Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γαλέρα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μοντέλο τυπικού σχεδίου Μαλτέζικης πολεμικής γαλέρας του 16ου αιώνα, της τελευταίας μεγάλης εποχής των πολεμικών γαλερών

Η γαλέρα είναι είδος πλοίου που προωθείται κυρίως με κουπιά. Η γαλέρα χαρακτηρίζονταν από το μακρόστενο σκαρί της, το μικρό βύθισμά της, και το χαμηλό ύψος εξάλων της, δηλαδή του χώρου ανάμεσα στη θάλασσα και τα κάγκελα του πλοίου. Σχεδόν όλα τα είδη της γαλέρας είχαν και πανιά, που χρησιμοποιούνταν σε περίπτωση ευνοϊκού ανέμου, αλλά η ανθρώπινη δύναμη ήταν πάντα η κύρια μέθοδος προώθησής τους. Αυτό επέτρεπε στις γαλέρες να πλέουν ανεξάρτητα από την πορεία των ανέμων και των ρευμάτων. Η γαλέρα προήλθε από τους ναυτικούς πολιτισμούς που κατοικούσαν γύρω από τη Μεσόγειο Θάλασσα, στις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ., αν και κάποιοι πρώιμοι τύποι εμφανίστηκαν νωρίτερα. Παρέμεινε σε χρήση, σε διάφορες μορφές, μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα, με εφαρμογές στον πόλεμο, στο εμπόριο και στην πειρατεία.

Οι γαλέρες ήταν τα πολεμικά πλοία που χρησιμοποιήθηκαν από τις πρώτες Μεσογειακές ναυτικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων, των Φοινίκων, και (αργότερα) και των Ρωμαίων. Παρέμειναν ο κυρίαρχος τύπος των πλοίων που χρησιμοποιήθηκαν για τον πόλεμο και την πειρατεία στη Μεσόγειο Θάλασσα μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα. Ως πολεμικά και πειρατικά πλοία, οι γαλέρες μετέφεραν διάφορα είδη όπλων, σε όλη τη μακροχρόνια ύπαρξή τους, συμπεριλαμβανομένων εμβόλων, κριών (π.χ. στην πολιορκία της Τύρου), καταπελτών, υγρού πυρός και (τέλος) κανονιών. Στηρίχθηκαν, επίσης, σε μεγάλο βαθμό στα (σχετικά) μεγάλα πληρώματά τους, για να εξουδετερώνουν τα εχθρικά πλοία με ρεσάλτο. Οι γαλέρες ήταν το πρώτο είδος πλοίου που χρησιμοποίησε αποτελεσματικά βαριά κανόνια ως όπλα εναντίον εχθρικών πλοίων αλλά και εναντίον παράκτιων εγκαταστάσεων. Ως ιδιαίτερα αποδοτικές πλατφόρμες, ανάγκασαν σε αλλαγές προσαρμογής στον σχεδιασμό των μεσαιωνικών παράκτιων φρουρίων, καθώς και βελτίωση του σχεδιασμού των αντίπαλων πολεμικών πλοίων.

Το αποκορύφωμα της πολεμικής χρήσης των γαλερών ήρθε στα τέλη του 16ου αιώνα, με τη ναυμαχία της Ναυπάκτου, το 1571, που ήταν μία από τις μεγαλύτερες ναυμαχίες της ιστορίας. Από τον 17ο αιώνα, ωστόσο, τα ιστιοφόρα πλοία και κάποια υβριδικά σκάφη, όπως τα σεμπέκα, εκτόπισαν (σταδιακά) τις γαλέρες από τις ναυμαχίες. Ήταν, όμως, το πιο συνηθισμένο είδος πλοίων στον Ατλαντικό Ωκεανό, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, και αργότερα είχαν περιορισμένη χρήση στην Καραϊβική, στις Φιλιππίνες και στον Ινδικό Ωκεανό, κατά την πρώιμη νεότερη περίοδο, κυρίως ως περιπολικά σκάφη, κυρίως για την καταπολέμηση της πειρατείας. Από τα μέσα του 16ου αιώνα οι γαλέρες ήταν σε διαλείπουσα χρήση στη Βαλτική Θάλασσα, με τις σύντομες αποστάσεις της και τα εκτεταμένα αρχιπελάγη της. Υπήρξε μικρή αναβίωση της πολεμικής γαλέρας κατά τον 18ο αιώνα, κατά τους πολέμους μεταξύ Ρωσίας, Σουηδίας και Δανίας.

Ορισμός και ορολογία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος γαλέρα προέρχεται από τη μεσαιωνική ελληνική λέξη «γαλέα», που αντιστοιχούσε σε μια μικρότερη έκδοση του δρόμωνα, που ήταν ο κύριος τύπος πολεμικών πλοίων του βυζαντινού ναυτικού.[1] Η προέλευση αυτής της ελληνικής λέξης είναι ασαφής, αλλά θα μπορούσε ενδεχομένως να σχετίζεται με τη λέξη «γαλέος», που σημαίνει σκυλόψαρο - καρχαρίας.[2] Αντίστοιχα, η ύπαρξη της λέξης galley στην αγγλική γλώσσα βεβαιώνεται από το 1300 (περίπου)[3], και χρησιμοποιήθηκε στις περισσότερες Ευρωπαϊκές γλώσσες από το 1500 περίπου, αρχικά ως γενικός όρος για τα κωπήλατα πολεμικά πλοία, και από τον Μεσαίωνα και μετά, πιο συγκεκριμένα για τα σκάφη Μεσογειακού στυλ,[4] (πολεμικά και μη). Μόνο από τον 16ο αιώνα, ο όρος «γαλέρα» απέκτησε ενοποιημένη έννοια και αντίστοιχη χρήση. Πριν από αυτό το χρονικό σημείο, ιδιαίτερα στην αρχαιότητα, υπήρχε μια ευρεία ποικιλία όρων που χρησιμοποιούνταν ξεχωριστά για διαφορετικούς τύπους γαλέρας. Στη σύγχρονη ιστορική βιβλιογραφία, ο όρος «γαλέρα» μερικές φορές χρησι��οποιείται ως γενικός όρος για τα διάφορα είδη των κωπήλατων σκαφών, που είναι μεγαλύτερα από τις λέμβους, αν και ως «πραγματική» γαλέρα ορίζεται το πλοίο που ανήκει στην παράδοση της Μεσογείου.[5]

Η αγγλικής ναυπηγικής «γαλεροφρεγάτα» (galley-frigate) Charles Galley, που ναυπηγήθηκε το 1670. Δεν ήταν μια «αληθινή» γαλέρα, αλλά ο όρος «γαλέρα» έγινε μέρος του ονόματός της και του τύπου της, επειδή είχε και κώπες.

Οι αρχαίες γαλέρες ονομάζονταν ανάλογα με τον αριθμό των κουπιών τους, με τον αριθμό των στασιδιών των κωπηλατών ή με τον αριθμό των σειρών των κωπηλατών. Οι όροι που βασίζονται σε χρήση στις σύγχρονες γλώσσες είναι (διεθνώς) συνδυασμοί αρχαιοελληνικών ή και λατινικών λέξεων. Οι αρχαιότερες ελληνικές γαλέρες με μια σειρά κουπιά ονομαζόταν τριακόντορες, πεντηκόντορες και αργότερα και εκατόντορες.[6] Αργότερα, όταν εμφανίστηκαν γαλέρες με περισσότερες από μια σειρά κουπιών, η ορολογία βασιζόταν σε ελληνικά ή λατινικά αριθμητικά προθέματα ακολουθούμενα από το επίθεμα «-ήρης» ή «-reme» (= κουπί). Η μονήρης (monoreme, στα λατινικά) είχε μια σειρά κωπηλάτες, η διήρης (bireme, στα λατινικά) είχε δύο (2) σειρές κωπηλάτες και μια τριήρης (trireme, στα λατινικά) είχε τρεις (3) σειρές κωπηλάτες. Από εκεί και πάνω, δεδομένου ότι ο μέγιστος αποτελεσματικός αριθμός σειρών κουπιών ανά σκάφος είναι τρία (3), κάθε επιπλέον σειρά κωπηλατών αναγκαστικά (πλέον) αντιστοιχούσε σε επιπλέον σειρά κωπηλατών στις ήδη υπάρχουσες σειρές κουπιών. Έτσι, αν και σύμφωνα με την κυριολεκτική σημασία της λέξης «πεντήρης» (quinquereme, στα λατινικά), αντιστοιχεί σε πέντε (5) σειρές κουπιών, αυτό στην πραγματικότητα δεν ίσχυε, αλλά υπήρχαν ορισμένες σειρές κουπιών που τις χειρίζονταν περισσότερες από μία (1) σειρές κωπηλατών. Υπήρχαν ως και πέντε (5) σειρές κωπηλατών σε μία σειρά κουπιών (στις ρωμαϊκές μονόκροτες πεντήρεις). Για μεγαλύτερη απλότητα, ορισμένοι σύγχρονοι μελετητές (ή και συγγραφείς γενικότερα) αναφέρουν τις γαλέρες αυτές ως «πεντάρια», «εξάρια», «οκτάρια», «ενδεκάρια» κ.τ.λ., αντί για τους σωστούς όρους «πεντήρεις», «εξήρεις», «οκτήρεις», «ενδεκήρεις», κ.τ.λ.. Οι γαλέρες με πάνω από έξι (6) - επτά (7) σειρές κωπηλατών δεν ήταν συνηθισμένες, αν και αναφέρονται τεκμηριωμένα ως και «τεσσαρακοντήρεις», δηλαδή με 40 σειρές κωπηλατών. Γενικά, κάθε γαλέρα με περισσότερες από τρεις (3) σειρές κωπηλατών αναφέρεται συχνά γενικά ως πολυήρης (polyreme, στα λατινικά).[7]

Ο αρχαιολόγος Λάινελ Κάσον (Lionel Casson) χρησιμοποίησε τον όρο «γαλέρα» για να περιγράψει και όλη τη Βορειοευρωπαϊκή ναυτιλία, από τις αρχές ως τα τέλη του Μεσαίωνα, συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών Βίκινγκ, ακόμη και τα διάσημα μακρόπλοιά τους, αν και αυτή η χρήση του όρου είναι σπάνια.[8] Πολεμικά κωπήλατα πλοία ναυπηγούνταν στα Βρετανικά Νησιά κατά τον 11ο-13ο αιώνα και βασίζονταν σε Σκανδιναβικά σχέδια, αλλά παρ ' όλα αυτά αναφέρονταν ως «γαλέρες». Πολλά από αυτά ήταν παρόμοια με τα μπίρλινς (birlinns), που ήταν στενοί συγγενείς των τύπων μακρόπλοιων, όπως τα σνέκια (snekkja). Από τον 14ο αιώνα, είχαν αντικατασταθεί από τα μπάλινγερς (balingers) στη νότια Βρετανία, ενώ οι «ιρλανδικές γαλέρες», που ήταν επίσης τύπου μακρόπλοιων, απέμειναν σε χρήση καθ΄όλον τον Μεσαίωνα στη Βόρεια Βρετανία.[9]

Ακουαρέλα των Ηνωμένων Πολιτειών: Πλοία στην μάχη της νήσου Βαλκούρ, που απεικονίζουν διάφορες «γαλέρες σειράς», καθώς και κάποια παρόμοιας λειτουργίας, αλλά βασίζοναι σε πολύ διαφορετικά σχέδια από τις γαλέρες της Μεσογείου.

Οι μεσαιωνικές και οι πρώιμες νεότερες γαλέρες είχαν διαφορετική ορολογία από τους προκατόχους τους. Τα ονόματα, με βάση τα μεταβαλλόμενα σχέδια, που εξελίχθηκαν από τα αρχαία κωπήλατα σκάφη είχαν ενδιάμεσα ξεχαστεί και ως σκάφη και περισσότερο ως ονομασίες. Ανάμεσα στα πιο σημαντικά είναι οι Βυζαντινοί δρόμωνες, που ήταν προκάτοχοι της ιταλικής galea sottila. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα προς την τελική μορφή της μεσογειακής πολεμικής γαλέρας. Οι γαλέρες έγιναν αναπόστατο μέρος για ένα προηγμένο (για την εποχή) σύγχρονο σύστημα πολέμου και κρατικής διοίκησης. Χωρίστηκαν σε διάφορες κατηγορίες, με βάση το μέγεθος των σκαφών και τον αριθμό πληρώματος που μετέφεραν. Οι πιο βασικές κατηγορίες ήταν οι ακόλουθες:

  1. Λαντέρνες (lantern galleys).
  2. Ημιγαλέρες (half-galleys).
  3. Γαλιότες (galiots).
  4. Φούστες (fustas).
  5. Βριγαντίνια (brigantines).
  6. Φρεγάτες (fregatas).

