θα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θα < θένα < θέλει ἵνα < ελληνιστική κοινή θέλω ἵνα
Μόριο
[επεξεργασία]θα
- χρησιμοποιείται για το σχηματισμό των ρηματικών τύπων που περιγράφουν μια πράξη η οποία πρόκειται να γίνει στο μέλλον
- ⮡ αύριο το πρωί θα πάω στην τράπεζα (: στιγμιαίος μέλλοντας)
- ⮡ όλο το τριήμερο θα διαβάζω (: εξακολουθητικός μέλλοντας)
- ⮡ σε δέκα μέρες θα έχω τελειώσει την εργασία (: συντελεσμένος μέλλοντας)
- χρησιμοποιείται για το σχηματισμό των ρηματικών τύπων που περιγράφουν κάτι πιθανό, δυνατό ή μη πραγματικό
- ⮡ είναι πολύ σκεφτικός, άρα θα πρέπει να συμβαίνει κάτι σοβαρό (: κάτι πιθανό)
- ⮡ παρακαλώ, θα μου δώσετε λίγη προσοχή; (: κάτι δυνατό)
- ⮡ αν είχα διαβάσει, θα είχα γράψει καλύτερα (: κάτι μη πραγματικό)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θα, ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο
- οι υποσχέσεις
- ⮡ βαρέθηκα τα θα σου