Εισβολή των Αββασιδών στη Μικρά Ασία (782)
Η Α΄ εισβολή των Αββασιδών στη Μικρά Ασία το 782 ήταν μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, που ξεκίνησε το χαλιφάτο των Αββασιδών εναντίον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η εισβολή ξεκίνησε ως επίδειξη της στρατιωτικής ισχύος των Αββασιδών στον απόηχο μίας σειράς Ρωμαϊκών επιτυχιών. Με διοικητή τον διάδοχο των Αββασιδών, τον μελλοντικό Χαρούν αλ-Ρασίντ, ο στρατός των Αββασιδών έφτασε μέχρι τη Χρυσόπολη στον Βόσπορο, απέναντι από τη Ρωμαϊκή πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη, ενώ δευτερεύουσες δυνάμεις επιτέθηκαν στη δυτική Μ. Ασία και νίκησαν τις Ρωμαϊκές δυνάμεις εκεί. Καθώς ο Χαρούν δεν σκόπευε να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη και δεν είχε πλοία για να το κάνει, γύρισε πίσω.
Οι Ρωμαίοι, που στο μεταξύ είχαν εξουδετερώσει το απόσπασμα, που είχε απομείνει για να ασφαλίσει τα μετόπισθεν του στρατού των Αββασιδών στη Φρυγία, μπόρεσαν να παγιδεύσουν τον στρατό του Χαρούν ανάμεσα στις δικές τους συγκλίνουσες δυνάμεις. Ωστόσο η αποστασία του Αρμένιου στρατηγού Τατζάτη επέτρεψε στον Χαρούν να ανακτήσει το επάνω χέρι. Ο πρίγκιπας των Αββασιδών ζήτησε ανακωχή και συνέλαβε τους υψηλόβαθμους Ρωμαίους απεσταλμένους, μεταξύ των οποίων και τον κύριο υπουργό της Αυτοκράτειρας Ειρήνης, τον Σταυράκιο. Αυτό ανάγκασε την Ειρήνη να συμφωνήσει σε τριετή ανακωχή και να πληρώσει βαρύ ετήσιο φόρο. Στη συνέχεια η Ειρήνη εστίασε την προσοχή της στα Βαλκάνια, αλλά ο πόλεμος με τους Άραβες ξανάρχισε το 786, έως ότου η αυξανόμενη Αραβική πίεση οδήγησε σε μία άλλη εκεχειρία το 798, με όρους παρόμοιους με εκείνους του 782.
Ιστορικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εκμεταλλευόμενοι τις εσωτερικές δυσκολίες του χαλιφάτου των Ομμεϋαδών που προέκυψαν από τους εμφύλιους πολέμους της δεκαετίας του 740 και την επακόλουθη επανάσταση των Αββασιδών, οι Ρωμαίοι υπό τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄ (βασ. 741–775 ) μπόρεσαν να ανακτήσουν την πρωτοβουλία στα ανατολικά τους σύνορα από τους Άραβες και ακολούθησαν μία επιθετική στρατηγική. Με τη σταδιακή εδραίωση του καθεστώτος των Αββασιδών στις δεκαετίες 760 και 70, η κατάσταση έγινε πιο ισορροπημένη: οι Άραβες επανέλαβαν τις μεγάλες επιδρομές τους βαθιά στη Μ. Ασία, αν και οι Ρωμαίοι εξακολουθούσαν να είναι ικανοί για μεγάλα αντεπιθέσεις. [1] Έτσι το 778 οι Ρωμαίοι υπό τον Μιχαήλ Λαχανοδράκοντα κατέλαβαν την πόλη της Γερμανίκειας (Μαράς), όπου έλαβαν σημαντικά λάφυρα και αιχμαλώτισαν πολλούς Σύριους Χριστιανούς και νίκησαν έναν στρατό, που έστειλε εναντίον τους ο Αββασίδης στρατηγός. Tουμαμά ιμπν αλ-Βαλίντ. [2] [3] [4] Τον