Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πόλντερ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτή είναι η τρέχουσα έκδοση της σελίδας Πόλντερ, όπως διαμορφώθηκε από τον 2a02:1388:214e:f93e::348c:5593 (συζήτηση) στις 09:53, 12 Οκτωβρίου 2024. Αυτό το URL είναι ένας μόνιμος σύνδεσμος για αυτή την έκδοση της σελίδας.
(διαφ.) ← Παλαιότερη έκδοση | Βλέπε τελευταία έκδοση (διαφ.) | Νεότερη έκδοση → (διαφ.)
Αεροφωτογραφία πόλντερ στη Βόρεια Θάλασσα. Διακρίνονται καθαρά οι περιφράξεις πριν την απάντληση

Ένα πόλντερ (ολλανδικά: polder) είναι, με την αυστηρή έννοια του όρου, οποιοδήποτε περιφραγμένο με τεχνητό τρόπο τμήμα επιφάνειας εδάφους που περιέχει νερό (αλμυρό ή γλυκό), ευρισκόμενο σε επίπεδο χαμηλότερο από εκείνο της πηγής παροχής του και όπου η ποσότητα του νερού μπορεί να ελεγχθεί με μηχανικά μέσα με σκοπό την εκμετάλλευση του εδάφους.

Ορολογία και διευκρινίσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λέξη πόλντερ είναι ολλανδική και περιγράφει το συγκεκριμένο υδρολογικό σύστημα αλλά χρησιμοποιείται αμετάφραστη στη διεθνή ορολογία, διότι δεν υπάρχει κάποια αντίστοιχη που να εκφράζει με ακρίβεια αυτό που σημαίνει. Παρόλο που έχει συνδεθεί δικαιολογημένα με την Ολλανδία, πόλντερς υπάρχουν σε όλο τον κόσμο (Γερμανία, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ινδία κ.α.)

Σύμφωνα με τον ορισμό, αποκλείονται φυσικές δομές (π.χ. λιμνοθάλασσες, φυσικά κοιλώματα με νερό), απομακρυσμένες από την πηγή του νερού τεχνητές δομές (π.χ. υδατοδεξαμενές), κομμάτια γης που χρησιμοποιούνται αποξηραμένα (π.χ. αλυκές κ.ο.κ.).

Αντίθετα με τους κατά καιρούς δοθέντες ορισμούς ή δοξασίες, ένα πόλντερ, κατ' ουδένα τρόπο αποτελεί αποξηραμένη περιοχή. Ισχύει ακριβώς το αντίθετο: πρέπει πάντοτε να εμπεριέχεται έστω και μικρή ποσότητα νερού, διότι το υποκείμενο έδαφος (συνήθως τύρφη ή παρόμοιας φύσης υλικό) αποσταθεροποιείται έντονα σε συνθήκες έλλειψης υγρασίας.

Η σύγχυση προέρχεται κυρίως από τις περιοχές που έχουν αποξηρανθεί και έχουν δομηθεί, όπως λ.χ. συμβαίνει κατά κόρον στην Ολλανδία. Αυτές, όμως, αποτελούν τέως πόλντερς. Η έννοια παύει να υφίσταται από τη στιγμή που η περιοχή έχει αποξηρανθεί. Αντίθετα, οι απέραντες περιοχές βόσκησης, το «σήμα κατατεθέν» της Ολλανδίας, αποτελούν τυπικά πόλντερς.

Ένα πόλντερ μπορεί να προκύψει από:

  • Βαλτώδεις περιοχές που έχουν περιφραχθεί, μέσω οριζοντίων (παραλλήλων) φραγμάτων ντάικς (dijken), για να απομονωθούν από το νερό που τις περιβάλλει (indijking). Στην πλειονότητα των περιπτώσεων βρίσκονται σε περιοχές που πλημμυρίζουν περιστασιακά. Συνήθως συνορεύουν με ποταμούς ή βρίσκονται κοντά στην ακτή.
  • Γη ανακτημένη από τη θάλασσα με πολυσύνθετες διαδικασίες (εδώ ανήκει το μεγαλύτερο ποσοστό των ολλανδικών πόλντερς). Η περιοχή απαλλάσσεται του αλμυρού ύδατος και είτε αποξηραίνεται, είτε εμπλουτίζεται με γλυκό νερό (droogmakerij).
  • Περιφραγμένες εκτάσεις που διαχωρίζονται από την υδάτινη πηγή πάλι μέσω ντάικς. Συνήθως, αποτελούν τέως βάλτους, ερεικώνες ή αμμοθίνες που προστατεύονται από τυχόν πλημμυρικά φαινόμενα και, κατ' ουσίαν, δεν είναι ανάγκη να μετατραπούν σε πόλντερς, αλλά απλώς να ελέγχεται η στάθμη του ύδατος στο εσωτερικό τους (ontginning).

Τα πόλντερ της Ολλανδίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τυπικό ολλανδικό πόλντερ

Η Ολλανδία αποτελεί τη χώρα που, διαχρονικά, έχει συνδεθεί με την έννοια του πόλντερ. Η χώρα διαθέτει πάνω από 3.000 πόλντερς,[1] που αποτελούν πάνω από το μισό της συνολικής επιφάνειας με πόλντερ στην Ευρώπη. Το ποσοστό είναι πολύ μεγάλο, δεδομένης της μικρής έκτασης της χώρας και των συνεχών προσπαθειών των Ολλανδών για ανάκτηση γης.

