκηση μιας προσωρινής Ρωσικής κυβέρνησης, που ιδρύθηκε στις αρχές του πολέμου. Η Συνθήκη του Βερολίνου (1878) προέβλεπε τη δυνατότητα τερματισμού της μετά την ίδρυση του Πριγκιπάτου της Βουλγαρίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας, μετά την οποία η προσωρινή ρωσική Ρωσικής κυβέρνηση καταργήθηκε το Μάιο του 1879. Οι κύριοι στόχοι της ήταν να αποκαταστήσει την ειρηνική ζωή και την προετοιμασία για την αναβίωση του βουλγαρικού κράτους.
Επακόλουθα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υπό την πίεση των Βρετανών η Ρωσία αποδέχθηκε την εκεχειρία που ζήτησε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στις 31 Ιανουαρίου 1878 αλλά συνέχισε να κινείται προς την Κωνσταντινούπολη.
Οι Βρετανοί έστειλαν στόλο από πολεμικά πλοία για να εκφοβίσει τη Ρωσία να μην μπει στην πόλη και οι ρωσικές δυνάμεις σταμάτησαν στο Άγιο Στέφανο. Τελικά η Ρωσία κατέληξε σε ένα διακανονισμό με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου στις 3 Μαρτίου, με την οποία η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνώριζε την ανεξαρτησία της Ρουμανίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου και την αυτονομία της Βουλγαρίας.
Θορυβημένες από την επέκταση της Ρωσικής ισχύος στα Βαλκάνια οι Μεγάλες Δυνάμεις αργότερα επέβαλαν τροποποιήσεις της Συνθήκης στο Συνέδριο του Βερολίνου. Η κύρια αλλαγή εδώ ήταν ότι η Βουλγαρία θα έπρεπε να διχοτομηθεί, σύμφωνα με προηγούμενες συμφωνίες μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, που δεν επέτρεπαν τη δημιουργία ενός μεγάλου νέου Σλαβικού κράτους: το βόρειο και το ανατολικό τμήμα να γίνουν ηγεμονίες όπως και πριν (η Βουλγαρία και η Ανατολική Ρωμυλία), αν και με διαφορετικούς κυβερνήτες και η περιοχή της Μακεδονίας, αρχικά τμήμα της Βουλγαρίας με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, θα επέστρεφε στην άμεση Οθωμανική διοίκηση. Στο Συνέδριο του Βερολίνου ο Βίσμαρκ είπε ότι πολεμούσε για την ειρήνη στην Ευρώπη.
Συνέπειες για το Μουσουλμανικό και Χριστιανικό πληθυσμό της Βουλγαρίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι απώλειες Μουσουλμάνων αμάχων κατά τη διάρκεια του πολέμου συχνά εκτιμώνται σε δεκάδες χιλιάδες. Οι δράστες αυτών των σφαγών είναι υπό αμφισβήτηση, με τον Αμερικανό ιστορικό Τζάστιν Μακκάρθυ να υποστηρίζει ότι έγιναν από Ρώσους στρατιώτες, Κοζάκους, καθώς και Βούλγαρους εθελοντές και χωρικούς, αν και υπήρχαν λίγες απώλειες αμάχων στις μάχες, ενώ ο Τζέιμς Τ. Ράιντ υποστηρίζει ότι οι Τσερκέζοι ήταν κυρίως υπεύθυνοι για τις προσφυγικές ροές, ότι υπήρχαν απώλειες αμάχων από τις μάχες και ακόμη ότι ο Οθωμανικός στρατός ήταν υπεύθυνος για απώλειες μεταξύ του Μουσουλμανικού πληθυσμού. Σύμφωνα με το Τζον Τζόζεφ τα ρωσικά στρατεύματα προέβαιναν συχνά σε σφαγές μουσουλμάνων αγροτών για να αποτρέπουν από την παρεμπόδιση των εφοδιαστικών και επιχειρησιακών κινήσεων τους. Κατά τη μάχη του Χαρμανλί και τη σφαγή που ακολούθησε των Μουσουλμάνων αμάχων, αναφέρθηκε ότι μια τεράστια ομάδα Μουσουλμάνων προσφύγων δέχθηκαν επίθεση από το Ρωσικό στρατό, με αποτέλεσμα χιλιάδες Μουσουλμάνοι πρόσφυγες να χάσουν τη ζωή τους και τα αγαθά τους να λεηλατηθούν. Ο ανταποκριτής της Daily News περιγράφει ως αυτόπτης μάρτυρας την καύση 4 ή 5 τουρκικών χωριών από τα ρωσικά στρατεύματα σε αντίποινα για τους Τούρκους, που πυροβολούσαν τους Ρώσους από τα χωριά, αντί πίσω από βράχους ή δέντρα.