Ο ναυτικός ιστορικός Ίαν Γκλέτε (Jan Glete) έχει χαρακτηρήσει αυτό το σύστημα διάκρισης μεταξύ των γαλερών ως ένα είδος του προκατόχου του μεταγενέστερου συστήματος ταξινόμισης πλοίων του Βασιλικού Ναυτικού και των αντίστοιχων των άλλων ναυτικών της Βόρειας Ευρώπης.[10]

Το γαλλικό ναυτικό και το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό ναυπήγησαν μια σειρά από «γαλεροφρεγάτες» (galley - frigates), στη χρονική περίοδο (κατά προσέγγιση) 1670-1690, που ήταν μικρά δίκροτα καταδρομικά (της εποχής) που πλέουν με ένα σύνολο κωπομπουκαπορτών στο κατώτερο κατάστρωμα. Οι τρεις (3) Βρετανικές γαλεροφρεγάτες είχαν, επίσης, χαρακτηριστικά ονόματα: «Τζέημς γαλέρα» (James Galley), «Τσαρλς γαλέρα» (Charles Galley) και «Μαίρη γαλέρα» (Mary Galley).[11]

Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο όρος «γαλέρα» εχρησιμοποιείτο για να περιγράψει μικρά κωπήλατα οπλισμένα σκάφη, που δεν ταίριαζαν με την αντίστοιχη κατηγορία του κλασικού Μεσογειακού τύπου. Κατά τη διάρκεια της Αμερικανικής Επανάστασης και σε άλλους πολέμους με τη Γαλλία και τη Βρετανία, το πρώιμο Ναυτικό των ΗΠΑ και άλλες ναυτικές δυνάμεις ναυπήγησαν σκάφη που ονομάζονταν «γαλέρες» ή «γαλέρες σειράς», αν και στην πραγματικότητα ήταν βριγαντίνια ή Βαλτικές κανονιοφόροι.[12]

Αυτό το είδος περιγραφής ήταν περισσότερο για τον χαρακτηρισμό του πολεμικού τους ρόλου, και εν μέρει λόγω τεχνικών στη διοίκηση και τη ναυτική χρηματοδότηση.[13]

Ανάμεσα στα πρωιμότερα γνωστά σκάφη ήταν τα μονόξυλα, κατασκευασμένα από κοιλωμένους κορμούς. Αυτοί ήταν οι πρωιμότεροι πρόγονοι των γαλερών. Τα στενά τους κύτη απαιτούσαν να πλοηγηθούν από μια σταθερή θέση καθισμένου προς τα εμπρός χειριστή, μια λιγότερο αποτελεσματική μορφή προώθησης σε σύγκριση με την κωπηλασία με σωστά κουπιά, κοιτώντας προς τα πίσω. Η ύπαρξη θαλασσοπόρων κωπήλατων σκαφών έχει τεκμηριωθεί με ευρήματα γλυπτών από τερακότα, και μοντέλα μολύβδου στην περιοχή του Αιγαίου, από την 3η χιλιετία π.Χ.. Ωστόσο, κάποιοι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι ο αποικισμός των νησιών της Μεσογείου κατά την Εποχή του Λίθου, γύρω στο 8.000 π.Χ. απαίτησε μετρίως μεγάλα, αξιόπλοα θαλασσοπόρα σκάφη, που ήταν κωπήλατα και πιθανώς να ήταν εξοπλισμένα και με ιστία.[14] Η πρώτη ένδειξη για πιο πολύπλοκα σκάφη, που θεωρούνται τα πρωτότυπα για τις μεταγενέστερες γαλέρες ήρθε από την Αρχαία Αίγυπτο, κατά τη διάρκεια του Παλαιού Βασιλείου (περίπου 2700-2200 π.Χ.). Υπό τον Φαραώ Πέπι Α΄ (Pepi I Meryre, 2332-2283 π.Χ.) αυτά τα σκάφη μετέφεραν στρατεύματα για επιδρομές εναντίον οικισμών κατά μήκος της ακτής του (σημερινού) Λιβάνου, μεταφέροντας πίσω στην Αίγυπτο με τα ίδια σκάφη σκλάβους και ξυλεία.[15] Υπό τη βασιλεία της Χατεψούτ (περίπου 1479-1457 π.Χ.), οι αιγυπτιακές γαλέρες εμπορεύονταν πολυτελή είδη στην Ερυθρά Θάλασσα, με την αινιγματική Γη του Πουντ, όπως καταγράφηκε σε τοιχογραφίες στον Ταφικό Ναό της Χατεψούτ στο Ντερ ελ-Μπαχάρι (Deir el-Bahari).[16]

Ασσυριακό πολεμικό πλοίο. Μια διήρης με μυτερό έμβολο. 700 π.Χ..

Ναυπηγοί, πιθανώς Φοίνικες, ένας θαλασσινός λαός που ζούσε στις νότιες και στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, ήταν οι πρώτοι που κατασκεύασαν μια γαλέρα δύο (2) σειρών, με κωπηλάτες τοποθετημένους σε δύο (2) επίπεδα, ένας τύπος που έγινε γνωστός με την ελληνική του ονομασία «διήρης».[17] Παρόλο που οι Φοίνικες ήταν ανάμεσα στους πιο σημαντικούς ναυτικούς πολιτισμούς της πρώιμης αρχαιότητας, λίγες λεπτομερείς ενδείξεις έχουν βρεθεί για τους τύπους των πλοίων που χρησιμοποιούσαν. Οι καλύτερες απεικονίσεις που βρέθηκαν προς το παρόν είναι πολύ μικρές, πολύ στυλιζαρισμένες εικόνες σε σφραγίδες που απεικονίζουν πλοία σε σχήμα ημισελήνου εξοπλισμένα με ένα κατάρτι και κάποιες (ασαφείς) σειρές κουπιών. Έγχρωμες τοιχογραφίες σε Μινωικό οικισμό στη Σαντορίνη (χρονολογημένες γύρω στο 1600 π.Χ.) δείχνουν πιο λεπτομερείς εικόνες σκαφών με τελετουργικές τέντες στο κατάστρωμα, σε πομπή. Κάποιες από αυτές είναι σχετικά ακατέργαστες, αλλά άλλες απεικονίζουν με αρκετές λεπτομέρειες κωπηλάτες ή και άλλους ναύτες που λυγίζουν πάνω στην κουπαστή. Αυτό έχει ερμηνευτεί ως μια πιθανή τελετουργική αναπαράσταση αρχαιότερων τύπων σκαφών, αναφερόμενο σε μια εποχή που εφευρέθηκε η κωπηλασία, αλλά ελάχιστα είναι γνωστά για τη χρήση και τον σχεδιασμό των Μινωικών σκαφών.[18]

Ο Διόνυσος ταξιδεύει με ένα μικρό σκάφος, που μοιάζει με γαλέρα. Ζωγραφική αναπαράσταση από το Διονυσιακό κύπελλο από τον Εξηκία, χρονολογημένο γύρω στο 530 π.Χ..[19]

Οι πρώτες ελληνικές γαλέρες εμφανίστηκαν γύρω στο δεύτερο ήμισυ της 2ης χιλιετίας π.Χ. Στην Ιλιάδα, επικό ποίημα, που αναφέρεται στον 12ο αιώνα π.Χ., γαλέρες με μια σειρά κωπηλατών, που χρησιμοποιούνταν με κύριο σκοπό τη μεταφορά πεζοναυτών για διάφορες μάχες στην ξηρά.

Η πρώτη καταγραμμένη ναυμαχία ήταν η ναυμαχία στο Δέλτα του Νείλου, ανάμεσα στις Αιγυπτιακές δυνάμεις υπό τον Ραμσή Γ΄ (Ramesses III) και την αινιγματική συμμαχία γνωστή ως οι «Λαοί της Θάλασσας», που πραγματοποιήθηκε γύρω στο 1175 π.Χ.. Αυτή ήταν η πρώτη γνωστή εμπλοκή ανάμεσα σε οργανωμένες ένοπλες δυνάμεις, που χρησιμοποιούσαν θαλασσοπόρα σκάφη ως πολεμικά όπλα, παρόλο που τα συγκεκριμένα πλοία χρησιμοποιήθηκαν κυρίως ως πλωτές πλατφόρμες μάχης. Συγκεκριμένα, ο Ραμσής ο Γ΄ διακρίθηκε μαχόμενος εναντίον ενός αγκυροβολημένου στόλου, κοντά στις ακτές του Δέλτα, με την υποστήριξη χερσαίων τμημάτων τοξοτών.[20]

Αναπαράσταση μιας μοίρας αρχαίων ελληνικών γαλερών (πιο συγκεκριμέμα τριηρών), με ψηφιακή αναπαραγωγή της εικόνας της Ολυμπιάδας.

Οι πρώτες πραγματικές Μεσογειακές γαλέρες είχαν συνήθως μεταξύ 15 και 25 ζεύγη κουπιών και ονομάστηκαν τριακόντορες και πεντηκόνταρες. Οι όροι είναι κυριολεκτικοί, δηλώντας την παρουσία 30 ή 50 κωπηλατών, αντιστοίχως. Δεν πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα πριν εμφανιστούν γαλέρες με τρεις (3) σειρές κωπηλατών, με την προσθήκη μιας διήρους πάνω σε μια παρεξειρεσία, προσφέροντας μια κατασκευή που έδωσε περισσότερο χώρο για την προβολή των κουπιών. Αυτές οι γαλέρες ονομάστηκαν «τριήρεις», στα ελληνικά. Οι Ρωμαίοι αργότερα ονόμασαν αυτό το σχέδιο triremis, στα λατινικά. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι πρώιμοι τύποι τριηρών υπήρχαν ήδη από το 700 π.Χ., αλλά η πρώτη πειστική λογοτεχνική αναφορά τοποθετεί την εφεύρεσή της στο 542 π.Χ..[21] Με την ανάπτυξη των τριηρών, οι πεντηκόντοροι έτειναν να εξαφανιστούν, αν και όχι εντελώς. Οι τριακόντοροι συνέχισαν να χρησιμοποιούνται σε σχετικά μεγαλύτερη κλίμακα, αλλά πλέον μόνο για περιπολίες και καταδρομικές αποστολές.[22]

Τα πρώτα πολεμικά πλοία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη (αναφερόμενη) χρήση για γαλέρες στον πόλεμο ήταν να μεταφέρουν ακτοπλοϊκά μαχητές από το ένα μέρος στο άλλο, (τουλάχιστον) μέχρι τα μέσα της 2ης χιλιετίας π.χ.. Δεν υπήρχε ακόμη καμία πραγματική διάκριση από τα εμπορικά: Ίδια σκάφη χρησιμοποιούνταν για εμπόριο, πειρατεία ή και για πόλεμο.

Γύρω στον 14ο αιώνα π.Χ., είχαν πλέον αναπτυχθεί τα πρώτα πλοία αφιερωμένα ειδικά στον πόλεμο. Ήταν πιο εύχρηστα και με καθαρότερες γραμμές σε σύγκριση με τα μαζικότερα κατασκευαζόμενα εμπορικά. Είχαν χρησιμοποιηθεί για επιδρομές, για τη σύλληψη (αντίπαλων) εμπορικών, αλλά και σε διάφορες άλλες αποστολές.[23] Κατά τη διάρκεια αυτής της πρώιμης περιόδου, η επιδρομή έγινε η πιο σημαντική μορφή της οργανωμένης βίας στην περιοχή της Μεσογείου. Ο ιστορικός Lionel Casson χρησιμοποίησε το παράδειγμα του Ομήρου στις εργασίες για να δείξει ότι θαλάσσιες επιδρομές θεωρήθηκαν μια κοινή και (για τα τότε δεδομένα) νόμιμη πρακτική ανάμεσα σε αρχαίους θαλάσσιους λαούς. Αργότερα, ο Αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης περιέγραψε το φαινόμενο ως είχε.[24]

Η ανάπτυξη του εμβόλου κάποια στιγμή πριν από τον 8ο αιώνα π.Χ. άλλαξε τη φύση του ναυτικού πολέμου, που μέχρι τότε ήταν το θέμα ρεσάλτου και μάχης μεταξύ των πληρωμάτων. Το έμβολο ήταν μια βαριά προβολή που προεξείχε στην πλώρη και τυλιγόταν με μέταλλο, συνήθως μπρούτζο. Με τη χρήση του εμβόλου ένα εμβολοφόρο πλοίο μπορούσε να ακινητοποιήσει (ή και να βυθίσει) ένα εχθρικό πλοίο, ανοίγοντας μια τρύπα στο σανίδωμα του τελευταίου. Η σχέση ταχύτητας και ευελιξίας των πλοίων έγινε σημαντική, καθώς ένα πιο αργό πλοίο θα μπορούσε να στριμωχτεί και να απενεργοποιηθεί (ή και να βυθιστεί) από ένα πιο γρήγορο (ή και πιο επιδέξια ελισσόμενο). Τα πρώτα σχέδια είχαν μόνο μία σειρά κωπηλάτες που καθόντουσαν σε κύτη χωρίς κατάστρωμα, κωπηλατώντας με την πλάτη προς την πλώρη, με κουπιά που περνούσαν από τις τρύπες ανάμεσα στα κάγκελα της κουπαστής του πλοίου. Το πρακτικό άνω όριο για ξύλινες κατασκευές γρήγορες και αρκετά ευέλικτες για ναυτικό πόλεμο ήταν περίπου 25-30 κουπιά ανά πλευρά. Με την προσθήκη άλλου ενός επιπέδου κουπιών, μια ανάπτυξη που σημειώθηκε το αργότερο γύρω στο 750 π.Χ., μια γαλέρα μπορούσε να γίνει μικρότερη (κατά μήκος), αλλά με περισσότερους κωπηλάτες, ενώ ταυτόχρονα γίνονταν αρκετά ισχυρή για να είναι αποτελεσματική κατά τον εμβολισμό.[25]

