Σηκώθηκε με προσοχή από το κρεβάτι για να μην ξυπνήσει την γυναίκα του, που κοιμόταν δίπλα και βγήκε από το δωμάτιο.
Το ρολόι έδειχνε τρεις τα ξημερώματα αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθεί. Το να στριφογυρίζει άυπνος για να καταφέρει τελικά να εκνευριστεί, δεν είχε νόημα. Άναψε το φως της κουζίνας, του φάνηκε πολύ σκληρό και κατέφυγε στις μικρότερες λάμπες του απορροφητήρα. Πού να είχε άραγε η Χαρά τα ποτά; Ένα ουίσκι, ίσως τον βοηθούσε να κοιμηθεί τελικά…. Σίγουρα θα ήταν στο σαλόνι και βαριόταν να ψάχνει….άλλωστε μπορεί και να την ξυπνούσε και δεν ήθελε. Προτίμησε το κρασί που βρήκε στο ψυγείο και έβαλε ένα ποτήρι. Τι είχε πάθει απόψε, στα καλά καθούμενα και «χτυπούσε» γερμανικό νούμερο, όπως τότε στο στρατό;….
Αλήθεια….μια αιωνιότητα του φαινόταν ότι είχε περάσει από τότε….. Δεν είχε άδικο…..την άλλη βδομάδα θα έκλεινε τα πενήντα τέσσερα χρόνια του. Μπορεί να μην ήταν αιωνιότητα, αλλά από τότε που υπηρετούσε την θητεία του είχαν περάσει τρεις δεκαετίες και κάτι….
Πολλά….πάρα πολλά τα χρόνια….και τα αισθανόταν όλα στην πλάτη του να τον βαραίνουν…….Πότε ήταν που σαν νέος ξεκινούσε να κατακτήσει το σύμπαν, γεμάτος όνειρα και σχέδια;
Ήταν τότε…. Τότε που σε μια οικογενειακή γιορτή, γνώρισε την Χαρά και την ερωτεύτηκε, κι ας ήταν μόνο είκοσι χρονών εκείνος και κείνη δέκα οκτώ και ας έφευγε τον άλλο μήνα για να υπηρετήσει την θητεία του…. Αυτόν τον μήνα, δεν υπήρξε μέρα που να μην βρεθεί μπροστά της, που να μην της μιλήσει, μέχρι να της κλέψει το πρώτο φιλί και την υπόσχεση ότι θα τον περίμενε να γυρίσει από το στρατό….
Η Χαρά τήρησε την υπόσχεσή της….. Κάθε βδομάδα, έφτανε στο στρατόπεδο ένας κρεμ φάκελος και ήταν για εκείνον. Ο φάκελος ήταν βαρύς, γεμάτος από τα συναισθήματα και τις σκέψεις της, που άφηνε να φανούν μέσα από τις πυκνογραμμένες σελίδες που γέμιζαν εκείνο τον φάκελο που τον περίμενε σαν διψασμένος.
Έγραφε ωραία γράμματα η Χαρά. Γεμάτα ποίηση , ρομαντισμό αλλά και χιούμορ…. Βάλσαμο ήταν….. Την φωτογραφία της, την κρατούσε πάντα πάνω του, δίπλα στην καρδιά του που φούσκωνε από λαχτάρα για το κορίτσι με τα μελιά μάτια που αγαπούσε. Τις νύχτες, όπως κι απόψε, δεν τον έπιανε ύπνος και το μυαλό του ταξίδευε στην αγαπημένη του και έκανε όνειρα για το μέλλον τους….
Κι απόψε γιατί δεν κοιμόταν; Το κορίτσι με τα μελιά μάτια, κοιμόταν στο κρεβάτι του απόψε και κάθε βράδυ εδώ και τρεις δεκαετίες….. Τα όνειρα για το μέλλον, είχαν γίνει στην αρχή πραγματικότητα και τώρα ήταν πια μέρος του παρελθόντος του…. Τι άλλο ήθελε; Όλα είχαν πάει όπως τα ήθελε τότε….