επόμενο χρόνο οι Ρωμαίοι κατέλαβαν και ισοπέδωσαν την πόλη-φρούριο Χαντάθ, αναγκάζοντας τον Χαλίφη αλ-Μαχντί (βασ. 775–785) να αντικαταστήσει το μάλλον παθητικό Tουμαμά με τον βετεράνο αλ-Χασάν ιμπν Καταμπά. Ο Χασάν οδήγησε πάνω από 30.000 στρατιώτες σε μία εισβολή στη Ρωμαϊκή επικράτεια, αλλά οι Ρωμαίοι δεν αντιτάχθηκαν και αποσύρθηκαν σε καλά οχυρωμένες πόλεις και καταφύγια, μέχρι που η έλλειψη προμηθειών ανάγκασε τον Χασάν να επιστρέψει στην πατρίδα του, χωρίς να έχει επιτύχει πολλά. [3] [4] [5]
Ως απάντηση σε αυτές τις Ρωμαϊκές επιτυχίες, ο χαλίφης αλ-Μαχντίι αποφάσισε τώρα να πάει το πεδίο αυτοπροσώπως. Στις 12 Μαρτίου 780 ο Μαχντί αναχώρησε από τη Βαγδάτη και μέσω του Χαλεπίου βάδισε προς τη Χαντάθ, την οποία οχύρωσε. Στη συνέχεια προχώρησε στην Αραβισσό, όπου άφησε τον στρατό και επέστρεψε στη Βαγδάτη. Ο γιος και κληρονόμος του Χαρούν —περισσότερο γνωστός με το βασιλικό του όνομα (laqab) αλ-Ρασίντ— τέθηκε επικεφαλής του μισού στρατού. Αυτός έκανε επιδρομή στο θέμα των Αρμενιακών και κατέλαβε το μικρό οχυρό Σεμαλούος. Ο Τουμαμά, στον οποίο είχαν εμπιστευθεί το άλλο μισό, διείσδυσε βαθύτερα στη Μ. Ασία. Βάδισε δυτικά μέχρι το θέμα των Θρακησίων, αλλά ηττήθηκε βαριά εκεί από τον Λαχανοδράκοντα. [5] [6] [7] Τον Ιούνιο του 781, καθώς η Αραβική δύναμη εισβολής συγκεντρώθηκε στη Χαντάθ υπό τον Αμπντ αλ-Καμπίρ, έναν γιο του μικρανιψιού του χαλίφη Ομάρ (βασ. 634–644 ), και προετοιμασμένη ξανά για την ετήσια επιδρομή τους, η Αυτοκράτειρα Ειρήνη κάλεσε τους θεματικούς στρατούς της Μ. Ασίας και τους τοποθέτησε υπό τον ευνούχο σακελλάριο Ιωάννη. Οι Μουσουλμάνοι πέρασαν στη Ρωμαϊκή Καππαδοκία επάνω από το πέρασμα του Χαντάθ και συναντήθηκαν κοντά στην Καισάρεια από τις συνδυασμένες Ρωμαϊκές δυνάμεις υπό το Λαχανοδράκοντα. Η μάχη που ακολούθησε κατέληξε σε μία δαπανηρή Αραβική ήττα, αναγκάζοντας τον Aμπντ αλ-Καμπίρ να εγκαταλείψει την εκστρατεία του και να υποχωρήσει στη Συρία. [6] [7] [2]
Αυτή η ήττα εξόργισε τον χαλίφη, ο οποίος ετοίμασε μία νέα εκστρατεία. Προορισμένη ως επίδειξη δύναμης και σαφούς επίδειξη της ανωτερότητας του χαλιφάτου, [α] ήταν ο μεγαλύτερος στρατός που στάλθηκε εναντίον της Ρωμανίας το δεύτερο μισό του 8ου αι.: φέρεται ότι περιελάμβανε 95.793 άνδρες, περίπου διπλάσιους από το σύνολο του Ρωμαϊκού στρατού του εγκατεστημένου στη Μ. Ασία, και κόστισε στο κράτος των Αββασιδών περίπου 1,6 εκατομμύρια νομίσματα, σχεδόν όσο το σύνολο του ετήσιου εισοδήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Χαρούν ήταν ο κατ' όνομα αρχηγός, αλλά ο χαλίφης φρόντισε να στείλει έμπειρους αξιωματικούς να τον συνοδεύσουν. [15] [16]
