νοώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νοώ < αρχαία ελληνική νοῶ (νοέω)
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]νοώ, παθητικό: νοούμαι
- αντιλαμβάνομαι με το νου
- (γενικότερα) κάνω με το νου συλλογισμούς με βάση τα εκάστοτε δεδομένα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ο νοών νοείτω: όποιος έχει μυαλό κατάλαβε, δεν θα δώσω άλλες εξηγήσεις
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νοώ