Αρραβωνιάστηκε την Χαρά αμέσως μόλις απολύθηκε και την παντρεύτηκε αμέσως μόλις έκλεισε τα είκοσι τρία του χρόνια…. Μικροί και οι δυο, βρέθηκαν αντιμέτωποι με την σκληρή πραγματικότητα ενός γάμου και αμέτρητων ευθυνών….. Η Χαρά έμεινε σχεδόν αμέσως έγκυος και έγιναν γονείς εκείνος στα είκοσι τέσσερα και κείνη στα είκοσι δύο, για να το επαναλάβουν δύο χρόνια μετά….. Είχαν δύο κόρες σήμερα ….. Την Μάγδα και την Σοφία……
Καμάρωνε πολύ γι αυτές…..Παντρεμένες και οι δύο, η μία με γιατρό και η άλλη με δικηγόρο από τους πιο γνωστούς, ζούσαν ζωή χαρισάμενη, με τρία παιδιά η μεγάλη και δύο η μικρή…..
Τελικά είχε σταθεί πολύ ανόητος στη ζωή του…. Κι αν όχι ανόητος, σίγουρα αφηρημένος…..
Πώς είναι δυνατόν να δεχτείς ότι έχεις ζήσει μια αφηρημάδα που κράτησε τριάντα χρόνια;
Κι όμως….Διαφορετικά πως έγινε και δεν κατάλαβε πώς πέρασαν τα χρόνια;
Την μέρα που η Χαρά του ανακοίνωσε ότι η Μάγδα είχε γίνει πλέον γυναίκα και είχε φτιάξει και γλυκό για τον ερχομό του πρώτου της κύκλου, του ήρθε το ταβάνι στο κεφάλι κομμάτι-κομμάτι….Του φαινόταν αδιανόητο η κόρη του που την φανταζόταν ακόμα μωρό να….
Έπειτα στο σχοινί της μπουγάδας έβλεπε και νέα εσώρουχα που ήξερε ότι δεν ανήκαν στην γυναίκα του κι ας ήταν γυναικεία…..
Στην Σοφία, είχε πλέον κάπως συνηθίσει, ήταν πιο ήρεμος γιατί ήταν προετοιμασμένος από την μεγάλη….. Η μικρή όμως του είχε κάνει την ζημιά τελικά…..
Μια Κυριακή μεσημέρι τους ανακοίνωσε, ότι αγαπούσε κάποιον που τον έλεγαν Μάρκο, ήταν δικηγόρος και ήθελε να την παντρευτεί….. Έξαλλος είχε γίνει….Θηρίο! Ήθελε να καταγγείλει αυτόν τον κύριο για παιδεραστία και ίσως και να το έκανε, αν δεν του θύμιζε η γυναίκα του ότι η … «μικρή» είχε κλείσει τα είκοσι ένα και θα ήταν μάλλον γελοίο κάτι τέτοιο……
Η Μάγδα, αρραβωνιάστηκε έξι μήνες μετά, αλλά είχε πάρει πια την κρυάδα…..
Τα παλιοκόριτσα……Άδειασε το σπίτι ξαφνικά…..Πώς μπόρεσαν να του το κάνουν αυτό; Γιατί τόση βιασύνη; Θαύμασε την γυναίκα του για άλλη μια φορά…..
Η Χαρά δεν έχασε τον χρόνο της με μελαγχολίες και γκρίνιες….παλικάρι και πάλι…. Τον έβαλε και πούλησαν το σπίτι, αγόρασαν ένα άλλο λίγο πιο μικρό και πιο εξοχικό, μοίρασε δίκαια τον χρόνο της στις κόρες της, στον άντρα της, στο σπίτι της και στις φίλες της και δεν φαινόταν να έχει κανένα πρόβλημα….. Πρόβλημα παρουσιάστηκε ξανά, όταν τα κορίτσια άρχισαν να κάνουν παιδιά…..