Η εκστρατεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 9 Φεβρουαρίου 782 ο Χαρούν αναχώρησε από τη Βαγδάτη. Οι Άραβες διέσχισαν τα βουνά του Ταύρου από τις Πύλες της Κιλικίας και κατέλαβαν γρήγορα το συνοριακό φρούριο της Μαγίδας. Στη συνέχεια προχώρησαν κατά μήκος των στρατιωτικών δρόμων πέρα από το οροπέδιο προς τη Φρυγία. Εκεί, ο Χαρούν άφησε τον υποδιοικητή του, τον Χατζίμπ αλ-Ραμπί ιμπν Γιουνούς, για να πολιορκήσει τη Νακολεία και να φυλάξει τα μετόπισθεν του, ενώ μία άλλη δύναμη, σύμφωνα με πληροφορίες 30.000 άνδρες υπό τον αλ Μπαρμακί (ένα απροσδιόριστο μέλος της ισχυρής οικογένειας των Μπαρμακιδών, πιθανότατα ο Γιαχία ιμπν Χαλίντ), στάλθηκε για επιδρομή στις πλούσιες δυτικές ακτές της Μ. Ασίας. Ο ίδιος ο Χαρούν, με τον κύριο στρατό, προχώρησε στο θέμα των Οψικίων. Οι αφηγήσεις για τα επόμενα γεγονότα στις πρωτογενείς πηγές (Θεοφάνης ο Ομολογητής, Μιχαήλ ο Σύριος και αλ-Ταμπάρι) διαφέρουν ως προς τις λεπτομέρειες, αλλά η γενική πορεία της εκστρατείας μπορεί να ανακατασκευαστεί. [6] [1] [2]
Σύμφωνα με τον Βάρεν Τρέντγκολτ, η Ρωμαϊκή προσπάθεια φαίνεται να είχε επικεφαλής τον κύριο υπουργό της Ειρήνης, τον ευνούχο Σταυράκιο, του οποίου η στρατηγική ήταν να αποφύγει μία άμεση αντιπαράθεση με τον τεράστιο στρατό του Χαρούν, αλλά να περιμένει μέχρι να διασπαστεί και να προχωρήσει, για να αντιμετωπίσει ανεξάρτητα τα διάφορα αποσπάσματά του. . [17] Οι Θράκες υπό τον Λαχανοδράκοντα αντιμετώπισαν τον Αλ Μπαρμακί σε μία θέση που ονομαζόταν Δαρηνός, αλλά ηττήθηκαν και υπέστησαν μεγάλες απώλειες (15.000 άνδρες σύμφωνα με τον Θεοφάνη, 10.000 σύμφωνα με τον Μιχαήλ τον Σύριο). Η έκβαση της πολιορκίας της Nακολείας από τον αλ-Ραμπί δεν είναι ξεκάθαρη, αλλά πιθανότατα ηττήθηκε. Η φράση του Θεοφάνη μπορεί να υπονοεί, ότι η πόλη καταλήφθηκε, αλλά ο Μιχαήλ ο Σύριος αναφέρει, ότι οι Άραβες υπέστησαν μεγάλες απώλειες και δεν κατάφεραν να την καταλάβουν, μία εκδοχή των γεγονότων που επιβεβαιώνεται από αγιογραφικές πηγές. [1] [17] [18] [19] Ο αλ-Ταμπαρί αναφέρει, ότι μέρος του κύριου στρατού υπό τον Γιαζίντ ιμπν Μαζυάντ αλ-Σαϋμπανί συνάντησε μία Ρωμαϊκή δύναμη υπό την ηγεσία κάποιου Νικήτα που ήταν "κόμης των κομήτων" (ίσως ο κόμης του θέματος των Οψικίων), πιθανώς κάπου κοντά στη Νίκαια. Στη μάχη που ακολούθησε, ο Νικήτας, σε μονομαχία με τον Άραβα στρατηγό, τραυματίστηκε και αφίππευσε και αναγκάστηκε να αποσυρθεί, πιθανότατα στη Νικομήδεια, όπου συγκεντρώθηκαν τα Αυτοκρατορικά Τάγματα (επαγγελματικά συντάγματα φρουράς) υπό τον δομέστικο των Σχολών Αντώνιο. Ο Χαρούν δεν ασχολήθηκε μαζί τους και προχώρησε στην πόλη της Χρυσόπολης, πέρα από το στενό του Βοσπόρου, απέναντι από την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Ελλείψει πλοίων για να διασχίσουν τον Βόσπορο, και χωρίς πρόθεση να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη εξαρχής, ο Χαρούν πιθανότατα σκόπευε αυτή την προέλαση μόνο ως επίδειξη δύναμης. [18] [20] [2] [21]