Ο έντονος ανταγωνισμός ανάμεσα στα περισσότερο προηγμένα ναυτικά κράτη έδωσε νέα ώθηση στην ανάπτυξη ακόμη πιο προηγμένων γαλερών με πολλές σειρές κωπηλάτες. Κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού της 1ης χιλιετίας π.Χ., οι ναυτικές δυνάμεις της Μεσογείου ανέπτυσσαν διαδοχικά μεγαλύτερα και πολυπλοκότερα πολεμικά σκάφη, με πιο προηγμένο τύπο σε αυτήν τη χρονική περίοδο την κλασική τριήρη, με 170 κωπηλάτες. Οι τριήρεις αναφέρθηκε ότι πολέμησαν σε αρκετές αποφασιστικές ναυμαχίες, όπως αυτές των Περσικών Πολέμων (502-449 π. Χ.) και του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.). Σε αυτές τις ναυμαχίες συμπεριλαμβάνεται και η Ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς, το 405 π.Χ., η οποία σφράγισε την ήττα της Αθήνας (και των συμμάχων της) από τη Σπάρτη και τους συμμάχους της. Η τριήρης ήταν ένα προηγμένο (για την εποχή) πλοίο που κόστιζε (σχετικά) ακριβά για να ναυπηγηθεί, να διατηρηθεί και να παραμείνει με (σχετικά μεγάλο) ετοιμοπόλεμο πλήρωμα. Μέχρι τον 5ο π.Χ. αιώνα, οι προηγμένες πολεμικές γαλέρες (τριήρεις) είχαν αναπτυχθεί από τα αξιόλογα μεγάλα ναυτικά κράτη, εφόσον είχαν αρκετά αναπτυγμένες οικονομίες για να τις ναυπηγήσουν ή και να τις συντηρήσουν. Ήταν σαφώς συνδεδεμένες με την τελευταία (για τότε) ναυτική πολεμική τεχνολογία, γ��ρω στον 4ο π.Χ. αιώνα και μπορούσαν να αναπτυχθούν μόνο σε ανεπτυγμένα κράτη με ανεπτυγμένες οικονομίες και επίσης ανεπτυγμένη διοίκηση. Εκτός από τα σκάφη καθεαυτά απαιτούσαν και προικισμένους κωπηλάτες που συνήθως ήταν ελεύθεροι πολίτες, εξασκημένοι για χρόνια στην κωπηλασία.[26]

Ελληνιστική εποχή και άνοδος της Ρωμαϊκής «Δημοκρατίας»

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μια Ρωμαϊκή διήρης απεικονίζεται σε ένα ανάγλυφο από τον Ναό του Fortuna Primigenia στην Πραίνεστο (Palastrina),[27], ο οποίος (ναός) χτίστηκε γύρω στο 120 π. Χ.[28] Εκτίθεται στο Μουσείο Πίο-Κλεμεντίνο (Museo Pio-Clementino) στα Μουσεία του Βατικανού.
Ο Οδυσσέας και οι Σειρήνες, «Μωσαϊκό του Οδυσσέα», του 2ο αιώνα μ. Χ., που εκτίθεται στο Εθνικό Μουσείο Βάρντο στην Τύνιδα, Τυνησία.

Καθώς οι πολιτισμοί γύρω από τη Μεσόγειο αυξήθηκαν σε μέγεθος και σε πολυπλοκότητα, οι στόλοι τους από γαλέρες, αυξήθηκαν, τόσο σε αριθμούς, όσο και σε (μέσο) μέγεθος. Το βασικό σχέδιο με μία ως τρεις σειρές κουπιά παρέμεινε το ίδιο, αλλά σταδιακά προστέθηκαν περισσότεροι κωπηλάτες ανά κουπί. Οι ακριβείς λόγοι γι' αυτήν την εξέλιξη δεν είναι γνωστοί, αλλά πιστεύεται ότι προκλήθηκε από την επιθυμία αύξησης του αριθμού των μεταφερόμενων πεζοναυτών και την προσθήκη βαρύτερων όπλων στα πλοία, όπως καταπέλτες. Επίσης, για το ανερχόμενο μέγεθος των ναυτικών δυνάμεων της εποχής, ήταν δύσκολο να βρεθεί ο ανάλογος αριθμός αρκετά εξειδικευμένων κωπηλατών για το σύστημα του ενός ανδρός ανά κουπί που εφαρμόζονταν από τις πρώτες τριήρεις. Με περισσότερα από ένα άτομο ανά κουπί, αρκεί μόνο ο ένας από αυτούς τους κωπηλάτες να ακολουθήσει τον ρυθμό, ενώ οι υπόλοιποι απαιτείται απλά να ακολουθήσουν τον ρυθμό αυτού. Έτσι, περισσότεροι ανειδίκευτοι κωπηλάτες μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ικανοποιητικά.[29]

Οι Διάδοχοι της Αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου έκτιζαν γαλέρες που ήταν σαν τριήρεις στη διάταξη των σειρών κουπιών, αλλά ήταν επανδρωμένες με επιπλέον κωπηλάτες ανά κουπί. Ο τύραννος Διονύαιος Α΄ των Συρακουσών (432 - 367 π.Χ.) πιστώθηκε την εφεύρεση της πεντήρους και της εξήρους. Οι όροι «πεντήρης» και «εξήρης» σημαίνουν γαλέρες με πέντε (5) ή έξι (6) σειρές κωπηλατών, αντιστοίχως, που περιέχουν δηλαδή κάποιες σειρές κουπιών με δύο (2) κωπηλάτες ανά κουπί. Ο Πτολεμαίος Β΄ (283 - 246 π.Χ.) δημιούργησε έναν από τους μεγαλύτερους στόλους με πολυήρεις. Ο στόλος του αναφέρεται ότι είχε ξεφύγει από κάθε προηγούμενο, για τα δεδομένα της εποχής του, περιέχοντας δωδεκήρεις, ως και μια τεσσερακονταήρη. Φυσικά, η τελευταία, τουλάχιστον, ήταν πλοίο καθαρά επίδειξης, αφού θεωρείται ότι το μέγεθος αυτό δεν ήταν αρκετά πρακτικό για πραγματική πολεμική χρήση. Στόλοι με πολυήρεις τέθηκαν σε δράση σε συγκρούσεις όπως οι Καρχηδονιακοί Πόλεμοι (246-146 π.Χ.), μεταξύ της Ρωμαϊκής δημοκρατίας και της Καρχηδόνας, οι οποίες (συγκρούσεις) περιελάμβαναν τεράστιες ναυμαχίες, με εκατοντάδες σκάφη και (συνολικά) δεκάδες χιλιάδες πεζοναύτες, ναύτες και κωπηλάτες.[30]

Τα περισσότερα από τα σωζόμενα έγγραφα στοιχεία παρέχονται για την πολεμική ελληνική και ρωμαϊκή ναυτιλία, αν και είναι πιθανό ότι υπήρχαν παρόμοιες εμπορικές γαλέρες σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Τα εμπορικά της εποχής αναφέρονται στα ελληνικά ως «ιστιοκόποι», όρος που απεικονίζει ότι στηρίζονταν σε δυο τύπους προώθησης της εποχής, ιστίο και κουπί. Ο αντίστοιχος λατινικός όρος ήταν actuaria (navis), τονίζοντας ότι τα σκάφη αυτά ήταν ικανά να κινούνται,, ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες. Ως ένα παράδειγμα, για την ακρίβεια και την αξιοπιστία τους, κατά τη διάρκεια της παρουσίας τους, στη διάσημη ομιλία του "Carthago delenda est", ο Κάτων ο Πρεσβύτερος επέδειξε την εγγύτητα της ρωμαϊκής αψίδας με την εχθρική (τότε) ακτή της Καρχηδόνας, με το να παρουσιάσει στο κοινό του ένα φρέσκο σύκο, το οποίο ισχυρίσθηκε ότι μάζεψε από τη Βόρειο Αφρική μόλις τρεις (3) ημέρες πριν από αυτήν την παρουσίαση. Άλλα είδη που μετέφεραν οι εμπορικές γαλέρες της εποχής συμπεριλάμβαναν μέλι, τυρί, κρέας και ζωντανά ζώα, που προορίζονταν για αναμέτρηση με μονομάχους. Οι Ρωμαίοι είχαν αρκετούς τύπους εμπορικών γαλερών που ειδικεύονταν σε διάφορα καθήκοντα. Ο πιο ευέλικτος σε εφαρμογές από αυτούς τους ρωμαϊκούς τύπους εμπορικών γαλερών ήταν οι actuaria, με πενήντα (50) κωπηλάτες. Οι υπόλοιποι τύποι συμπεριλάμβαναν τις phaselus, για μεταφορά ταξιδιωτών, και τις lembus, ένα μικρής κλίμακας ταχύ μεταφορικό. Πολλά από αυτά τα σχέδια σκαφών συνέχισαν να χρησιμοποιούνται έως τον Μεσαίωνα.[31]

Ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Απεικονίσεις των δύο συμπαγών λιβυρνιδών που χρησιμοποιούνταν από τους Ρωμαίους κατά τις εκστρατείες τους ενάντια στους Δάκες, στις αρχές του 2ου αιώνα μ. Χ.: Ανάγλυφα από η Στήλη του Τραϊανού, γύρω στο 113.

Η Ναυμαχία του Ακτίου το 31 π. Χ., μεταξύ των δυνάμεων του Οκταβιανού Αυγούστου και του Μάρκου Αντώνιου και της Κλεοπάτρας, σηματοδότησε την κορύφωση χρήσης της ρωμαϊκής πολεμικής γαλέρας. Μετά τη νίκη του Οκταβιανού Αυγούστου στο Άκτιο, τα περισσότερα από τα πλοία του ρωμαϊκού στόλου που επέζησαν της ναυμαχίας αποσυναρμολογήθηκαν ή και κάηκαν. Κατά το υπόλοιπο αυτού του ρωμαϊκού εμφυλίου έγιναν κυρίως χερσαίες δυνάμεις, ενώ από τη δεκαετία του 160 μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ. δεν καταγράφηκε καμία σημαντική πολεμική ναυτική δράση. Κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου, οι περισσότερες γαλέρες και τα πληρώματά τους είτε διαλύθηκαν είτε χρησιμοποιήθηκαν για ψυχαγωγικούς σκοπούς σε εικονικές μάχες ή για ασκήσεις στον χειρισμό ιστίων για να χρησιμοποιηθούν παρόμοιες κατασκευές ως σκίαστρα για τον ήλιο, στις μεγαλύτερες ρωμαϊκές αρένες. Οι στόλοι γαλερών παρέμειναν σε υπηρεσία ως βοηθητικά μέσα για τις δυνάμεις ξηράς, ενώ οι άνδρες των πληρωμάτων των γαλερών αυτοαποκαλούνταν milites, δηλαδή «στρατιώτες», αντί nautae, δηλαδή «ναύτες».[32]

