αναφορικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναφορικά < αναφορικ(ός) + -ά
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.na.fo.ɾiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐φο‐ρι‐κά
Επίρρημα
[επεξεργασία]αναφορικά
- με αναφορικο τρόπο, με σχέση αναφοράς (για προσδιορισμούς)
- σχετικά με κάτι, προς κάτι
- ⮡ αναφορικά με τις αυξήσεις στα τέλη, δεν είπε κουβέντα
- ⮡ αναφορικά προς την επιστολή παραίτησης, σχολίασε...
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναφορικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αναφορικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αναφορικός