Επιπλέον, παρά τη μέχρι τώρα επιτυχία του, η θέση του Χαρούν ήταν επισφαλής, καθώς η ήττα του Αλ Ράμπι απείλησε τις γραμμές επικοινωνίας του με το χαλιφάτο. Ως εκ τούτου, αφού λεηλάτησε τα Ασιατικά προάστια της Ρωμαϊκής πρωτεύουσας, ο Χαρούν έστρεψε πίσω τον στρατό του, αλλά κατά την πορεία του κατά μήκος της κοιλάδας του ποταμού Σαγγάριου, ανατολικά της Νίκαιας, περικυκλώθηκε από τις δυνάμεις των Ταγμάτων υπό τον Αντώνιο στα μετόπισθεν του, και τις δυνάμεις του θέματος των Βουκελλαρίων. υπό τον στρατηγό τους Τατζάτη εμπρός του. [20] [22] [23] Ευτυχώς για εκείνον, σε αυτό το σημείο ο Τατζάτης, ένας Αρμένιος πρίγκιπας που είχε αυτομολήσει από την Αραβοκρατούμενη πατρίδα του στους Ρωμαίους το 760 και ήταν στενά συνδεδεμένος με το εικονομαχικό καθεστώς του Κωνσταντίνου Ε΄, επικοινώνησε κρυφά με αυτόν. Ο Tατζάτης προσφέρθηκε να βοηθήσει τον Χαρούν με αντάλλαγμα να του δώσει χάρη (συγχώρεση) και μίια ασφαλή επιστροφή για τον ίδιο και την οικογένειά του στην πατρίδα του την Αρμενία. Ο Θεοφάνης εξηγεί τις ενέργειες του Τατζάτη με την εχθρότητά του προς τον αγαπημένο της Ειρήνης, τον Σταυράκιο, αλλά αυτό κρύβει προφανώς μία ευρύτερη δυσαρέσκεια για το καθεστώς της Ειρήνης. Όπως γράφει ο Γερμανός Βυζαντινιστής Ραλφ Γιοχάνες Λίλιε, «ο Τατζάτης δεν έβλεπε μεγάλες ευκαιρίες για τον εαυτό του υπό το νέο καθεστώς και πράγματι χρησιμοποίησε την καλή ευκαιρία, που του πρόσφερε η κατάσταση». [19] [22] [23] [24]
Έτσι, όταν ο Χαρούν ζήτησε διαπραγματεύσεις, η Ειρήνη έστειλε μία αντιπροσωπεία τριών από τους υψηλότερους αξιωματούχους της: τον δομέστικο Αντώνιο, τον μάγιστρο Πέτρο και τον ίδιο τον Σταυράκιο. Βέβαιοι για τη στρατιωτική τους θέση, αμέλησαν να εξασφαλίσουν υποσχέσεις για την ασφάλειά τους ή ομήρους από τους Άραβες, έτσι όταν έφτασαν στο Αραβικό στρατόπεδο, αιχμαλωτίστηκαν. Σε συνδυασμό με την προδοσία του Τατζάτη και την αναξιοπιστία των στρατευμάτων υπό τις διαταγές εκείνου, η Ειρήνη αναγκάστηκε τώρα να διαπραγματευτεί για την απελευθέρωσή τους, ιδιαίτερα του έμπιστου βοηθού της Σταυράκιου. [19] [22] [23] [24]
Τα δύο κράτη συνήψαν τριετή εκεχειρία με αντάλλαγμα έναν βαρύ ετήσιο φόρο: οι Αραβικές πηγές αναφέρουν διάφορα ποσά μεταξύ 70.000 και 100.000 νομίσματα χρυσού, ενώ η μία προσθέτει επίσης 10.000 κομμάτια μετάξι. [24] Ο λογαριασμός του Tαμπαρί καταγράφει, ότι ο φόρος ανερχόταν σε «90 ή 70 χιλιάδες δηνάρια», που έπρεπε να καταβληθεί «στις αρχές Απριλίου και τον Ιούνιο κάθε έτους». [25] [26] Επιπλέον οι