Τα πόλντερ στην Ολλανδία δημιουργήθηκαν για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με την ανάγκη δημιουργίας εδαφών για την εκτεταμένη κτηνοτροφία της χώρας και ο δεύτερος για λόγους οικιστικούς. Η υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα (μικρή έκταση, μεγάλος πληθυσμός), επέβαλε και επιβάλλει τη συνεχή ανάκτηση εδάφους κυρίως από τη θάλασσα. Κατ' ουσίαν, πρόκειται για δημιουργία νέας γης. Αρκεί να συγκρίνει κάποιος τον χάρτη της Ολλανδίας στις αρχές του 20ου αιώνα, με ένα σύγχρονο -κυρίως στην επαρχία Βόρεια Ολλανδία (Noord-Holland), πάνω από τη μισή έκταση της οποίας υπήρξε κάποτε πόλντερ, ή στην επαρχία Φλέβολαντ, πρώην θαλάσσια έκταση, που δημιουργήθηκε εκ του μηδενός. Η Ολλανδία αυξάνει διαρκώς την έκτασή της, ή, σωστότερα, αυξάνει το ποσοστό ξηράς της σε σχέση με το υδάτινο στοιχείο. Η ρήση «Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και οι Ολλανδοί την Ολλανδία», οφείλεται ακριβώς σε αυτή τη συνεχή δραστηριότητα.

Κατασκευή και λειτουργία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σύγχρονος σταθμός άντλησης στην Ολλανδία. Το πόλντερ βρίσκεται χαμηλότερα από το νερό, που βρίσκεται στην άλλη πλευρά του αναχώματος. Διακρίνονται επίσης οι κοχλίες του Αρχιμήδη.

Το πόλντερ αποτελεί μία τεχνητή υδρολογική μονάδα που, σχεδόν πάντοτε, βρίσκεται πάνω στο σημείο διασταύρωσης διαδρόμων ύδατος. Το επίπεδο του νερού μέσα στο πόλντερ πρέπει να είναι πάντοτε χαμηλότερο από εκείνο της περιοχής που το περιβάλλει. Για να γίνει αυτό είναι απαραίτητες δύο προϋποθέσεις: α) η εγκατάσταση κάποιου μέσου άντλησης του νερού από το πόλντερ και β) η παρουσία υδρορροών (sloten) μέσα στις οποίες θα παροχετευθεί το νερό.

Το μέσο άντλησης, τις περισσότερες φορές, αποτελεί ταυτόχρονα και μέσο ελέγχου της στάθμης του νερού (peil) μέσα στο πόλντερ. Έτσι, σε περίπτωση που το επίπεδο έχει ανέβει (έντονες βροχοπτώσεις, πλημμύρες κ.ο.κ.), γίνεται απάντληση του νερού έξω από το πόλντερ προς τις υδρορροές. Αντίθετα, όταν το επίπεδο έχει κατεβεί κάτω από το επιθυμητό ανά περίπτωση όριο, γίνεται εισροή από έξω.

Ευνόητο είναι ότι οι υδρορροές πρέπει να διατηρούνται πάντοτε καθαρές. Συνήθως, γίνεται ενδελεχής έλεγχος και καθαρισμός τους δύο φορές κάθε χρόνο. Το νερό μέσα στις υδρορροές πρέπει να έχει ορισμένο βάθος και, τις περισσότερες φορές, δημιουργείται πρόβλημα από τα υδρόφυτα. Οι ιδιοκτήτες της γης επιφορτίζονται με το καθήκον του ελέγχου και καθαρισμού των υδρορροών.

Χαρακτηριστικός πόλντερ-μύλος της Ολλανδίας

Το συνηθέστερο μέσο άντλησης, αλλά και ελέγχου της στάθμης του ύδατος μέσα σε ένα πόλντερ είναι οι πόλντερ-μύλοι (poldermolens). Αποτελούν την πλειονότητα των μύλων που χαρακτηρίζουν την ολλανδική ύπαιθρο και χρωματίζουν το τοπίο. Συνήθως πρόκειται για ογκώδεις κατασκευές, εφοδιασμένες, ανάλογα με τη δυσκολία του έργου που πρόκειται να επιτελέσουν, με πολύπλοκους μηχανισμούς που είναι εγκατεστημένοι στο εσωτερικό τους.

Άλλες μηχανές άντλησης ύδατος, είναι απλές αντλίες μεγάλων διαστάσεων (gemalen), που βρίσκονται σε ειδικές κτηριακές εγκαταστάσεις και, εξωτερικά, αποτελούν ιδιαίτερα καλαίσθητα οικοδομήματα, εναρμονισμένα με το τοπίο. Εκτός από το βασικό τους έργο, του ελέγχου της στάθμης του ύδατος δηλαδή, τις περισσότερες φορές εξυπηρετούν και τα αποχετευτικά συστήματα.

Αντιστρόφως, η είσοδος ύδατος στο σύστημα, επιτυγχάνεται μέσω ειδικών υδρορροών εισόδου (inlaatduikers ή inlaten) που, στην απλούστερη μορφή τους, αποτελούν απλές διόδους εισροής ύδατος ευρισκόμενες σε υψηλότερο επίπεδο από αυτό του κυρίου συστήματος.

Σε μεγάλα και τεχνολογικά προηγμένα συστήματα πόλντερς, υπάρχουν ειδικές εγκαταστάσεις (stuwen) που διατηρούν τη στάθμη του εξωτερικού ύδατος υψηλότερα από εκείνη του εσωτερικού. Οι εγκαταστάσεις αυτές μπορεί να είναι πακτωμένες ή, τις περισσότερες φορές, κινητές.

  1. «Kijk naar de geschiedenis». Rijkswaterstaat. Ανακτήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2008. [νεκρός σύνδεσμος]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]