Οι ρωμαϊκοί στόλοι γαλερών είχαν μετατραπεί σε δυνάμεις επαρχιακής περιπολίας και στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό στις λιβυρνίδες, που ήταν τύποι συμπαγών διηρών με 25 ζεύγη κουπιών. Η ονομασία αυτού του τύπου προήλθε από τους Ιλλυριούς, που ήταν γνωστοί στους Ρωμαίους για τις θαλάσσιες περιπλανήσεις τους. Οι ρωμαϊκές αντίστοιχες εμπνεύστηκαν από τέτοια μικρότερα σκάφη. Οι λιβυρινίδες και άλλες μικρές γαλέρες περιπολούσαν στα ποτάμια της ηπειρωτικής Ευρώπης και έφθασαν να χρησιμοποιούνται έως και στη Βαλτική, με σκοπό να μάχονται τις τοπικές εξεγέρσεις και να ελέγχουν εχθρικές απόπειρες εισβολής. Οι Ρωμαίοι διαχειρίζονταν πολυάριθμες βάσεις σκορπισμένες σε όλη την αυτοκρατορία τους, αλλά κυρίως κατά μήκος των όχθων των ποταμών της Κεντρικής Ευρώπης, σε συνδυασμό με αλυσίδες οχυρών. Επίσης, είχαν ανάλογες εγκαταστάσεις κατά μήκος των βόρειων θαλάσσιων ευρωπαϊκών ακτών της αυτοκρατορίας τους, καθώς επίσης στα βρετανικά νησιά, στη Μεσοποταμία, στη Βόρεια Αφρική. Στις βάσεις αυτές συμπεριλαμβάνονταν η Τραπεζούντα, η Βιέννη, το Βελιγράδι, το Ντόβερ, η Σελεύκεια και η Αλεξάνδρεια. Ωστόσο, υπάρχουν μερικές πραγματικές ναυμαχίες με γαλέρες της εποχής, που καταγράφηκαν σε αρχεία. Μια τέτοια δράση καταγράφηκε το 70 μ.Χ., στην ακαθόριστη θέση της Νήσου Μπαταβίας, κατά τη διάρκεια της Μπαταβιακής εξέγερσης. Στις δυνάμεις που κατέστηλαν την εξέγερση περιλαμβάνονταν μια τριήρης που χρησίμευσε ως Ρωμαϊκή ναυαρχίδα.[33] Ο τελευταίος επαρχιακός στόλος, ο στόλος Βρετανίας (classis Britannica) διαλύθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 200 μ.Χ., αν και υπήρξε μια μικρής διάρκειας ναυτική ανάκαμψη, σύμφωνα με τον «κανόνα» του Κωνσταντίνου (272-337). Ο κανόνας του είδε επίσης την τελευταία μεγάλη ναυμαχία της ενιαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας [πριν από τη μετέπειτα μόνιμη διαίρεση σε Δυτική και Ανατολική (αργότερα Βυζαντινή) Αυτοκρατορίες]. Ήταν η ναυμαχία του Ελλήσποντου, το 324. Μετά από τη ναυμαχία αυτή, έπειτα από κάποια χρονικά απροσδιόριστη στιγμή και μετά, η κλασική τριήρης περιέπεσε πλέον σε αχρηστία, με αποτέλεσμα ο σχεδιασμός της να ξεχαστεί.[34]

Θρίαμβος του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης που δείχνουν το ζευγάρι σε πομπή, λεπτομέρεια από ένα τεράστιο μωσαϊκό από Cirta, Ρωμαϊκή Αφρική (ca. 315-325 AD, σήμερα στο Λούβρο)

Μια μετάβαση από τη γαλέρα σε ιστιοπλοϊκά σκάφη, όπως οι πιο κοινοί τύποι πολεμικών πλοίων ξεκίνησε τον Μεσαίωνα (γ. 11ος αι.). Μεγάλα high-sided ιστιοφόρα ήταν πάντα τρομερά εμπόδια για γαλέρες. Σε χαμηλό ύψος εξάλων oared σκάφη, το πιο ογκώδης ιστιοφόρα, το γρανάζι και το κάρακ, ήταν σχεδόν σαν οχυρά, είναι δύσκολο να πινάκων και ακόμα πιο δύσκολο να συλλάβει. Οι γαλέρες παρέμεινε χρήσιμες ως πολεμικά πλοία σε όλη την ολόκληρο τον Μεσαίωνα, λόγω της ευελιξίας. Τα ιστιοφόρα της εποχής είχαν συνήθως με ένα μόνο, μεγάλο τετράγωνο πανί. Αυτό τα έκανε δυσκίνητα για να κατευθυνθούν και ήταν σχεδόν αδύνατο να πλέουν προς την κατεύθυνση του ανέμου. Οι γαλέρες, επομένως, ήταν ο μόνος τύπος πλοίου, ικανός για τις παράκτιες επιδρομές και τις αμφίβιες αποβάσεις, και τα δύο βασικά στοιχεία του medieval warfare.[35]

Ανατολική Μεσόγειος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην ανατολική Μεσόγειο, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αγωνίστηκε με την εισβολή από την εισβολή Μουσουλμάνους Άραβες από τον 7ο αιώνα, που οδηγεί σε έντονο ανταγωνισμό, μια συγκέντρωση του στόλου, και τις γαλέρες στην αύξηση του μεγέθους. Σύντομα μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου και της Ανατολής, του Αραβικού άρχοντες πλοία, ιδιαίτερα παρόμοια με το Βυζαντινό dromons με τη βοήθεια των τοπικών Κοπτική καραβομαραγκοί από πρώην Βυζαντινές ναυτικές βάσεις.[36] Από τον 9ο αιώνα, ο αγώνας μεταξύ οι Βυζαντινοί και οι Άραβες είχαν μετατρέψει την Ανατολική Μεσόγειο σε μια no man's land εμπορικής δραστηριότητας. Το 820 η Κρήτη καταλήφθηκε από Ανδαλουσίας Μουσουλμάνων που εκτοπίστηκαν από μια αποτυχημένη εξέγερση εναντίον του το Εμιράτο της Κόρδοβας, μετατρέποντας το νησί σε βάση (μαγειρείο) επιθέσεις σε Χριστιανικές ναυτιλία μέχρι το νησί καταλήφθηκε από τους Βυζαντινούς το 960.[37]

Στη δυτική Μεσόγειο και τον Ατλαντικό, τη διαίρεση της Καρολίγγεια Αυτοκρατορία στα τέλη του 9ου αιώνα, έφερε σε μια περίοδο αστάθειας, που σημαίνει αυξημένη πειρατεία και επιδρομές στη Μεσόγειο, ιδιαίτερα από τους νεοαφιχθέντες Μουσουλμάνους εισβολείς. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από επιδρομές Σκανδιναβικές Βίκινγκς που χρησιμοποιούνται πλοία, σκάφη, που με πολλούς τρόπους, ήταν πολύ κοντά σε διορθώσεις στον σχεδιασμό και τη λειτουργικότητα και, επίσης, χρησιμοποιούνται για παρόμοια τακτική. Για να αντιμετωπίσει την απειλή, τοπικούς άρχοντες άρχισαν να χτίζουν μεγάλες oared σκάφη με έως και 30 ζεύγη κουπιών, που ήταν μεγαλύτερο, πιο γρήγορα και με μεγαλύτερη πλευρές από πλοία των Βίκινγκς.[38] Σκανδιναβικές επέκτασης, συμπεριλαμβανομένων επιδρομές στη Μεσόγειο και επιθέσεις σε δύο Μουσουλμανικές Iberia και ακόμη και την ίδια την Κωνσταντινούπολη, υποχωρήσει από τα μέσα του 11ου αιώνα. Με αυτή τη φορά, μεγαλύτερη σταθερότητα στην εμπορική κίνηση που επιτυγχάνεται με την εμφάνιση των Χριστιανικών βασιλείων όπως αυτές της Γαλλίας, της Ουγγαρίας και της Πολωνίας. Την ίδια ώρα, το ιταλικό λιμάνι πόλεις και πόλεις-κράτη, όπως η Βενετία, η Πίζα και το Αμάλφι, αυξήθηκε στις παρυφές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καθώς αγωνίστηκε με την ανατολική απειλές.[39]

Μετά την έλευση του Ισλάμ και τις Μουσουλμανικές κατακτήσεις του 7ου και 8ου αιώνα, το παλιό Μεσογειακή οικονομία κατέρρευσε και ο όγκος των συναλλαγών έπεσε δραστικά.[40] Η Ανατολική Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) Αυτοκρατορία, αμέλησε να αναβιώσει χερσαίες διαδρομές του εμπορίου, αλλά εξαρτάται από τη διατήρηση των θαλάσσιων οδών άνοιγμα για να κρατήσει την αυτοκρατορία μαζί. Μαζικό εμπόριο μειώθηκε περίπου 600-750, ενώ η πολυτέλεια εμπόριο αυξήθηκε. Δοκίμια παρέμειναν στην υπηρεσία, αλλά ήταν επικερδείς, κυρίως στα πολυτελή εμπόριο που το υψηλό κόστος συντήρησης.[41] τον 10ο αιώνα, υπήρξε μια απότομη αύξηση της πειρατείας, η οποία οδήγησε σε μεγαλύτερα σκάφη με πολλά πληρώματα. Αυτά ήταν ως επί το πλείστον χτισμένο από την αναπτυσσόμενη πόλη-κράτη της Ιταλίας, που ήταν αναδεικνύεται ως το κυρίαρχο θάλασσα δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της Βενετίας, της Γένοβαςς και της Πίζας. Κληρονομώντας τη Βυζαντινή πλοίο σχέδια, η νέα έμπορος γαλέρες ήταν παρόμοια dromons, αλλά χωρίς βαριά όπλα και τόσο ταχύτερη και ευρύτερη. Θα μπορούσαν να είναι επανδρωμένα με πληρώματα από 1.000 άνδρες και χρησιμοποιήθηκαν και στις δύο εμπόριο και τον πόλεμο. Μια περαιτέρω ώθηση στην ανάπτυξη της μεγάλης εμπορικής γαλέρες ήταν η ανάκαμψη της Δυτικής Ευρώπης προσκυνητών που ταξίδευαν προς τους Αγίους τόπους.[42]

Ενετικό μεγάλη κουζίνα με τρία πανιά λαμβάνοντας προσκυνητές στην Ιερουσαλήμ (Κόνραντ Grünenberg 1486/7).

Στη Βόρεια Ευρώπη, τα πολεμικά πλοία των Βίκινγκς και τους παράγωγα, knarrs, που κυριαρχείται συναλλαγών και τη ναυτιλία, αν και αναπτύχθηκε ξεχωριστά από τη Μεσόγειο μαγειρείο παράδοση. Στα Νότια γαλέρες συνέχισε να είναι χρήσιμο για το εμπόριο, ακόμη και ως ιστιοπλοϊκά σκάφη εξελιχθεί περισσότερα κύτη και συναρμολόγηση., δεδομένου ότι θα μπορούσε να αγκαλιάζουν την ακτογραμμή και να κάνει σταθερή πρόοδο, όταν οι άνεμοι απέτυχε, ήταν ιδιαίτερα αξιόπιστη. Από το ζενίθ στον σχεδιασμό της εμπορικής γαλέρες ήρθε με την κρατική μεγάλη γαλέρες της Ενετικής Δημοκρατίας, το πρώτο που χτίστηκε στο 1290s. Αυτά χρησιμοποιήθηκαν για να μεταφέρουν το επικερδές εμπόριο σε είδη πολυτελείας από την ανατολή, όπως μπαχαρικά, μετάξι και κοσμήματα. Ήταν από όλες τις απόψεις μεγαλύτερο από το σύγχρονο πόλεμο γαλέρες (έως 46 m) και είχε ένα βαθύτερο σχέδιο, με χώρο για το φορτίο (140-250 t). Με ένα πλήρες συμπλήρωμα των κωπηλάτες που κυμαίνονται από 150 έως 180 άνδρες, όλα τα διαθέσιμα για να υπερασπιστεί το πλοίο από την επίθεση, είχαν, επίσης, πολύ ασφαλείς τρόποι ταξιδιού. Αυτό προσέλκυσε μια επιχείρηση μεταφοράς εύποροι προσκυνητές προς τους Αγίους τόπους, ένα ταξίδι που θα μπορούσε να επιτευχθεί σε μόλις 29 ημέρες για τη διαδρομή Βενετία-Jaffa, παρά landfalls για ξεκούραση και το πότισμα ή για ανάπαυλα από την κακοκαιρία.[43]

Ανάπτυξη της πραγματικής γαλέρας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ύστερη μεσαιωνική θαλάσσια πολέμου ήταν χωρισμένη σε δύο διακριτές περιοχές. Στη Μεσόγειο γαλέρες χρησιμοποιήθηκαν για τις επιδρομές τους κατά μήκος των ακτών, καθώς και στο συνεχή αγώνα για ναυτικές βάσεις. Στον Ατλαντικό και τη Βαλτική υπήρχε μεγαλύτερη εστίαση σε ιστιοφόρα που χρησιμοποιούνται κυρίως για τη μεταφορά των στρατευμάτων, με τις γαλέρες του, παρέχοντας την καταπολέμηση υποστήριξη.[44] Γαλέρες ήταν ακόμα ευρέως στη βόρεια και είχαν τα πιο πολλά πολεμικά πλοία που χρησιμοποιούνται από Μεσογειακή δυνάμεις με συμφέροντα στον βορρά, κυρίως η γαλλική και η Ιβηρική βασίλεια.[45]

