Ο Σταύρος Παράβας, σε μια σκηνή της ταινίας "Το κοροϊδάκι της Πριγκηπέσσας" εξηγούσε στον κινηματογραφικό αδελφό του τα πλάνα του για ένα επερχόμενο πάρτυ. Είχε σκοπό να εντυπωσιάσει τα πλήθη και, πάνω απ΄ όλους και όλα, τη σνομπ - και κατά φαντασίαν, εδώ που τα λέμε- γαλαζοαίματη του τίτλου.
"Μπουκάρω στο σπίτι, κάνουν όλοι ΑΑΑΑΑΑ!" έλεγε με καμάρι.
Για τέτοιο τσαμπουκά μιλάμε.
'Ετσι δυναμικά και τσαμπουκαλεμένα μπήκε στη δική μου ζωή, πριν από καμια δεκαπενταετία, η Black Orchid. Το πρώτο αρωματικό δημιούργημα του Tom Ford, για το δικό του brand, καθώς είχε ήδη δώσει δείγματα γραφής. Είχα αγαπήσει το υπέροχο Nu, που γεννήθηκε όταν ο Tom ήταν δημιουργικός διευθυντής του οίκου Yves Saint Laurent, αλλά η μαύρη ορχιδέα ήταν suis generis.
Μία κατηγορία από μόνη της.
Τη μύρισα πρώτη φορά σε δείγμα που φιλοξενούσε ένα αμερικάνικο περιοδικό, έκανα "ΑΑΑΑΑΑ!", γιατί η πρώτη εικόνα που σχηματίστηκε μπροστά στα μάτια μου ήταν αυτή μιας μαυροντυμένης σειρήνας με μοιραίο ύφος και κατακόκκινα χείλη που τραβάει όλα τα βλέμματα σαν μαγνήτης, και περίμενα υπομονετικά την άφιξή της στα ελληνικά καταστήματα. Από την πρώτη εισπνοή καταλαβαίνεις ότι αυτό το άρωμα ή το λατρεύεις ή το μισείς. Ή λατρεύεις να το μισείς. Δυνατό, πρωτότυπο, ζωώδες, περισσότερο βρώμικο παρά φρέσκο, μυρίζει τρούφα θυμίαμα σοκολάτα και σανδαλόξυλο, με μια τζούρα ζεστής ιδρωμένης σάρκας, και φυσικά ορχιδέα. Ένα μαγικό ελιξίριο που ζαλίζει.
Στην κυριολεξία.
Όταν έφτασε τελικά στα χέρια μου, ο πρώτος γενναιόδωρος ψεκασμός με έφερε στα όρια της λιποθυμίας και μου χάρισε έναν δυνατό πονοκέφαλο. Πρώτη φορά μύριζα eau de parfum τόσο δυνατό, η αρωματισμένη σελίδα του περιοδικού δεν με είχε προετοιμάσει για την πραγματική ένταση του αρώματος. Από την αρχή φρόντισε να μου δείξει τον ιδιότροπο χαρακτήρα της, αλλά ήταν ήδη αργά. Εϊχα αποφασίσει ότι εγώ θα μύριζα έτσι, πάση θυσία. Εγώ θα προσαρμοζόμουν στο άρωμα, όχι αυτό σε εμένα. Η λύση που βρήκα, ένας ας πούμε συμβιβασμός, ήταν να ψεκάζω μία φορά τη φόδρα στα πανωφόρια μου, και αυτή η μία φορά ήταν αρκετή για να περνάω ολόκληρη τη μέρα μου μέσα στο ευωδιαστό συννεφάκι μου. Παρά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της, η μαύρη ορχιδέα είχε γίνει αφορμή για πολλά κοπλιμέντα και οφείλω να ομολογήσω ότι μαζί δημιουργήσαμε πολύ όμορφες αναμνήσεις.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, περισσότερα από δέκα, το μαύρο μπουκαλάκι με τις χρυσές λεπτομέρειες βρισκόταν πάντα στη ζωή μου. Και όπως συχνά συμβαίνει στις μακροχρόνιες σχέσεις, κάποια στιγμή άρχισαν οι πρώτες γκρίνιες και οι προστριβές. Καταρχάς, όσο και να την αγαπούσα, δεν μπορούσα να παραβλέψω ότι η μυρωδιά κάθε νέας συσκευασίας ήταν πιο αδύναμη από την προηγούμενη. Στην αρχή αυτό το είδα σαν κάτι θετικό, αλλά έφτασε η στιγμή που η άλλοτε λαμπερή και απαστράπτουσα ορχιδέα μου ήταν η σκιά του εαυτού της, τόσο ώστε αν δεν είχε αγοραστεί από αξιόπιστο κατάστημα θα είχα αμφιβολίες για την αυθεντικότητα του εμπορεύματος. Για να μην γίνομαι άδικη, είναι γνωστό πως όσο περνάνε τα χρόνια όλο και αυξάνονται οι περιορισμοί στις πρώτες ύλες της αρωματοποιίας, καθώς κάποιες χαρακτηρίζονται αλλεργιογόνες. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα διάφορα αρώματα να υπόκεινται αναγκαστικά σε reformulation. Δεν γνωρίζω αν κάτι τέτοιο συνέβη στην ορχιδέα, πάντως δίνω ένα benefit of the doubt, έτσι γιατί αισθάνομαι μεγαλόψυχη στην τοποθεσία "γραφείο μου".