Ο αριθμός των Μουσουλμάνων προσφύγων εκτιμάται από το Ρ. Τ. Κράμπτον σε 130.000. Ο Ρίτσαρντ Φρουχτ εκτιμά ότι μόνο το μισό (700.000) του προπολεμικού Μουσουλμανικού πληθυσμού παρέμεινε μετά τον πόλεμο, 216.000 είχαν πεθάνει και οι υπόλοιποι μεταναστεύσει. Ο Ντάγκλας Άρθουρ Χάουαρντ εκτιμά ότι οι μισοί από τους 1,5 εκατομμύρια Μουσουλμάνους, ως επί το πλείστον Τούρκους, στην προπολεμική Βουλγαρία είχε εξαφανιστεί το 1879. 200.000 είχαν πεθάνει, ενώ οι υπόλοιπο έγιναν μόνιμα πρόσφυγες στην Οθωμανική επικράτεια. Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με μια εκτίμηση, ο συνολικός πληθυσμός της Βουλγαρίας στα μεταπολεμική σύνορά της ήταν περίπου 2,8 εκατομμύρια το 1871, ενώ σύμφωνα με επίσημες απογραφές, ο συνολικός πληθυσμός ήταν 2.823.000 το 1880-1881.
Κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης καταστράφηκαν αρκετά Μουσουλμανικά κτίρια και πολιτιστικά κέντρα. Μια μεγάλη βιβλιοθήκη με παλιά τουρκικά βιβλία καταστράφηκε όταν ένα τζαμί στο Τάρνοβο κάηκε το 1877. Τα περισσότερα τζαμιά στη Σόφια καταστράφηκαν, επτά από αυτά μέσα σε μία νύχτα το Δεκέμβριο του 1878, οπότε μια καταιγίδα κάλυπτε το θόρυβο των εκρήξεων που προκάλεσαν Ρώσοι στρατιωτικοί μηχανικοί.
Τα πάνδεινα επίσης υπέστη ο Χριστιανικός πληθυσμός, ιδιαίτερα στα αρχικά στάδια του πολέμου, που βρέθηκε στο δρόμο των Οθωμανικών στρατευμάτων.