Κατά τη διάρκεια του 13ου και 14ου αιώνα, το μαγειρείο εξελιχθεί σε σχέδιο που ήταν να παραμείνει ουσιαστικά η ίδια, μέχρι που σταδιακά στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο νέος τύπος κατέβηκε από τα πλοία που χρησιμοποιούνται από τον Βυζαντινό και τον Μουσουλμανικό στόλο, στις αρχές του Μεσαίωνα. Αυτά ήταν το στήριγμα όλων των Χριστιανικών δυνάμεων μέχρι τον 14ο αιώνα, καθώς και η μεγάλη ναυτικές δημοκρατίες της Γένοβας και της Βενετίας, του Πάπα, των Ιωαννιτών, της Αραγονίας και της Καστίλλης, καθώς και από διάφορους πειρατές και κουρσάροι. Η συνολική όρος που χρησιμοποιείται για αυτά τα είδη των σκαφών ήταν gallee sottili ("λεπτή γαλέρες"). Το μεταγενέστερο Οθωμανικό ναυτικό που χρησιμοποιείται παρόμοια σχέδια, αλλά ήταν γενικά πιο γρήγορα και με το πανί, και το μικρότερο, αλλά πιο αργά κάτω από τα κουπιά.[46] Μαγειρείο σχέδια προορίζονται αποκλειστικά και μόνο για τη στενή δράση με φορητά όπλα και βλητικά όπλα όπως τόξα και βαλλίστρες. Τον 13ο αιώνα στην Ιβηρική βασίλειο της Αραγωνίας κατασκευαστεί πολλά στόλο από τριήρεις με υψηλή κάστρα, επανδρωμένο με καταλανικά crossbowman, και τακτικά νίκησε ανώτερη Ανδεγαυική δυνάμεις.[47]

Από το πρώτο μισό του 14ου αιώνα το Ενετικό galere da mercato ("εμπορικό γαλέρες") κατασκευάστηκαν στα ναυπηγεία από το κρατικό Οπλοστάσιο ως "ένας συνδυασμός και των κρατικών επιχειρήσεων και του ιδιωτικού σύνδεσης, το τελευταίο είναι ένα είδος κοινοπραξίας των εξαγωγών τους εμπόρους", όπως ο Fernand Braudel, που περιγράφεται.[48] Τα πλοία έπλεαν σε φάλαγγα, υπερασπίστηκε από τοξότες και slingsmen (ballestieri) στο πλοίο, και αργότερα μεταφέρουν κανόνια. Στη Γένοβα, η άλλη μεγάλη ναυτική δύναμη της εποχής, μαγειρεία και τα πλοία σε γενικές γραμμές ήταν περισσότερα παράγονται από μικρότερες ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Τρισδιάστατο μοντέλο της βασικής δομής του κύτους μιας βενετικής «Γαλέρας της Φλάνδρας», ενός μεγάλου εμπορικού πλοίου του 15ου αιώνα. Η αναπαράσταση από την αρχαιολόγο Κόρτνεϊ Χίγκινς βασίζεται σε μετρήσεις που δίνονται σε πραγματείες της εποχής για την κατασκευή πλοίων.[49]
Απεικόνιση εμπορικής γαλέρας του 15ου αιώνα από ένα χειρόγραφο του Μιχαήλ του Ρόδιου (1401-1445) που γράφτηκε το 1434.

Τον 14ο και 15ο αιώνα έμπορος γαλέρες διαπραγματεύονται υψηλής αξίας αγαθά και μετέφερε επιβάτες. Σημαντικές διαδρομές στην εποχή των πρώτων Σταυροφοριών πραγματοποιηθεί η προσκυνητής της κυκλοφορίας στους Αγίους τόπους. Αργότερα διαδρομές που συνδέονται λιμάνια της Μεσογείου, μεταξύ της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας (εμπόριο σιτηρών σύντομα πιέζονται από την τουρκική άλωση της Κωνσταντινούπολης, 1453) και μεταξύ της Μεσογείου και Μπριζ— όπου το πρώτο Γενουάτες μαγειρείο έφτασε στο Sluys στο 1277, η πρώτη Ενετικό galere στο 1314— και Σαουθάμπτον. Παρόλο που κατά κύριο λόγο ιστιοπλοϊκά σκάφη, χρησιμοποιούσαν κουπιά για να εισέλθουν και να αφήσει πολλούς εμπορικούς λιμένες της κλήσης, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την είσοδο και έξοδο από τη Λιμνοθάλασσα της Βενετίας. Η Ενετική γαλέρα, ξεκινώντας από 100 τόνους και κατασκευάστηκε όσο το 300, δεν ήταν το μεγαλύτερο εμπορικό της ημέρας, όταν οι Γενοβέζοι κάρακ του 15ου αιώνα μπορεί να υπερβαίνει τους 1000 τόνους.[50] Σε 1447, για παράδειγμα, της Φλωρεντίας γαλέρες προγραμματιστεί να καλέσετε σε 14 λιμάνια στον δρόμο τους προς και από την Αλεξάνδρεια.[51] Η διαθεσιμότητα κουπιά ενεργοποιημένη αυτά τα πλοία να περιηγηθείτε κοντά στην ακτή, όπου θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τη γη και θαλάσσιες αύρες και τα παράκτια ρεύματα, για να λειτουργήσει αξιόπιστα και συγκριτικά γρήγορα περάσματα κατά την επικρατούσα άνεμος. Τα μεγάλα πληρώματα επίσης, παρέχεται προστασία κατά της πειρατείας. Τα πλοία αυτά ήταν πολύ αξιόπλοο * Φλωρεντίας μεγάλη γαλέρα αριστερά Σαουθάμπτον στις 23 φεβρουαρίου 1430 και επέστρεψε στο λιμάνι της Πίζας σε 32 ημέρες. Ήταν τόσο ασφαλείς ότι τα εμπορεύματα συχνά δεν ήταν ασφαλισμένο.[52] τα πλοία Αυτά αυξάνονται σε μέγεθος κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, και ήταν το πρότυπο από το οποίο το galleass αναπτυχθεί.

Μετάβαση προς τα ιστιοφόρα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τις αρχές του 15ου αιώνα, τα ιστιοφόρα πλοία άρχισαν να κυριαρχούν στον ναυτικό πόλεμο στις βόρειες θάλασσες. Παρότι στη Μεσόγειο η γαλέρα εξακολουθούσε να παραμένει το κύριο πολεμικό πλοίο, μια παρόμοια μετάβαση είχε αρχίσει και εκεί. Μια Καστιλιάνικη ναυτική επιδρομή στο νησί Jersey το 1405, έγινε η πρώτη καταγεγραμμένη μάχη, όπου μια δύναμη της Μεσογείου χρησιμοποίησε στόλο κυρίως από ιστιοφόρα cogs ή nefs αντί για κωπήλατες γαλέρες. Άλλη σημαντική ένδειξη για τη μετάβαση ήταν η μάχη του Γιβραλτάρ το 1476, μεταξύ της Καστίλης και της Πορτογαλίας: ήταν η πρώτη καταγεγραμμένη μάχη όπου τον κύριο ρόλο έπαιξαν τρικάταρτα ιστιοφόρα, προοϊωνίζοντας τη σταδιακή υποχώρηση της σημασίας των πολεμικών γαλερών.[53]

Η μετάβαση από τη Μεσόγεια πολεμική γαλέρα στο ιστιοπλοϊκό σκάφος ως η προτιμώμενη μέθοδος του σκάφους στη Μεσόγειο συνδέεται άμεσα με τις τεχνολογικές εξελίξεις και τα εγγενή χαρακτηριστικά χειρισμού του κάθε σκάφους τύπων. Οι κύριοι παράγοντες αλλάζουν πανί σχεδιασμό, την εισαγωγή των κανονιών σε σκάφη, και τα χαρακτηριστικά χειρισμού των πλοίων.

Το σκάφος ήταν πάντα στο έλεος του ανέμου για πρόωση, και αυτοί που το έκαναν φέρουν κουπιά βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση, επειδή δεν ήταν βελτιστοποιημένη για το κουπί χρήση. Η γαλέρα είχε μειονεκτήματα σε σύγκριση με το ιστιοπλοϊκό σκάφος. Τα μικρότερα σκαριά, δεν ήταν σε θέση να κρατήσουν όσο το φορτίο και αυτή η περιορισμένη γκάμα τους, όπως τα πληρώματα που απαιτούνται για την ανασύσταση τρόφιμα πιο συχνά.[54] Το χαμηλό ύψος εξάλων της γαλέρας σήμαινε ότι σε στενή δράση με ένα ιστιοπλοϊκό σκάφος, το σκάφος θα διατηρήσει συνήθως ένα πλεονέκτημα ύψους. Το σκάφος θα μπορούσε επίσης να καταπολεμήσει πιο αποτελεσματικά μακρύτερα στη θάλασσα και στις πιο άγριες συνθήκες ανέμου, επειδή το ύψος τους, το ύψος εξάλων.[55]

Με το πανί, ένα oared πολεμικό πλοίο είχε τοποθετηθεί σε πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο, ως αποτέλεσμα της τρυπήματα για τα κουπιά που απαιτούνται για να είναι κοντά στην ίσαλο γραμμή και θα επιτρέψει στο νερό να εισέλθει μέσα εάν το σκάφος κουνιόταν πάρα πολύ προς τη μία πλευρά. Αυτά τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα οδηγήσαν τις γαλέρες να είναι και να παραμένουν κυρίως παράκτια σκαφη. Η στροφή προς την ιστιοπλοΐα, τα σκάφη της Μεσογείου ήταν το αποτέλεσμα της άρνησης του μερικών πλεονεκτημάτων της γαλέρας, καθώς και της έγκρισης μπαρουτιού και όπλων σε πολύ μεγαλύτερη θεσμική κλίμακα. Το σκάφος κινούταν με διαφορετικό τρόπο από ό, τι η γαλέρα, αλλά η τακτική του ήταν συχνά η ίδια μέχρι τον 16ο αιώνα. Το real-estate που παρέχεται στο σκάφος για να τοποθετήσετε μεγαλύτερα κανόνια και άλλα εξοπλιστικά έχει σημασία, γιατί νωρίς το μπαρούτι και όπλα είχε περιορισμένο εύρος και ήταν ακριβά για την παραγωγή. Την ενδεχόμενη δημιουργία χυτοσίδηρο κανόνια επιτρέπεται πλοία και τον στρατό του να είναι εφοδιασμ��νο πολύ πιο φτηνά. Το κόστος της πυρίτιδας μειώθηκε επίσης κατά την περίοδο αυτή.[56]

Ο οπλισμός των δύο τύπων σκαφών κυμαίνονταν μεταξύ μεγαλύτερα όπλα όπως βομβαρδίζει και το μικρότερο στροφέων όπλα. Για υλικοτεχνικούς σκοπούς και έγινε κατάλληλο για εκείνους με τη μεγαλύτερη ακτή εγκαταστάσεις για την τυποποίηση κατά ένα δεδομένο μέγεθος του κανονιού. Παραδοσιακά, τα αγγλικά στα Βόρεια και οι Ενετοί της Μεσογείου θεωρούνται ως μερικοί από τους πρώτους που κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση. Η βελτίωση πανί εξέδρες της βόρειας σκάφη, επίσης, τους επέτρεψε να περιηγηθείτε στα παράκτια ύδατα της Μεσογείου, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι πριν.[57] Εκτός από τα πολεμικά πλοία, η μείωση του κόστους μπαρούτι και όπλα, επίσης, οδήγησε τον εξοπλισμό των εμπόρων. Τα μεγαλύτερα σκάφη του βορρά συνέχισε να ωριμάσει, ενώ το μαγειρείο διατηρήσει τα κυριότερα χαρακτηριστικά τους. Έγιναν προσπάθειες να το αποφύγουμε αυτό, όπως η προσθήκη της μάχης κάστρα στην πλώρη, αλλά οι προσθήκες αυτές για την αντιμετώπιση των απειλών που ασκούνται από τα μεγαλύτερα ιστιοπλοϊκά σκάφη συχνά όφσετ τα πλεονεκτήματα της στοάς.[58]

Ζωγραφική από τη μάχη του Haarlemmermeer του 1573 από Hendrick Cornelisz Vroom. Σημείωση η χρήση μικρών σκαφών ιστιοπλοΐας και γαλέρες και στις δύο πλευρές.