Ρωμαίοι ήταν υποχρεωμένοι να παρέχουν προμήθειες και οδηγούς για τον στρατό του Χαρούν κατά την επιστροφή του και να παραδώσουν τη γυναίκα και την περιουσία του Τατζάτη. Ο Χαρούν απελευθέρωσε όλους τους αιχμαλώτους του (5.643 σύμφωνα με τον Ταμπαρί), αλλά κράτησε την πλούσια λεία που είχε συγκεντρώσει και επέστρεψε στο χαλιφάτο τον Σεπτέμβριο του 782. [19] [25] [2] Ο Ταμπαρί στην αφήγηση για την εκστρατεία λέει ότι δυνάμεις του Χαρούν κατάσχεσαν 194.450 δηνάρια σε χρυσό και 21.414.800 ντιρχάμ σε άργυρο, σκοτώθηκαν 54.000 Ρωμαίοι στη μάχη και 2.090 σε αιχμαλωσία και πήρε πάνω από 20.000 ζώα ιππασίας σε αιχμαλωσία, ενώ εσφάγησαν 100.000 βοοειδή και πρόβατα. Ο Tαμπαρί αναφέρει επίσης, ότι το ποσό της λεηλασίας ήταν τέτοιο, που «ένα άλογο εργασίας πουλιόταν για ένα ντιρχάμ και ένας ημίονος για λιγότερο από δέκα ντιρχάμ, ένα παλτό για λιγότερο από ένα ντιρχάμ και είκοσι σπαθιά για ένα ντιρχάμ » [25] — την εποχή που ένα με δύο ντιρχάμ ήταν το σύνηθες ημερομίσθιο ενός εργάτη ή στρατιώτη. [27]
Συνέπειες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η επιτυχημένη Αραβική εισβολή είχε σημαντικές επιπτώσεις στη Ρωμανία. Το αποτέλεσμα αντιπροσώπευε ένα σημαντικό πλήγμα στο κύρος της Αυτοκράτειρας Ειρήνης, ενώ ο Τατζάτης, ένας ικανός και παλαίμαχος ηγέτης, έχασε την Αυτοκρατορία και έγινε ο ηγεμόνας της πατρίδας του Αρμενίας για τους Αββασίδες. Από την άλλη πλευρά, παρά την ταπεινωτική συνθήκη ειρήνης, οι απώλειες της Ρωμανίας δεν ήταν υπερβολικές, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη την κλίμακα της Αραβικής επίθεσης και η Ειρήνη χρησιμοποίησε τα τρία χρόνια της εκεχειρίας για να ενισχύσει την εσωτερική της θέση: φαίνεται ότι απέρριψε τους περισσότερους από την "παλαιά φρουρά» των στρατηγών του Κωνσταντίνου Ε΄, με τον με μακρά θητεία και φανατικά εικονομάχο Μιχαήλ Λαχανοδράκοντα να είναι το πιο εξέχον θύμα αυτής της αναίμακτης κάθαρσης. Με αυτόν τον τρόπο η Ειρήνη εξασφάλισε τον έλεγχο του στρατού και μπόρεσε να επικεντρώσει εκ νέου τις προσπάθειές της στην επέκταση και την εδραίωση του Ρωμαϊκού ελέγχου στους Σλάβους των Βαλκανίων. [2] [1] [28]
Παρά την εκεχειρία, ο χρονικογράφος Iμπν Βαντίχ αναφέρει τις επιδρομές των Αράβων στη Μ. Ασία για τα έτη 783, 784 και 785. Αν αυτό αληθεύει, τότε αυτές θα αντιπροσωπεύουν ίσως μόνο μικρές υποθέσεις, καθώς οι κύριες πηγές συμφωνούν, ότι η εκεχειρία ήταν αμοιβαία σεβαστή μέχρι την άνοιξη του 785. [1] Εκείνη τη χρονιά, καθώς η Ειρήνη είχε ενισχύσει τη θέση της επί του στρατού και ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει τους εικονομάχους στο εσωτερικό μέτωπο, αποφάσισε να σταματήσει την πληρωμή του φόρου και οι εχθροπραξίες άρχισαν