Πέραν τούτου, αφού πέρασε ο μήνας του μέλιτος και κάμποσα ευτυχισμένα χρόνια, δειλά δειλά κάτι - που δεν μπορούσα να προσδιορίσω- άρχισε να με ενοχλεί. Δεν ήταν οι νότες, τις λάτρευα και τις λατρεύω, ούτε η "βρωμιά" που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα αρώματα που μυρίζουν σαν την πρώτη ημέρα της άνοιξης. Αντί να κάτσω να σκάσω, αποφάσισα να ακολουθήσω την εύκολη οδό: Άρχισα να ξενοκοιτάζω. Το περίεργο είναι πως κάποιοι από τους καινούριους αρωματικούς μου έρωτες ήταν ακριβώς το αντίθετο από τη Black Orchid. Ανάλαφροι και αέρινοι, σαν το tutu μιας μπαλαρίνας, λουλουδένιοι, γεμάτοι φρεσκάδα και φως. Κι ενώ ήμουν βέβαιη πως μόνο εγώ μπορούσα να μυρίσω αυτές τις τόσο ελαφριές συνθέσεις, πολύ συχνά άκουγα άκρως κολακευτικά σχόλια για τις αρωματικές επιλογές μου. Αυθόρμητα και ενθουσιώδη, όπως αυτό ενός οδηγού ταξί, ο οποίος σε ολόκληρη τη διαδρομή δεν σταμάτησε να επαναλαμβάνει "Τι όμορφα που μυρίζετε! Ωραία κολώνια φοράτε!". Δεν γνωρίζω αν η Mathilde Laurent θα χαιρόταν ακούγοντας να χαρακτηρίζουν ένα από τα οσφρητικά κοσμήματα που έχει δημιουργήσει απλά "κολώνια", αλλά τέτοιο ενθουσιασμό είχα να δω από τότε που κατακτήσαμε το Euro, πίσω στο ηρωικό 2004.
Η σχέση μου με τη μαύρη ορχιδέα συνεχίστηκε, με πολλά σκαμπανεβάσματα, ώσπου σε κάποια βραδινή έξοδο αισθάνθηκα τόσο ξένη τη μυρωδιά της, σαν να κουβαλούσα μαζί μου έναν ακόμα άνθρωπο. Έναν άγνωστο άνθρωπο, που με υποχρέωνε να μυρίζω όπως ήθελε αυτός, και μόλις επέστρεψα στο σπίτι βιάστηκα να καταχωνιάσω τα ρούχα μου στο καλάθι με τα άπλυτα.
Εκείνο το βράδυ συνειδητοποίησα τί ήταν εν τέλει αυτό που με ενοχλούσε τόσο καιρό στην πάλαι ποτέ αγαπημένη μου: Το θράσος της. Η έλλειψη διακριτικότητας. Το γεγονός ότι ναι μεν τραβάει την προσοχή, αλλά αυτό συμβαίνει γιατί κάνει πολύ θόρυβο. Την προσέχεις, γιατί απλά δεν σου αφήνει περιθώριο να μην την προσέξεις.
Η δύναμή της δεν είναι ήρεμη. Είναι ο Σβαρτσενέγκερ στον "Εξολοθρευτή". Η πολυτέλειά της δεν είναι ήσυχη. Δεν είναι η Audrey με το μικρό μαύρο φόρεμα του Givenchy, ούτε η Λετίσια της Ισπανίας υπέρκομψη ακόμα και όταν φοράει Mango ή H&M. Είναι οι Καρντάσιανς και οι λοιποί συγγενείς τους. Είναι ένα μοντέλο του ίνσταγκραμ που τικάρει όλα τα κουτάκια, μαλλί, νύχι, πόζα, και 27 διαφορετικά φίλτρα, και γι' αυτό είναι σέεεεκσυυυυ.
Μετά από αυτή τη διαπίστωση, έπρεπε πια να ασχοληθώ σοβαρά με το μέλλον αυτής της σχέσης. Αγαπητή Black Orchid, ζήσαμε παρέα τόσα χρόνια, περάσαμε καλά, δε λέω, αλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει από καιρό και πρέπει να πάρουμε τις αποφάσεις μας: Χωρίζουμε ή μένουμε μαζί για τα παιδιά;
Για να μην τα πολυλογώ, χωρίσαμε.
Η μαύρη ορχιδέα έγινε μέλος της παρέας αυτών που μπήκαν στη ζωή μου με τσαμπουκά, προκαλώντας επιφωνήματα θαυμασμού "ΑΑΑΑΑΑ!", μη σου πω και "ΩΩΩΩΩΩ!", αλλά στην πορεία κάπως, κάπου, χαθήκαμε στη μετάφραση, στράβωσε ο γυαλός ή απλά λοξοδρομήσαμε, και το ενθουσιώδες επιφώνημα έγινε "ΩΩΩΩΧΧΧΧ!" για να καταλήξει τελικά στο "ΟΞΩ ΡΕ!", με φωνή και στυλ Διονύση Παπαγιαννόπουλου, παραμένοντας πιστή στο κινηματογραφικό concept.
Το τελευταίο μαύρο μπουκαλάκι στέκεται παροπλισμένο, μισογεμάτο ή μισοάδειο, ανάλογα με το βαρόμετρο της αισιοδοξίας, μέσα στον κρυστάλλινο δίσκο που φιλοξενεί τις αρωματικές μου αγάπες. Πότε πότε ανοίγω το καπάκι του, παίρνω μια βαθιά ανάσα και ταξινομώ όλα τα συναισθήματα και τις αναμνήσεις που ξετρυπώνουν από τη φωλιά τους, σαν τα ξέφτια ενός μεγάλου έρωτα που -αγνωστο πως- κουβαλάνε μόνο τις καλές στιγμές και σε ξεγελάνε... Τόσο πολύ, και με τέτοια μαεστρία, που καταλήγεις να σπαζοκεφαλιάζεις και να αναρωτιέσαι "Γιατί;"
Γιατί κάποτε ταιριάζαμε. Τώρα όχι. Γι' αυτό.