Η σημαντικότερη σφαγή Βουλγάρων αμάχων έγινε μετά τη μάχη του Ιουλίου της Στάρα Ζαγόρα, όταν οι δυνάμεις του Γκούρκο έπρεπε να υποχωρήσουν στο πέρασμα της Σίπκα. Στον απόηχο της μάχης οι δυνάμεις του Σουλεϊμάν Πασά έκαψαν και λεηλάτησαν την πόλη της Στάρα Ζαγόρα, που μέχρι εκείνη την στιγμή ήταν μία από τις μεγαλύτερες πόλεις στα βουλγαρικά εδάφη. Ο αριθμός των σφαγιασθέντων Χριστιανών αμάχων κατά τη διάρκεια της μάχης εκτιμάται σε 15.000. Οι δυνάμεις του Σουλεϊμάν Πασά επέβαλαν επίσης σε όλη την κοιλάδα του ποταμού Εβρου ένα καθεστώς τρόμου με τη μορφή απαγχονισμού στις γωνίες των δρόμων κάθε Βούλγαρου που είχε με οποιονδήποτε τρόπο βοηθήσει τους Ρώσους, αλλά ακόμα και χωριά που δεν είχαν βοηθήσει τους Ρώσους καταστράφηκαν και οι κάτοικοί τους εσφάγησαν. Αποτέλεσμα ήταν ως 100.000 άμαχου Βούλγαροι φύγουν βόρεια προς τα ρωσοκρατούμενα εδάφη. Αργότερα στην εκστρατεία τους οι Οθωμανικές δυνάμεις σχεδίαζαν να κάψουν την πόλη της Σόφιας, όταν ο Γκούρκο είχε καταφέρει να καταβάλει την αντίσταση τους στα περάσματα του δυτικού τμήματος του Αίμου. Μόνο η άρνηση του Ιταλού Πρόξενου Βίτο Ποζιτάνο, του Γάλλου Υποπρόξενου Λεάντρ Φρανσουά Ρενέ λε Γκε και του Αυστροούγγρου Υποπρόξενου να εγκαταλείψουν τη Σόφια το απέτρεψε. Μετά την Οθωμανική υποχώρηση ο Ποζιτάνο οργάνωσε ακόμη και ένοπλα αποσπάσματα για την προστασία του πληθυσμού από τους επιδρομείς ( λιποτάκτες του τακτικού Οθωμανικού στρατού, βασιβουζούκους και Τσερκέζους).
Βούλγαροι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι 30.000 Βούλγαροι άμαχοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, εκ των οποίων τα δύο τρίτα στην περιοχή της Στάρα Ζαγόρα.
Συνέπειες για τον Εβραϊκό πληθυσμό της Βουλγαρίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πολλές εβραϊκές κοινότητες στο σύνολό τους αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν τους υποχωρούντες Τούρκους, ως προστάτες τους. Τα Δελτία της Παγκόσμιας Ισραηλιτικής Συμμαχίας ανέφεραν ότι χιλιάδες Εβραίων της Βουλγαρίας βρήκαν καταφύγιο στην Οθωμανική πρωτεύουσα της Κωνσταντινούπολης.
Διεθνοποίηση του Αρμενικού Ζητήματος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η κατάληξη του Ρωσοτουρκικού Πολέμου οδήγησε επίσης στη διεθνοποίηση του Αρμενικού Ζητήματος. Πολλοί Αρμένιοι στις ανατολικές επαρχίες (Τουρκική Αρμενία) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χαιρέτησαν τους προελαύνοντες Ρώσους ως απελευθερωτές. Η βία και η αστάθεια που στρεφόταν κατά των Αρμενίων κατά τη διάρκεια του πολέμου από συμμορίες Κούρδων και Τσερκέζων είχαν κάνει πολλούς Αρμένιους να προσβλέπουν στους Ρώσους εισβολείς ως τους τελικούς εγγυητές της ασφάλειας τους. Τον Ιανουάριο του 1878 ο Αρμένιος Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Νερσές Β΄ Βαρζαπετιάν προσέγγισε τη Ρωσική ηγεσία με σκοπό να λάβει διαβεβαιώσεις ότι οι Ρώσοι θα εισήγαγαν διατάξεις στην εν όψει ειρηνευτική συνθήκη για την αυτοδιοίκηση των Αρμενικών επαρχιών. Αν και όχι τόσο σαφές, το άρθρο 16 της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου ανέφερε:
Δεδομένου ότι η αποχώρηση των Ρωσικών στρατευμάτων από το έδαφος που κατέχουν στην Αρμενία, και που πρόκειται να επιστραφεί στην Τουρκία, θα μπορούσε να οδηγήσει σε συγκρούσεις και επιπλοκές επιζήμιες για τη διατήρηση των καλών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, η Υψηλή Πύλη δεσμεύεται να υλοποιήσει, χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, τις βελτιώσεις και τις μεταρρυθμίσεις που ζητούνται με τοπικά αιτήματα στις επαρχίες που κατοικούνται από Αρμένιους και να εγγυηθεί την ασφάλειά τους έναντι των Κούρδων και των Τσερκέζων.