ξανά. Στις αρχές του 786, οι Ρωμαίοι σημείωσαν μεγάλη επιτυχία, λεηλατώντας και ισοπεδώνοντας την πόλη-φρούριο Χαντάθ στην Κιλικία, την οποία οι Αββασίδες είχαν -κατά τα τελευταία πέντε χρόνια- μετατρέψει σε σημαντικό οχυρό και στρατιωτική βάση για τις διασυνοριακές τους αποστολές. [29] [2] Ωστόσο μετά την άνοδο του Χαρούν αλ-Ρασίντ στον θρόνο του χαλιφάτου την ίδια χρονιά, οι Αββασίδες ανέκτησαν την πρωτοβουλία. Οι Αραβικές πιέσεις αυξήθηκαν και το 798 η Ειρήνη αναγκάστηκε να ζητήσει μία νέα συνθήκη ειρήνης, που επαναλάμβανε τους όρους της εκεχειρίας του 782. [30] [2]
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ In contrast with their Umayyad predecessors, the Abbasid caliphs pursued a conservative foreign policy. In general terms, they were content with the territorial limits achieved, and whatever external campaigns they waged were retaliatory or pre-emptive, meant to preserve their frontier and impress Abbasid might upon their neighbours.[8] At the same time, the campaigns against Byzantium in particular were important for domestic consumption. The annual raids were a symbol of the continuing jihad of the early Muslim state and were the only external expeditions where the Caliph or his sons participated in person. They were closely paralleled in official propaganda by the leadership by Abbasid family members of the annual pilgrimage (hajj) to Mecca, highlighting the dynasty's leading role in the religious life of the Muslim community.[9][10] Harun al-Rashid in particular actively strove to embody this duty: he was said to have alternated between leading the hajj one year and attacking Byzantium the next.[11] The hitherto unseen extent of his personal involvement in the jihad converted it into a central tenet of his conception of the caliphate, leading modern historians to consider Harun as the creator of a new type of model ruler, the "ghazi-caliph".[12][13][14]
Βιβλιογραφικές αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Lilie 1996.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 2,7 Treadgold 1988.
- ↑ 3,0 3,1 Brooks 1923, σελ. 123.
- ↑ 4,0 4,1 Makripoulias 2002
- ↑ 5,0 5,1 Treadgold 1988, σελ. 34.
- ↑ 6,0 6,1 6,2 Brooks 1923, σελ. 124.
- ↑ 7,0 7,1 Lilie 1996, σελ. 148.
- ↑ El-Hibri 2010, σελ. 302.
- ↑ El-Hibri 2010, σελίδες 278–279.
- ↑ Kennedy 2001, σελίδες 105–106.
- ↑ El-Cheikh 2004, σελίδες 89–90.
- ↑ Bosworth 1989, σελ. xvii.
- ↑ Bonner 1996, σελίδες 99–106.
- ↑ Haug 2011, σελίδες 637–638.
- ↑ Lilie 1996, σελ. 150.
- ↑ Treadgold 1988, σελ. 67.
- ↑ 17,0 17,1 Treadgold 1988, σελ. 68.
- ↑ 18,0 18,1 Makripoulias 2002
- ↑ 19,0 19,1 19,2 19,3 Mango & Scott 1997.