Είχε γίνει παππούς! Δεν το χωρούσε το μυαλό του!....Δεν το σήκωνε ο εγωισμός του! Πώς είναι δυνατόν να γίνεις παππούς, όταν δεν είσαι καν πενήντα χρονών; Εκείνος ήξερε ότι οι παππούδες, είχαν άσπρα μαλλιά, κοιλίτσα, φορούσαν γυαλιά και πήγαιναν τα εγγόνια τους βόλτα….. Τίποτα κοινό δεν είχε με όλα αυτά….
Δεν είχε άσπρα μαλλιά….εντάξει είχαν γκριζάρει τα δικά του, είχαν αραιώσει και λίγο, αλλά σίγουρα δεν είχε κοιλίτσα! Όσο για τα γυαλιά….εντάξει, κι αυτό θα το παραδεχόταν, τα είχε πάντα επάνω του, αλλά τα χρειαζόταν μόνο όταν διάβαζε! Αισθάνθηκε εγκλωβισμένος σε μια πραγματικότητα που ήταν σε πλήρη αντίθεση με όσα ο ίδιος ήθελε να πιστεύει!
Η συμπεριφορά της Χαράς του έδωσε στα νεύρα….Αναίσθητη! Μέσα στην τρελή χαρά, ταχτάριζε τα εγγόνια τους και τους τραγουδούσε σαχλοτράγουδα, όπως έκανε με τα παιδιά της κάποτε και δεν ήθελε να ενοχληθεί από το γεγονός, ότι αυτά τα μωρά, έμοιαζαν δικά της!
Θα μπορούσε να είναι η μητέρα τους και σίγουρα όχι η γιαγιά τους, γιατί έπρεπε να το παραδεχτεί….Η Χαρά δεν είχε αλλάξει πολύ από τότε που την είχε γνωρίσει κι ας κόντευε κι αυτή τα πενήντα….. Λεπτή, πάντα όμορφη, πάντα κοκέτα….. Εκείνος έπεσε σε μελαγχολία πάντως…..
Ξαφνικά του φάνηκε γέρος και επαναστατούσε γιατί δεν αισθανόταν έτσι….. εκείνος είχε κέφι για ζωή, ήθελε να τρέξει πάλι στην αμμουδιά κρατώντας από το χέρι την γυναίκα του και να φιλιούνται το ηλιοβασίλεμα….. Τελικά ήταν ανόητος….Πίνοντας την τελευταία γουλιά από το κρασί του, συνειδητοποίησε, ότι αυτά ακριβώς έκαναν με την Χαρά ……Πάλι αφηρημένος ήταν; Έβαλε κι άλλο κρασί και κοίταξε το χρυσαφένιο ποτό…..
Αυτή η παμπόνηρη σύντροφός του, σίγουρα είχε καταλάβει τι περνούσε……τώρα καταλάβαινε γιατί ξαφνικά άρχισαν να πηγαίνουν πιο τακτικά ταξίδια και εκδρομές! Τώρα καταλάβαινε γιατί ξαφνικά τα ρούχα του ανανεώθηκαν από την Χαρά και έγιναν πιο άνετα, πιο μοντέρνα, πιο….νεανικά! Ίσως αυτός ήταν ο λόγος, που όταν ανακοίνωσε ότι θα κάνει εμφύτευση μαλλιών, η Χαρά τον είχε επαινέσει και γεμάτη κατανόηση είχε σταθεί δίπλα του….. Όταν γράφτηκε στο γυμναστήριο και άρχισε να παθαίνει εμμονή με το σώμα του, η Χαρά πάλι με χιούμορ και γλύκα τον αντιμετώπισε και τον ενθάρρυνε να συνεχίσει…..
