Μετάβαση στο περιεχόμενο

çiçekçi

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
çiçekçi < çiçek + -çi

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /t͡ʃit͡ʃɛcˈt͡ʃi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

çiçekçi

  1. ο ανθοπώλης
  2. ο ανθοκόμος
  3. το ανθοπωλείο

Συγγενικά

[επεξεργασία]