Η Μεγάλη Βρετανία, ωστόσο, αντιτέθηκε στη διατήρηση από τη Ρωσία τόσο πολλών Οθωμανικών εδαφών και την ανάγκασε να προβεί σε νέες διαπραγματεύσεις με τη σύγκληση του Συνεδρίου του Βερολίνου τον Ιούνιο του 1878. Μια Αρμενική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον ιεράρχη Μκρτιχ Κριμιάν ταξίδεψε στο Βερολίνο για να παρουσιάσει την υπόθεση των Αρμενίων, αλλά, προς μεγάλη απογοήτευσή του, έμεινε έξω από τις διαπραγματεύσεις. Το άρθρο 16 τροποποιήθηκε και αποδυναμωθεί και κάθε μνεία των Ρωσικών δυνάμεων που θα παρέμεναν στις επαρχίες αφαιρέθηκε. Στο τελικό κείμενο της Συνθήκης του Βερολίνου είχε μετατραπεί στο άρθρο 61, που ανέφερε:
Η Υψηλή Πύλη δεσμεύεται να υλοποιήσει, χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, τις βελτιώσεις και τις μεταρρυθμίσεις που ζητούνται με τοπικά αιτήματα στις επαρχίες που κατοικούνται από Αρμένιους και να εγγυηθεί την ασφάλειά τους έναντι των Κούρδων και των Τσερκέζων. Περιοδικά θα γνωστοποιεί τα μέτρα που έχουν ληφθεί για το σκοπό αυτό στις Δυνάμεις, που θα επιβλέπει την εφαρμογή τους.
Όπως αποδείχθηκε, οι μεταρρυθμίσεις δεν ήταν επικείμενες. Ο Κριμιάν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και έκανε μια διάσημη ομιλία στην οποία παρομοίασε τη διάσκεψη ειρήνης με ένα μεγάλο καζάνι 'Στιφάδο Ελευθερίας', όπου τα μεγάλα έθνη βούτηξαν με τις σιδερένιες κουτάλες τους για πραγματικά αποτελέσματα, ενώ η Αρμενική αντιπροσωπεία είχε μόνο μια χάρτινη κουτάλα. "Αχ αρμενικέ μου λαέ, είπε ο Κριμιάν, αν είχα βουτήξει τη χάρτινη κουτάλα μου στο καζάνι θα έλιωνε και θα έμενε εκεί! Οπου μιλούν τα όπλα και λάμπουν τα σπαθιά, τι σημασία έχουν οι εκκλήσεις και οι αναφορές; Λόγω της απουσίας απτών βελτιώσεων της δεινής κατάστασης της Αρμενικής κοινότητας, ένας αριθμός Αρμενίων διανοουμένων που ζουσαν στην Ευρώπη και τη Ρωσία τις δεκαετίες του 1880 και του 1890 σχημάτισαν πολιτικά κόμματα και επαναστατικές οργανώσεις για να εξασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες για τους συμπατριώτες τους στη Μικρά Ασία και άλλα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Διεθνές Κίνημα Ερυθρού Σταυρού και Ερυθράς Ημισελήνου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο πόλεμος προκάλεσε διαίρεση στα εμβλήματα του Διεθνούς Κινήματος Ερυθρού Σταυρού και Ερυθράς Ημισελήνου, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Τόσο η Ρωσία όσο και η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε υπογράψει την Πρώτη Σύμβαση της Γενεύης (1864), που καθιστούσε τον Ερυθρό Σταυρό, μια χρωματική αντιστροφή της σημαίας της ουδέτερης Ελβετίας, το μοναδικό έμβλημα προστασίας του στρατιωτικού ιατρικού προσωπικού και των εγκαταστάσεων του. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου ο σταυρός αντί για αυτό υπενθύμιζε στους Οθωμανούς τις Σταυροφορίες, έτσι επέλεξαν να αντικαταστήσουν το σταυρό με την Ερυθρά Ημισέληνο. Αυτό τελικά έγινε το σύμβολο των εθνικών οργανώσεων του Κινήματος στις περισσότερες Μουσουλμανικές χώρες και επικυρώθηκε ως έμβλημα προστασίας με τις μεταγενέστερες Συμβάσεις της Γενεύης το 1929 και το 1949 (η τρέχουσα έκδοση).