Μια αστραπή έλαμψε στο μυαλό του…. Αν η Χαρά είχε μαντικές ικανότητες, αν τον ήξερε τόσο καλά, τότε σίγουρα θα είχε καταλάβει και τα….σαλιαρίσματα με την νέα υπάλληλο του μαγαζιού, εκείνη την ζουμερή ξανθιά στο τμήμα πωλήσεων…… Στήριξε το κεφάλι στα χέρια του….αυτό θα ήταν τρομερό!
Δεν είχε κάνει τίποτα με την ξανθιά…..Μια φορά μόνο την πήγε στα μπουζούκια και δικαιολογήθηκε στην γυναίκα του, ότι θα έβγαινε μ’ ένα φίλο από το στρατό….Καλά πέρασαν, αλλά τον έφαγαν οι τύψεις μετά….. Δεν την άγγιξε την μικρή….ήταν μόλις είκοσι οκτώ χρονών…..Θα μπορούσε να είναι η κόρη του…. Του άρεσε όμως το συναίσθημα ότι ακόμα μπορούσε να συγκινήσει μια νέα γυναίκα. Του άρεσε που η νεαρή χόρεψε για εκείνον πάνω στο τραπέζι, που του αφιέρωνε τραγούδια, που του πετούσε λουλούδια και που έγερνε πάνω του δήθεν ζαλισμένη…… Φυσικά και το μετάνιωσε….. Διακριτικά η ξανθιά μετατέθηκε…..
Μπορεί να αισθάνθηκε μια παροδική ανάγκη να επιβεβαιώσει την γοητεία του, αλλά είχε αρκετό μυαλό ακόμα στο κεφάλι του για να καταλάβει, ότι δεν ήταν δίκαιος….
Αν η Χαρά ένοιωθε την ίδια ανάγκη για επιβεβαίωση, τι θα γινόταν;….Όχι, ούτε να το σκεφτεί δεν άντεχε….. Έπειτα….την αγαπούσε…..Πιο πολύ ίσως από τότε που την γνώρισε….
Καλή η ξανθιά, εκείνο το βράδυ ένιωσε πάλι είκοσι χρονών, αλλά αφηρημένος ή όχι, καταλάβαινε ότι δεν ήταν τόσο…. Ήταν πενήντα και κάτι, είχε ίσως την καλύτερη οικογένεια που θα μπορούσε να ζητήσει άνθρωπος και την πιο όμορφη, την πιο έξυπνη, την πιο δυναμική σύντροφο που μπορούσε να ονειρευτεί ένας άντρας…..
Παλικάρι η Χαρά….Όσες φορές και αν το έλεγε, πάλι λίγες ήταν…. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ και δεν έπρεπε άλλωστε να το ξεχάσει, αν δεν ήταν αχάριστος, ότι τότε που ξεκινούσαν, τότε που τα λεφτά ποτέ δεν έφταναν, ήταν εκείνη που τον βοήθησε. Κανείς δεν ήξερε, ούτε καν εκείνος, ότι η Χαρά κρυφά, έχοντας επιστρατεύσει τις γνώσεις της στην ραπτική, έραβε την γειτονιά και έβαζε τα χρήματα στην άκρη…. Όταν κάποια μέρα τον απέλυσαν, αισθάνθηκε το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια του και ο πανικός τον κύκλωσε. Δύο παιδιά και μια γυναίκα, ήταν στην αποκλειστική του ευθύνη…. Πριν προλάβει ν’ αρρωστήσει από την στεναχώρια του, ο φύλακας άγγελός του, πούλησε ένα οικοπεδάκι και μαζί του έδωσε και τις οικονομίες της για ν’ ανοίξει ένα μαγαζί με ηλεκτρολογικό υλικό. Δούλεψε σαν σκυλί μαζί του, νύχτα μέρα και στάθηκαν γρήγορα γερά στα πόδια τους και τώρα είχαν ολόκληρο τετράγωνο δικό τους και τρία υποκαταστήματα σε όλα την Ελλάδα….. Τελικά ήταν ανόητος, ηλίθιος και …..εγωιστής! Απασχολημένος με τις ανασφάλειές του, με την δική του κρίση, δεν αναρωτήθηκε ποτέ, πώς αισθανόταν εκείνη… Ήξερε πως είχε αρχίσει η κλιμακτήριος και δεν την ρώτησε ποτέ τι ένιωθε, αν υπέφερε, αν φοβόταν ότι γερνούσε…..