Από γύρω στο 1450, τρεις μεγάλες ναυτικές δυνάμεις καθιερώσει την κυριαρχία πάνω από διάφορα μέρη της Μεσογείου χρησιμοποιώντας γαλέρες ως κύρια όπλα στη θάλασσα: οι Οθωμανοί στην ανατολή, Βενετία στο κέντρο και Αψβούργων της Ισπανίας στη δύση.[59] Ο πυρήνας των στόλων τους ήταν συγκεντρωμένη στα τρία μεγάλα, πλήρως αξιόπιστη ναυτικές βάσεις στη Μεσόγειο: την Κωνσταντινούπολη, τη Βενετία και τη Βαρκελώνη.[60] Ναυτικού πολέμου τον 16ο αιώνα Μεσογείου πολέμησαν ως επί το πλείστον σε μικρότερη κλίμακα, με επιδρομές και μικρές δράσεις που κυριαρχούν. Μόνο τρία πραγματικά σημαντικό στόλο δεσμεύσεις που πολέμησε τον 16ο αιώνα: οι μάχες της Πρέβεζας το 1538, montego bay στο 1560 και Ναυπάκτου το 1571. Ναυπάκτου έγινε η τελευταία μεγάλη όλα-μαγειρείο μάχη ποτέ, και ήταν επίσης ένα από τα μεγαλύτερα μάχη από πλευράς των συμμετεχόντων οπουδήποτε στην πρώιμη σύγχρονη Ευρώπη πριν από τους Ναπολεόντειους Πολέμους.[61]

Περιστασιακά, η Μεσογειακή δυνάμεις που απασχολούνται μαγειρείο δυνάμεις για τις συγκρούσεις έξω από τη Μεσόγειο. Η Ισπανία έστειλε μαγειρείο μοίρες στις κάτω χώρες κατά τη διάρκεια της μετέπειτα στάδια του ογδοηκονταετούς Πολέμου, το οποίο λειτουργεί με επιτυχία κατά των ολλανδικών δυνάμεων στο κλειστό, ρηχά παράκτια ύδατα. Από τα τέλη του 1560, γαλέρες ήταν, επίσης, χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ασήμι Γενουάτες τραπεζίτες να χρηματοδοτούν τα ισπανικά στρατεύματα κατά την ολλανδική εξέγερση.[62] Galleasses και γαλέρες ήταν μέρος μιας εισβολής των πάνω από 16.000 ανδρών, που κατέκτησε τις Αζόρες το 1583. Περίπου 2.000 μαγειρείο κωπηλάτες ήταν σε πλοία του διάσημου 1588 ισπανική Αρμάδα, αν και μερικά από αυτά πραγματικότητα η ίδια η μάχη.[63] Εκτός Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής νερά, Ισπανία χτισμένο γαλέρες για να ασχοληθεί με τους πειρατές και κουρσάροι, τόσο στην Καραϊβική και τις Φιλιππίνες.[64] Οθωμανικές γαλέρες αμφισβήτησε την πορτογαλική εισβολή στον Ινδικό Ωκεανό, τον 16ο αιώνα, αλλά απέτυχε κατά τη high-πλαισιωμένος, μαζική πορτογαλικά carracks σε ανοιχτά νερά.[65]

Παρά τις τεράστιες απώλειες σε άνδρες και υλικό μετά την ήττα της ισπανικής Αρμάδας το 1588 η Ισπανία διατήρησε τέσσερις μόνιμες γαλερών μοίρες. Μαζί σχημάτισαν το μεγαλύτερο γαλέρα του ναυτικού στη Μεσόγειο στις αρχές του 17ου αιώνα. Αυτοί αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά του ισπανικού στόλου πολέμου και χρησιμοποιήθηκαν για μεταφέροντας στρατεύματα και εφόδια, τα άλογα και τα πυρομαχικά Ισπανίας, Ιταλίας και Αφρικανικές κτήσεις.[66] Οι Οθωμανοί Τούρκοι προσπάθησαν να αμφισβητήσει την πορτογαλική άνοδο στην εξουσία του Ινδικού Ωκεανού, τον 16ο αιώνα, με Μεσογειακό στιλ γαλέρες, αλλά ήταν ματαιωμένη από τον τρομερό πορτογαλικά carracks. Παρόλο που η carracks τους ήταν σύντομα να ξεπεραστεί από άλλους τύπους ιστιοπλοϊκών σκαφών, για τη μεγαλύτερη σειρά, το μεγάλο μέγεθος και το υψηλό υπερκατασκευές, οπλισμένοι με πολλές επεξεργασμένου σιδήρου όπλα εύκολα να υπερβούμε το σύντομο χρονικό διάστημα, με χαμηλό ύψος εξάλων τουρκικές γαλέρες. Η ισπανική χρησιμοποιούνται δοκίμια για μεγαλύτερη επιτυχία στην κατοχή των αποικιών τους στην Καραϊβική και τις Φιλιππίνες για να κυνηγήσουν πειρατές[67] και χρησιμοποιήθηκαν σποραδικά στις κάτω χώρες και στον Βισκαϊκό Κόλπο.[68]

Οθωμανικές γαλέρες στη μάχη με επιδρομές σκάφη στη Μαύρη Θάλασσα, ο Σλόαν 3584 χειρόγραφο, γ. 1636

Η γαλέρα ήταν συνώνυμη με πολεμικά πλοία στη Μεσόγειο για τουλάχιστον 2.000 χρόνια, και συνέχισε να εκπληρώνει αυτό τον ρόλο με την εφεύρεση της πυρίτιδας και βαρύ πυροβολικό. Αν και από τις αρχές του 20ου αιώνα, οι ιστορικοί συχνά απέρριψε τις γαλέρες ως απελπιστικά ξεπεραστεί με την πρώτη εισαγωγή του ναυτικού πυροβολικού σε ιστιοφόρα,[69] ήταν το μαγειρείο που ευνοήθηκε από την εισαγωγή βαριά πολεμικά όπλα. Γαλέρες ήταν μια πιο "ώριμη" την τεχνολογία με τη μακρόχρονη τακτική και τις παραδόσεις της στήριξης των κοινωνικών θεσμών και ναυτικές οργανώσεις. Σε συνδυασμό με την εντατικοποίηση των συγκρούσεων αυτό οδήγησε σε σημαντική αύξηση του μεγέθους της στοάς στόλους από το c. 1520-80, κυρίως στη Μεσόγειο, αλλά και σε άλλα θέατρα της Ευρώπης.[70] Γαλέρες και παρόμοια oared σκάφη παραμένουν μη αμφισβητούμενες ως το πιο αποτελεσματικό όπλο οπλισμένο πολεμικά πλοία στη θεωρία, μέχρι το 1560, και στην πράξη για μερικές δεκαετίες, και ήταν στην πραγματικότητα θεωρείται ένα σοβαρό κίνδυνο να πλέουν πολεμικά πλοία.[71] Θα μπορούσαν να καταπολεμήσουν αποτελεσματικά άλλες γαλέρες, επίθεση που πλέουν πλοία σε ήρεμο καιρό ή σε δυσμενείς ανέμους (ή να αρνηθεί τους δράση, αν είναι απαραίτητο) και να λειτουργήσει ως πλωτό πολιορκία μπαταρίες. Είχαν, επίσης, απαράμιλλη σε αμφίβιες δυνατότητες, ακόμα και στις εκτεταμένες περιοχές, όπως αποδεικνύεται από τα γαλλικά παρεμβάσεις ως μακρινό βορρά ως τη Σκωτία στα μέσα του 16ου αιώνα.[72]

Το βαρύ πυροβολικό στις γαλέρες ήταν τοποθετημένο στην πλώρη, η οποία ευθυγραμμίζεται εύκολα με τη μακροχρόνια τακτική παράδοση των μετωπικά, τόξο πρώτη. Τα πυρομαχικά στις γαλέρες ήταν βαριά από την εισαγωγή τους το 1480s για να μπορούν γρήγορα να κατεδαφιστούν τα ψηλά, αδύνατα μεσαιωνικά τείχη που επικρατούσαν ακόμα τον 16ο αιώνα. Με αυτό προσωρινά απειλήθηκε η δύναμη των ηλικιωμένων παραθαλάσσιων φρουρίων, τα οποία κατασκευάστηκαν για να αντιμετωπίσει με μπαρούτι και όπλα. Η προσθήκη όπλων, επίσης, για να βελτιωθούν οι αμφίβιες ικανότητες της γαλέρας, όπως να μπορούσαν να κάνουν επιθέσεις υποστηρίζόμενες από μεγάλη ισχύ πυρός, και ήταν ακόμη πιο αποτελεσματικά υπερασπίστηκε όταν παραλίες stern-πρώτα.[73] συσσώρευση και τη γενίκευση, χάλκινα κανόνια και μικρών όπλων στη Μεσόγειο κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα, αυξήθηκε το κόστος του πολέμου, αλλά και αυτές εξαρτώνται από τους πιο ανθεκτική σε ανθρώπινο δυναμικό απώλειες. Παλαιότερα κυμάνθηκε όπλα όπως τόξα ή ακόμα και βαλλίστρες, απαιτείται ιδιαίτερη ικανότητα να χειριστεί, μερικές φορές, η διάρκεια ζωής της πρακτικής, ενώ μπαρούτι και όπλα που απαιτούνται σημαντικά λιγότερη εκπαίδευση για να χρησιμοποιήσετε με επιτυχία.[74] Σύμφωνα με μια άκρως επιδραστική μελέτη στρατιωτικός ιστορικός John F. Guilmartin, αυτή η μετάβαση στον πόλεμο, μαζί με την εισαγωγή του πολύ φθηνότερα από χυτοσίδηρο όπλα στο 1580s, απέδειξε το "death knell" για την πολεμική γαλέρα ως ένα σημαντικό στρατιωτικό σκάφος.[75] Μπαρούτι και όπλα, άρχισαν να εκτοπίζουν τους άνδρες ως δύναμη πάλης των ενόπλων δυνάμεων, κάνοντας επιμέρους στρατιώτες πιο θανατηφόρα και αποτελεσματική. Ως επιθετικά όπλα, πυροβόλα όπλα, θα μπορούσε να αποθηκευτεί για χρόνια με ελάχιστη συντήρηση και δεν απαιτούν τα έξοδα που σχετίζονται με στρατιώτες. Το ανθρώπινο δυναμικό θα μπορούσε, επομένως, να ανταλλάσσονται για επενδύσεις κεφαλαίου, κάτι που ωφέλησε τα σκάφη που ήταν ήδη πολύ πιο οικονομική στη χρήση τους από το ανθρώπινο δυναμικό. Επίσης χρησιμεύει για την αύξηση των στρατηγικών σειρά και να ανταγωνίζονται γαλέρες ως πολεμικών πλοίων.[76]

Η Ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571, ναυτική εμπλοκή μεταξύ των συμμάχων Χριστιανικών δυνάμεων και των Οθωμανών Τούρκων.

Atlantic-στυλ πολέμου με βάση βαριά οπλισμένοι πλέουν πλοία άρχισαν να αλλάζουν τη φύση του ναυτικού πολέμου της Μεσογείου τον 17ο αιώνα. Το 1616, μια μικρή ισπανική μοίρα των πέντε γαλέρες και patache χρησιμοποιήθηκε για την κρουαζιέρα στην ανατολική Μεσόγειο και νίκησε τον στόλο 55 μαγειρεία στη μάχη του Πράσινου Celidonia. Από το 1650, πολεμικές γαλέρες χρησιμοποιούνται κυρίως στην πολέμων μεταξύ της Βενετίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον αγώνα τους για τη στρατηγική νησιωτικές και παράκτιες συναλλαγών βάσεις και μέχρι το 1720 τόσο από τη Γαλλία και την Ισπανία αλλά, σε μεγάλο βαθμό, αμφίβια και πλεύσης πράξεις του ή σε συνδυασμό με το βαρύ πλοία που πλέουν σε μια μεγάλη μάχη, όπου έπαιξαν εξειδικευμένους ρόλους. Ένα παράδειγμα ήταν όταν ένα ισπανικό στόλο χρησιμοποιούνται τα μαγειρεία σε μια μικτή ναυτική/αμφίβια μάχη στο δεύτερο 1641 μάχη της Tarragona, να σπάσει ένα γαλλικό ναυτικό αποκλεισμό και χερσαία στρατεύματα και εφόδια.[77] Ακόμη και μια καθαρά Μεσογειακή δύναμη, όπως η Βενετία άρχισε να κατασκευάσει πανί μόνο πολεμικά πλοία στο τελευταίο μέρος του αιώνα. Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι κουρσάροι είχαν χρησιμοποιώντας γαλέρες στη θάλασσα περιπλάνησης και την υποστήριξη των μεγάλων δυνάμεων σε καιρό πολέμου, αλλά σε μεγάλο βαθμό αντικατασταθεί με xebecs, διάφορα πανιά/κουπί υβρίδια, και λίγα εναπομείναντα φως γαλέρες στις αρχές του 17ου αιώνα.[78]

Όχι μεγάλες όλο το μαγειρείο μάχες έγιναν μετά την τεράστια σύγκρουση στα Ναυπάκτου το 1571, και γαλέρες ήταν ως επί το πλείστον χρησιμοποιείται ως καταδρομικά ή για την υποστήριξη που πλέουν πολεμικά πλοία ως οπισθοφυλακή στον στόλο δράσεις, παρόμοια με τα καθήκοντα που εκτελούνται από φρεγάτες έξω από τη Μεσόγειο. Που θα μπορούσε να βοηθήσει ταλαιπωρημένα πλοία της γραμμής, αλλά γενικά μόνο σε πολύ ήρεμο καιρό, όπως ήταν η περίπτωση κατά τη Μάχη της Μάλαγα το 1704.[79] Για μικρών κρατών και ηγεμονιών, καθώς και ομάδες ιδιωτών εμπόρων, γαλέρες ήταν πιο προσιτή από μεγάλες και περίπλοκες που πλέουν πολεμικά πλοία, και χρησιμοποιήθηκαν ως άμυνα κατά της πειρατείας. Γαλέρες απαιτείται λιγότερη ξυλεία για την κατασκευή, το σχέδιο ήταν σχετικά απλή και δεν εκτελούνται λιγότερα όπλα. Ήταν στρατηγικά ευέλικτο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη ναυτική ενέδρες, καθώς και αμφίβιες επιχειρήσεις. Επίσης, απαιτείται λίγοι ικανοί ναυτικοί, και ήταν δύσκολο για τα ιστιοφόρα για να πιάσει, αλλά ζωτικής σημασίας για το κυνήγι κάτω από τη σύλληψη άλλων γαλέρες και oared επιδρομείς.[80]

