ὁσπίτιν
Εμφάνιση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ὁσπίτιν < ελληνιστική κοινή ὁσπίτιον < λατινική hospitium
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ὁσπίτιν ουδέτερο
- άλλη μορφή του ὁσπίτιον
ὁσπίτιν ουδέτερο