Δεν μεγάλωνε μόνο εκείνος….Ίσως και η Χαρά να αισθανόταν ότι έχανε το τρένο της ζωής, ότι σ’ ένα δρόμο με αυτοκίνητα, την ξεπερνούσαν άλλα, πιο δυνατά, πιο καινούρια….
Ντράπηκε…..ως όφειλε…. Δεν είχε τίποτα να της προσάψει και όμως δεν της είχε φερθεί εντάξει…..Ακόμα και το ότι σκέφτηκε να την απατήσει, κι ας μην το είχε κάνει τελικά, ήταν έγκλημα….. Σαν κι αυτούς που διαγράφουν μια ζωή και παίρνουν αγκαλιά την πρώτη Ουκρανή και φεύγουν, αφήνοντας πίσω τους την σύντροφο της ζωής τους, αυτήν που πέρασε όλα τα δύσκολα και ζουν τα εύκολα με κάποια που μπορεί και αδιαφορεί για την παρακμή τους με το αζημίωτο……
Το φως της κουζίνας, σκόρπισε κάθε σκέψη….. Στην πόρτα στεκόταν η Χαρά και τον κοιτούσε με κατανόηση.
- Δεν κοιμάσαι; βρήκε μόνο να την ρωτήσει.
- Όχι…..Από την ώρα που σηκώθηκες δεν κοιμάμαι, αλλά και….γενικότερα! Τι κάνεις παρέα μ’ ένα μπουκάλι στις τέσσερις τα χαράματα;
- Δεν είχα ύπνο…..
- Και γιατί δεν μου μίλησες, να πιούμε μαζί;
Δεν ήξερε τι να της απαντήσει και κείνη τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα του. Ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του.
- Δεν έχει νόημα καλέ μου….του είπε και κείνος τραβήχτηκε και την κοίταξε.
- Ποιο πράγμα δεν έχει νόημα;
- Όλη αυτή η αναδρομή που έκανες απόψε…..
- Και συ πού ξέρεις….σταμάτησε απότομα την κουβέντα του.
Τι κουταμάρες ρωτούσε τώρα; Αν κάποιος ήξερε ότι σκεφτόταν και ότι αισθανόταν, ήταν η Χαρά….Η Χαρά του….
- Γιατί ποτέ δεν μου μίλησες για να με συνεφέρεις; την ρώτησε.
Η Χαρά χαμογέλασε. Του έπιασε με τα δυο χέρια το πρόσωπο και τον φίλησε τρυφερά.
Τον κοίταξε στα μάτια και μια παιχνιδιάρα λάμψη, σιγόκαιγε στα βάθη τους.
- Γιατί πολυαγαπημένε μου, κουτέ μου άντρα, ότι κι αν έκανες, ήξερα πως μ’ αγαπάς, αλλά ήσουν απλά λίγο φοβισμένος με τα χρόνια που περνούσαν και δεν καταλάβαινες ότι αυτά ακριβώς ήταν η….προίκα μας! Και μ’ αυτή την προίκα, μπορούμε να διεκδικήσουμε τα υπόλοιπα χρόνια που είναι και τα καλύτερα, γιατί τώρα είμαστε έμπειροι, πιο δυνατοί και κυρίως πιο….σοφοί!
- Ναι αλλά εσύ; θέλω να πω….εσύ πώς μπορούσες να κάνεις ότι δεν βλέπεις τις ανοησίες μου;
- Εγώ γλυκέ μου, ήξερα πάντα να κάνω υπομονή και να λέω…..
« Δεν μπορεί…..Θα στρώσει….!»