Το μεγαλύτερο μαγειρείο στόλους τον 17ο αιώνα λειτουργούσαν από τα δύο μεγαλύτερα της Μεσογείου δυνάμεις, τη Γαλλία και την Ισπανία. Η γαλλία είχε από τις δεκαετίες του 1650 γίνει το πιο ισχυρό κράτος στην Ευρώπη, και επέκτεινε τη γαλέρα δυνάμεις κάτω από την εξουσία του απολυταρχικού "Βασιλιάς Ήλιος" Λουδοβίκος XIV. Το 1690, η γαλλική μαγειρείο σώμα (Corps des galères) έφθασε στο ανώτατο με περισσότερα από 50 σκάφη επανδρωμένα με πάνω από 15.000 άνδρες και αξιωματικούς, να γίνει η μεγαλύτερη μαγειρείο στόλο στον κόσμο.[81] Αν και υπήρχε έντονη αντιπαλότητα μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, δεν είναι μια ενιαία μαγειρείο μάχη έγινε μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων μετά, και σχεδόν καμία μάχες μεταξύ των άλλων εθνών.[82] Κατά τη διάρκεια του Πολέμου της ισπανικής Διαδοχής, γαλλικές γαλέρες ήταν που εμπλέκονται σε ενέργειες κατά της Αμβέρσας και Harwich, αλλά λόγω της πολυπλοκότητας της συμμαχίας για την πολιτική δεν υπήρξαν ποτέ Γαλλο-ισπανική γαλέρα συγκρούσεις. Στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα, οι άλλες μεγάλες ναυτικές δυνάμεις στη Μεσόγειο Θάλασσα, το τάγμα του Αγίου Ιωάννη που βασίζεται στη Μάλτα και των Παπικών κρατών στην κεντρική Ιταλία, περιορίζει δραστικά στη γαλέρα τους δυνάμεις.[83] Παρά την έλλειψη δράσης, το μαγειρείο σώμα έλαβε τεράστιους πόρους (25-50% του γαλλικού ναυτικού δαπάνες) κατά τη διάρκεια της 1660 αιώνες.[84] και διατηρήθηκε ως λειτουργική καταπολέμηση ισχύ μέχρι την κατάργησή της το 1748, αν και η κύρια λειτουργία του ήταν περισσότερο ένα σύμβολο του Louis XIV είναι ηγεμών φιλοδοξίες.[85]

Η τελευταία καταγεγραμμένη μάχη στη Μεσόγειο, όπου γαλέρες έπαιξε σημαντικό μέρος ήταν στο Ταίναρο το 1717, μεταξύ των Οθωμανών και τη Βενετία και τους συμμάχους της, αν και είχαν μικρή επιρροή στο τελικό αποτέλεσμα. Μερικές μεγάλες ναυτικές μάχες στη Μεσόγειο όλο το υπόλοιπο του 18ου αιώνα. Της Τοσκάνης μαγειρείο στόλου διαλύθηκε γύρω στο 1718, Νάπολη είχε μόνο τέσσερα παλαιά σκάφη από το 1734 και η γαλλική Μαγειρείο Σώμα έπαψε να υπάρχει ως ανεξάρτητο χέρι το 1748. Της βενετίας, του Πάπα και των Ιπποτών της Μάλτας ήταν το μόνο κράτος στόλους που διατήρησε γαλέρες, αν και τίποτα δεν είναι σαν τις προηγούμενες ποσότητες.[86] Από το 1790, ήταν λιγότερο από το 50 γαλέρες στην υπηρεσία ανάμεσα σε όλες τις Μεσογειακές δυνάμεις, τα μισά από τα οποία ανήκαν στη Βενετία.[87]

Χρήση σε βόρεια Ευρώπη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ολλανδικά πλοία εμβολισμό ισπανικές γαλέρες στη Μάχη του Στενού Θάλασσες, Οκτωβρίου 1602.

Oared σκάφη παρέμεινε σε χρήση στη βόρεια νερά για μεγάλο χρονικό διάστημα, αν και σε δευτερεύοντα ρόλο και σε ιδιαίτερες περιστάσεις. Στην ιταλική Πολέμους, γαλλικές γαλέρες από τη Μεσόγειο στον Ατλαντικό που θέτει μια σοβαρή απειλή για την έγκαιρη αγγλικά Tudor ναυτικό κατά τη διάρκεια παράκτιες δραστηριότητες. Η απάντηση ήρθε στο κτίριο από ένα μεγάλο στόλο από oared σκάφη, συμπεριλαμβανομένων υβριδίων με μια πλήρη τρία κατάρτια γεώτρησης, καθώς και ένα Μεσογειακό στυλ γαλέρες (που προσπάθησε ακόμα και να είναι επανδρωμένο με τους κατάδικους και τους σκλάβους).[88] Κάτω από τον Βασιλιά Henry VIII, το αγγλικό ναυτικό χρησιμοποιούνται διάφορα είδη των πλοίων που ήταν προσαρμοσμένα στις τοπικές ανάγκες. Αγγλικά galliasses (πολύ διαφορετική από τη Μεσόγειο, το σκάφος με το ίδιο όνομα) χρησιμοποιήθηκαν για να καλύψει τα πλευρά του τις μεγαλύτερες ναυτικές δυνάμεις, ενώ pinnaces και rowbarges χρησιμοποιήθηκαν για την ανίχνευση ή ακόμη και ως ένα αντίγραφο ασφαλείας για τις βάρκες και προσφορών για τα μεγαλύτερα ιστιοφόρα.[89] Κατά τη διάρκεια της ολλανδικής επανάστασης (1566-1609) και την ολλανδική και ισπανική βρεθεί γαλέρες χρήσιμο για τις αμφίβιες επιχειρήσεις σε πολλές ρηχά νερά γύρω από τις Κάτω Χώρες όπου το βαθύ σχέδιο που πλέουν τα σκάφη δεν μπορούσαν να εισέλθουν.[90]

Ενώ η γαλέρα ήταν πολύ ευάλωτη για να χρησιμοποιηθεί σε μεγάλους αριθμούς στα ανοιχτά του Ατλαντικού, ήταν κατάλληλη για χρήση σε πολλά από τη Βαλτική Θάλασσα από τη Δανία, τη Σουηδία, τη Ρωσία και ορισμένες από τις Κεντρικές Ευρωπαϊκές δυνάμεις με τα λιμάνια της νότιας ακτής. Υπήρχαν δύο τύποι της ναυτικής μάχης στην περιοχή της Βαλτικής. Το ένα ήταν η ανοιχτή θάλασσα, κατάλληλο για μεγάλες ιστιοπλοΐα στόλους, οι παράκτιες περιοχές και ειδικά την αλυσίδα από μικρά νησιά και αρχιπελάγη που έτρεξε σχεδόν χωρίς διακοπή από Στοκχόλμη προς τον Κόλπο της Φινλανδίας. Σε αυτές τις περιοχές, οι συνθήκες ήταν συχνά πολύ ήρεμη, στενότητα και ρηχή για τα πλοία, αλλά ήταν εξαιρετική για τα μαγειρεία και άλλους oared σκάφη.[91] Γαλέρες της Μεσογείου τύπου για πρώτη φορά στη Βαλτική Θάλασσα γύρω στα μέσα του 16ου αιώνα, καθώς ο ανταγωνισμός μεταξύ των Σκανδιναβικών μελών της Δανίας και της Σουηδίας ενταθεί. Η σουηδική γαλέρα του στόλου ήταν η μεγαλύτερη εκτός της Μεσογείου, και υπηρέτησε ως βοηθητικός κλάδος του στρατού. Πολύ λίγα είναι γνωστά σχετικά με τον σχεδιασμό της Βαλτικής Θάλασσας γαλέρες, εκτός από το ότι ήταν συνολικά μικρότερο σε σύγκριση με τη Μεσόγειο και ήταν rowed από στρατιώτες και όχι κατάδικοι ή σκλάβοι.[92]

Βαλτική αναβίωση και την παρακμή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μια ζωγραφική της Μάχης της Grengam το 1720 από τον Φερδινάνδο Perrot (1808-41) δείχνει μια μεγάλη ρωσική μαγειρείο συμμετοχή σουηδική φρεγάτες σε κοντινή απόσταση. Σημείωση το γεμάτο καταπολέμηση πλατφόρμα (rambade) στην πλώρη.

Γαλέρες εισήχθησαν στη Βαλτική Θάλασσα κατά τον 16ο αιώνα, αλλά οι λεπτομέρειες των σχεδίων τους είναι ανύπαρκτη, λόγω της απουσίας των εγγραφών. Μπορεί να έχουν κατασκευαστεί σε πιο περιφερειακό ύφος, αλλά η μοναδική γνωστή απεικόνιση από τη στιγμή που δείχνει ένα τυπικό Μεσογειακό σκάφος. Υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι η Δανία έγινε η πρώτη Βαλτική τη δύναμη να χτίσει κλασικό Μεσογειακό στιλ γαλέρες στο 1660, όμως, θα αποδειχθεί ότι είναι γενικά πολύ μεγάλη για να είναι χρήσιμη στα ρηχά νερά της Βαλτικής αρχιπελάγους. Η σουηδία και η Ρωσία άρχισαν να ξεκινήσει γαλέρες και διάφορα rowed πλοίων σε μεγάλους αριθμούς κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Βορείου Πολέμου κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα.[93] η Σουηδία ήταν αργά στο παιχνίδι, όταν ήρθε στην οικοδόμηση μιας αποτελεσματικής oared πολεμικό στόλο, ενώ η ρωσική γαλέρα, τις δυνάμεις του Τσάρου Πέτρου Α΄ αναπτυχθεί σε μια βραχίονας στήριξης για την ιστιοπλοΐα, το ναυτικό και την εύρυθμη λειτουργία βοηθητικοί του στρατού που διεισδύσει και να διεξαγάγει πολυάριθμες επιδρομές στην ανατολική ακτή της Σουηδίας, στην 1710s.[94]

Η Σουηδία και η Ρωσία έγινε τους δύο κύριους ανταγωνιστές της Βαλτικής κυριαρχία του 18ου αιώνα, και έχτισε το μεγαλύτερο μαγειρείο στόλους στον κόσμο. Είχαν χρησιμοποιηθεί για αμφίβιες επιχειρήσεις στη Ρωσο-σουηδικό πόλεμο του 1741-43 και 1788-90. Η τελευταία γαλέρα που κατασκευάστηκε ποτέ χτίστηκε το 1796 από τη Ρωσία, και παρέμεινε σε υπηρεσία μέσα του 19ου αιώνα, αλλά είδαμε λίγη δράση.[95] Η τελευταία φορά που γαλέρες είχαν αναπτυχθεί σε δράση, είναι όταν το ρωσικό πολεμικό ναυτικό επιτέθηκε στο Åbo (Turku) το 1854 ως μέρος του Πολέμου της Κριμαίας.[96] Κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, ο ρόλος της Βαλτικής γαλέρες των παράκτιων στόλων αντικαταστάθηκε πρώτα με υβριδική "αρχιπέλαγος φρεγάτες" (όπως το turuma ή pojama) και xebecs, και μετά την 1790s με διάφορους τύπους κανονιοφόρους.[97]

Τόσο το ρωσικό όσο και το σουηδικό ναυτικό βασίστηκαν σε μια μορφή επιστράτευση, και οι δύο ναυτικές δυνάμεις χρησιμοποιούσαν κληρωτούς ως κωπηλάτες σε γαλέρα. Αυτό είχε αρκετά πλεονεκτήματα σε σχέση με κατάδικους ή σκλάβους: οι κωπηλάτες θα μπορούσαν να είναι οπλισμένοι για μάχη ως πεζοναύτες, θα μπορούσαν να είναι, επίσης, στρατιώτες και δυνάμεις εισβολής, και θα μπορούσαν να διδάσκονται καλύτερα και πιο εξειδικευμένο από ό,τι οι κατάδικοι ή σκλάβοι. Δεδομένου ότι οι περισσότεροι ναυτικοί κληρωτοί ήρθαν από τις παράκτιες κοινότητες και πόλεις, οι περισσότεροι ήταν ήδη έμπειροι ναυτικοί, όταν εισήλθαν στην υπηρεσία.