- ↑ 20,0 20,1 Lilie 1996, σελ. 151.
- ↑ Kennedy 1990.
- ↑ 22,0 22,1 22,2 Treadgold 1988, σελ. 69.
- ↑ 23,0 23,1 23,2 Makripoulias 2002
- ↑ 24,0 24,1 24,2 Lilie 1996, σελ. 152.
- ↑ 25,0 25,1 25,2 Kennedy 1990, σελ. 221.
- ↑ Treadgold 1988 interprets this to mean two annual installments, of 90,000 and of 70,000 coins on April and June respectively.
- ↑ Kennedy 2001.
- ↑ Makripoulias 2002
- ↑ Brooks 1923, σελ. 125.
- ↑ Brooks 1923.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Bosworth, C.E., επιμ. (1989). The History of al-Ṭabarī, Volume 30: The ʿAbbāsid Caliphate in Equilibrium: The Caliphates of Mūsā al-Hādī and Hārūn al-Rashīd, A.D. 785–809/A.H. 169–192. SUNY series in Near Eastern studies. (στα Αγγλικά). Ώλμπανυ, Νέα Υόρκη: State University of New York Press. ISBN 978-0-88706-564-4.
- Bonner, Michael (1996). Aristocratic Violence and Holy War: Studies in the Jihad and the Arab–Byzantine Frontier. New Haven, Connecticut: American Oriental Society. ISBN 0-940490-11-0.
- Brooks, E. W. (1923). «Chapter V. (A) The Struggle with the Saracens (717–867)». The Cambridge Medieval History, Vol. IV: The Eastern Roman Empire (717–1453). Cambridge: Cambridge University Press. σελίδες 119–138.
- Canard, Marius (1926). «Les expéditions des Arabes contre Constantinople dans l'histoire et dans la légende [The Expeditions of the Arabs against Constantinople in History and in Legend]» (στα γαλλικά). Journal Asiatique: 61–121. ISSN 0021-762X. http://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k933084/f65.
- El-Cheikh, Nadia Maria (2004). Byzantium Viewed by the Arabs. Cambridge, Massachusetts: Harvard Center of Middle Eastern Studies. ISBN 978-0-932885-30-2.
- El-Hibri, Tayeb (2010). "The empire in Iraq, 763–861". In Robinson, Chase F. (ed.). The New Cambridge History of Islam, Volume 1: The Formation of the Islamic World, Sixth to Eleventh Centuries. Cambridge: Cambridge University Press. pp. 269–304. ISBN 978-0-521-83823-8.
- Haug, Robert (2011). «Frontiers and the State in Early Islamic History: Jihād Between Caliphs and Volunteers». History Compass 9 (8): 634–643. doi: . ISSN 1478-0542.
- Kennedy, Hugh, επιμ. (1990). The History of al-Ṭabarī, Volume 29: Al-Mansūr and al-Mahdī, A.D. 763–786/A.H. 146–169. SUNY series in Near Eastern studies. (στα Αγγλικά). Ώλμπανυ, Νέα Υόρκη: State University of New York Press. ISBN 978-0-7914-0142-2.
- Kennedy, Hugh (2001). The Armies of the Caliphs: Military and Society in the Early Islamic State. London: Routledge. ISBN 978-0-203-45853-2.
- Lilie, Ralph-Johannes (1996). Byzanz unter Eirene und Konstantin VI. (780–802) (στα Γερμανικά). Frankfurt am Main: Peter Lang. ISBN 3-631-30582-6.
- Μακρυπούλιας, Χρήστος (20 Οκτωβρίου 2002). «Εκστρατεία Αράβων στη Μ. Ασία, 781-782». Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού - Μικρά Ασία. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Ανακτήθηκε στις 5 Ιουλίου 2023.
- Mango, Cyril· Scott, Roger (1997). The Chronicle of Theophanes Confessor. Byzantine and Near Eastern History, AD 284–813. Oxford: Oxford University Press. ISBN 0-19-822568-7.
- Treadgold, Warren (1988). The Byzantine Revival, 780–842. Stanford, California: Stanford University Press. ISBN 978-0-8047-1462-4.