Το Ιράν, που συνόρευε τόσο με τη Ρωσική όσο και με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τις θεωρούσε αντιπάλους και πιθανώς θεωρούσε την Ερυθρά Ημισέληνο ιδίως οθωμανικό σύμβολο, γιατί, αν εξαιρέσουμε ότι είναι στο κέντρο και χωρίς ένα αστέρι, αποτελεί χρωματική αντιστροφή της Οθωμανικής (και της σύγχρονης Ττουρκικής) σημαίας. Αυτό φαίνεται να οδήγησε την εθνική τους οργάνωση του Κινήματος, αρχικά γνωστή ως Οργάνωση Ερυθρού Λέοντα και Ηλιου, να χρησιμοποιήσει μια κόκκινη εκδοχή του Λέοντα και Ήλιου, παραδοσιακού Ιρανικού συμβόλου. Μετά την Ιρανική Επανάσταση του 1979, το Ιράν μεταπήδησε στην Ερυθρά Ημισέληνο, αλλά οι Συμβάσεις της Γενεύης συνεχίζουν να αναγνωρίζουν τον Ερυθρό Λέοντα και Ηλιο, ως έμβλημα προστασίας.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Αυτός είναι ο αριθμός των στρατιωτών που είχαν ενεργό ρόλο στις πολεμικές επιχειρήσεις. Ο συνολικός αριθμός του Ρωσικού τακτικού στρατού την 1η Ιανουαρίου 1877 έφτανε τους 1.005.828 άνδρες
- ↑ Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία (Всемирная история войн-φσιμίρναγια ιστόρια βόιν) των Αντρέι Μέρνικοφ και Άννα Σπέκτορ (Мерников А. Г. & Спектор А. А.), Μινσκ, Λευκορωσία, 2005, σελίδα 376.
- ↑ Πόλεμοι και ευρωπαϊκοί Λαοί (Войны и народонаселение Европы-Βαϊνύ ι ναραντανασιλιένιε Ιβρόπυ) του Μπορίς Τσεζάρεβιτς Ουρλάνιτς (Б. Ц. Урланис), πρώτη έκδοση 1960
- ↑ Scafes, Cornel, et. al., Armata Romania in Razvoiul de Independenta 1877–1878 (Ο Ρουμανικός Στρατός στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας 1877-1878), Βουκουρέστι, Εκδόσεις Sigma, 2002, σελ. 149
- ↑ Ολόκληρο το κείμενο του Χαττ-ι Χουμαγιούν εδώ (στα αγγλικά)
- ↑ Vatikiotis, P. J. The Middle East. London: Routledge, 1997, p. 217 ISBN 0-415-15849-4
- ↑ http://www.archive.org/details/easternquestionf01argyuoft "Το Ανατολικό Ζήτημα από τη Συνθήκη των Παρισίων (1836) έως τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878) και τον Β' Αφγανικό Πόλεμο (1879)", κεφάλαιο 2, ιστοσελίδα στα αγγλικά του Πανεπιστημίου του Τορόντο, Καναδά
- ↑ Finkel, Caroline. The History of the Ottoman Empire. New York: Basic Books, 2005, p. 467.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Russo-Turkish War (1877–1878) στο Wikimedia Commons