Εικονογράφηση του μια Αιγυπτιακή κωπηλασία το σκάφος της c. 1250 Π. χ. Λόγω έλλειψης κατάλληλης καρίνα, το σκάφος έχει μια ζευκτόντων, ένα παχύ καλώδιο σε όλο το μήκος της, για να το αποτρέψει από το να χάσει το σχήμα του.

Γαλέρες από την πρώτη τους εμφάνιση στην αρχαιότητα προορίζεται ως εξαιρετικά ευέλικτο σκάφη, ανεξάρτητα από ανέμους, με το να rowed, και συνήθως με έμφαση στην ταχύτητα κάτω από τα κουπιά. Το προφίλ έχει, επομένως, ότι σαφώς επίμηκες γάστρα με αναλογία πλάτους προς το μήκος στην ίσαλο γραμμή τουλάχιστον 1:5, και στην περίπτωση της αρχαίας Μεσογείου γαλέρες όσο το 1:10 με μικρό βύθισμα, η μέτρηση του πόσο πολύ του πλοίου δομή που είναι βυθισμένο κάτω από το νερό. Να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική σειρά τα σκάφη, το ύψος εξάλων, το ύψος των κιγκλιδωμάτων στην επιφάνεια του νερού, δεν ήταν ανάγκη να διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα. Αυτό έδωσε κωπηλάτες αρκετή δύναμη, ώστε με τη σειρά αποτελεσματικά, αλλά σε βάρος της αξιοπλοΐας. Αυτά τα χαρακτηριστικά σχεδιασμού που γίνεται στο μαγειρείο γρήγορο και ευέλικτο, αλλά και πιο ευάλωτο σε άσχημο καιρό.

Τα αποδεικτικά στοιχεία για την κατασκευή των αρχαίων γαλέρες είναι αποσπασματική, ιδιαίτερα στην προ-Ρωμαϊκή εποχή. Σχέδια και σχέδια με τη σύγχρονη έννοια, δεν υπήρχε, μέχρι τον 17ο αιώνα, και τίποτα δεν ήθελε να τους έχει διασωθεί από την αρχαιότητα. Πώς δοκίμια κατασκευάστηκαν ως εκ τούτου, έχει ένα θέμα που αναζητούν σε περιστασιακά στοιχεία στη λογοτεχνία, την τέχνη, τη νομισματοκοπία και μνημεία, που περιλαμβάνουν τα πλοία, κάποιοι από αυτούς μάλιστα σε φυσικό μέγεθος. Μετά τον πόλεμο γαλέρες επιπλέει ακόμα και με ρήξη του κύτους και σχεδόν ποτέ δεν είχε έρμα ή το βαρύ φορτίο που θα μπορούσε να βυθίσει τους, δεν είναι μια ενιαία συντρίμμια της έχει μέχρι στιγμής βρεθεί. Η μόνη εξαίρεση ήταν μια μερική συντρίμμια ενός μικρού Punic liburnian από τη Ρωμαϊκή εποχή, το Marsala Πλοίο.[98]

Σχετικά με το ταφικό μνημείο του Αιγύπτιου βασιλιά Sahure (2487-2475 Π. χ.) στο Abusir, υπάρχουν εικόνες ανακούφιση των αγγείων με σημαντική καθαρή (ανοδική καμπυλότητα σε κάθε άκρο της γάστρας) και επτά ζεύγη κουπιών κατά μήκος την πλευρά του, έναν αριθμό που ήταν πιθανό να ήταν απλώς συμβολική, και το σύστημα διεύθυνσης κουπιά στην πρύμνη. Έχουν ένα κατάρτι, όλα μείωσε και κάθετες θέσεις στο πλώρης και της πρύμνης, με το μπροστά διακοσμημένο με ένα Μάτι του Ώρου, το πρώτο παράδειγμα μιας τέτοιας διακόσμηση. Αργότερα χρησιμοποιείται από άλλους πολιτισμούς της Μεσογείου για να διακοσμήσετε τα ποντοπόρα σκάφη, με την πεποίθηση ότι θα βοηθήσει να καθοδηγήσει το πλοίο με ασφάλεια στον προορισμό του. Αυτά τα πρώτα δοκίμια προφανώς δεν είχε καρίνα έννοια δεν είχαν την ακαμψία κατά μήκος. Ως εκ τούτου, είχαν μεγάλες καλώδια που συνδέουν πλώρης και της πρύμνης που στηρίζεται σε μαζική πατερίτσες στο κατάστρωμα. Έγιναν στην ένταση για να αποφύγετε hogging, ή κάμψη την κατασκευή του πλοίου προς τα πάνω, στη μέση, ενώ στη θάλασσα. τον 15ο αιώνα Π. χ. και Αιγυπτιακές γαλέρες ήταν ακόμα απεικονίζεται με τη χαρακτηριστική ακραία καθαρή, αλλά είχε από τότε που αναπτύχθηκε το διακριτικό προς τα εμπρός-κάμπτοντας stern διακόσμηση με στολίδια σε σχήμα άνθη λωτού.[99] Θα είχε ενδεχομένως αναπτυχθεί ένας πρωτόγονος τύπος της καρίνας, αλλά διατηρούνται ακόμα τα μεγάλα καλώδια που προορίζονται για την πρόληψη hogging.

Μια σχηματική άποψη της εγκοπής και προεξοχής τεχνική για τη ναυπηγική βιομηχανία που κυριαρχείται από τη Μεσόγειο μέχρι τον 7ο αιώνα μ.Χ.[100]

Ο σχεδιασμός του το νωρίτερο oared σκάφη είναι ως επί το πλείστον άγνωστη και άκρως εικαστική. Είναι πιθανό να χρησιμοποιηθεί ένα mortise κατασκευή, αλλά ήταν ραμμένα μαζί, αντί να καρφώθηκε μαζί με νύχια και με πείρους. Είναι εντελώς ανοιχτό, ήταν rowed (ή ακόμα και κωπηλάτησαν) από το ανοικτό κατάστρωμα, και πιθανότατα είχε "ram καταχωρήσεις", προβλέψεις από την πλώρη μείωσε την αντίσταση του κινείται μέσα από το νερό, που τους καθιστά λίγο πιο υδροδυναμική. Η πρώτη αλήθεια γαλέρες, το triaconters (κυριολεκτικά "τριάντα oarers") και penteconters ("πενήντα-oarers") αναπτύχθηκε από αυτά τα πρώτα σχέδια και να ρυθμίσετε το πρότυπο για τα μεγαλύτερα σχέδια που θα έρθει αργότερα. Ήταν rowed μόνο σε ένα επίπεδο, το οποίο τους έκανε αρκετά αργή, πιθανόν μόνο 5-5.5 κόμβους. Από τον 8ο αιώνα Π. χ. το πρώτο γαλέρες κωπηλάτησε σε δύο επίπεδα είχε αναπτυχθεί, ανάμεσα στα πρώτα είναι τα δύο-επίπεδο penteconters τα οποία ήταν σημαντικά μικρότερο από το ένα επίπεδο ισοδύναμα, και συνεπώς και πιο ευέλικτο. Είναι περίπου 25 m σε μήκος και των εκτοπισμένων 15 τόνων με 25 ζεύγη κουπιών. Αυτές θα μπορούσαν να έχουν φτάσει η εκτιμώμενη μέγιστη ταχύτητα έως 7,5 κόμβους, καθιστώντας τα την πρώτη γνήσια πολεμικά πλοία όταν είναι εφοδιασμένο με τόξο κριούς. Ήταν εξοπλισμένο με ένα ενιαίο τετραγωνικό πανί στο κατάρτι σύνολο περίπου στα μισά του δρόμου κατά μήκος του κύτους.[101]

Ο στερν, η σύγχρονη τριήρης ρεπλίκα Ολυμπίας με δύο μονά πλευρά πηδάλια

Από τον 5ο αιώνα Π. χ., οι πρώτες τριήρεις ήταν σε χρήση από διάφορες δυνάμεις στην ανατολική Μεσόγειο. Είχε γίνει μια πλήρως ανεπτυγμένη, εξειδικευμένα σκάφος του πολέμου ήταν ικανή υψηλές ταχύτητες και πολύπλοκους ελιγμούς. Σχεδόν 40 m σε μήκος, εκτοπίζοντας σχεδόν 50 τόνων, ήταν περισσότερο από τρεις φορές τόσο ακριβά όσο ένα δύο-επίπεδο penteconter. Μια τριήρης είχε επίσης ένα επιπλέον κατάρτι με ένα μικρότερο τετράγωνο πανί που τοποθετείται κοντά στην πλώρη. Έως 170 κωπηλάτες sat, σε τρία επίπεδα, με ένα κουπί κάθε που θα διαφέρει ελαφρώς σε μήκος. Για να φιλοξενήσει τρία επίπεδα κουπιά, κωπηλάτες sat κλιμακώνεται σε τρία επίπεδα. Ρυθμίσεις από τα τρία επίπεδα πιστεύεται ότι έχουν ποικίλες, αλλά το πιο τεκμηριωμένο σχέδιο κάνει χρήση της προβολής διάρθρωσης, ή κανό, όπου η oarlock με τη μορφή όλη η καρφίτσα τοποθετήθηκε. Αυτό επέτρεψε τις εξόχως απόκεντρες σειρά κωπηλάτες αρκετά μόχλευσης για την πλήρη εγκεφαλικά επεισόδια που έγιναν την αποδοτική χρήση των κουπιών τους.[102]

Το Athlit ram, ένα διατηρήσει την αρχική πολεμικό πλοίο ram από όλο 530-270 Π. χ. Ζυγίζει σχεδόν μισό τόνο και είχε πιθανότατα τοποθετηθεί σε ένα "πέντε" ή "τέσσερις".[103]

Η πρώτη αφιερωμένη πόλεμο γαλέρες εξοπλισμένα με κριούς χτίστηκαν με mortise και tenon τεχνική που ονομάζεται shell-πρώτη μέθοδος. Σε αυτό, το σανίδωμα του hull ήταν αρκετά ισχυρή ώστε να κρατήσει το πλοίο μαζί δομικά, και ήταν, επίσης, στεγανά, χωρίς την ανάγκη για το καλαφάτισμα. Κύτη είχε κοφτερά πυθμένα χωρίς keelsons, προκειμένου να στηρίξει τη δομή και ενισχύονται από εγκάρσια διαμόρφωση ασφαλίσει με πείρους με καρφιά οδηγούνται μέσα από αυτά. Για να αποτρέψει το κύτος από hogging υπήρχε hypozoma, ένα παχύ καλώδιο που συνέδεε την πλώρη με την πρύμνη. Είναι τεντωμένο για να προσθέσει δύναμη στην κατασκευή σε όλο το μήκος της, αλλά η ακριβής σχεδιασμός ή η μέθοδος σκλήρυνσης δεν είναι γνωστή.[104] Το ram, το κύριο όπλο της αρχαίας γαλέρες γύρω από τον 8ο έως τον 4ο αιώνα, δεν ήταν συνδεδεμένο απευθείας στο κύτος του πλοίου, αλλά σε μια δομή που εκτείνεται από αυτό. Με αυτόν τον τρόπο η μνήμη ram θα μπορούσε να συστροφή από το αν κόλλησε μετά από εμβολισμό παρά σπάζοντας την ακεραιότητα του κύτους. Η ram τοποθέτηση αποτελούνταν από μια μαζική, προβάλλοντας ξυλείας και η ram ήταν ένα χοντρό χάλκινο χύτευσης με οριζόντιες λεπίδες που θα μπορούσε να ζυγίζει από 400 kg έως και 2 τόνους.[105]

Γαλέρες από τον 4ο αιώνα π.Χ. μέχρι την εποχή της πρώιμης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ. έγινε διαδοχικά μεγαλύτερα. Τρία επίπεδα κουπιά ήταν το πρακτικό άνω όριο, αλλά ήταν βελτιωθεί, κάνοντας τα πλοία πλέον, ευρύτερη και πιο βαριά και διάθεση περισσότερο από ένα κωπηλάτης ανά κουπί. Ναυτική σύγκρουση έγινε πιο έντονη και εκτεταμένη, και από το 100 π.Χ. μαγειρεία με τέσσερις, πέντε ή έξι σειρές κωπηλάτες ήταν κοινός τόπος και μεταφέρονται μεγάλες συμπληρώνει στρατιώτες και τους καταπέλτες. Με το υψηλό ύψος εξάλων (μέχρι 3 μ.) και επιπλέον πύργος δομές από τις οποίες οι πύραυλοι θα μπορούσαν να καταρρίφθηκε πάνω εχθρό καταστρώματα, προορίζονταν να είναι πλωτά φρούρια.[106] τα Σχέδια με τα πάντα, από οκτώ σειρές κωπηλάτες και προς τα πάνω χτίστηκαν, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς πιστεύεται ότι έχουν πρακτικό δείχνουν κομμάτια δεν χρησιμοποιούνται σε πραγματικό πόλεμο.[107] ο Πτολεμαίος IV, η ελληνική φαραώ της Αιγύπτου 221-205 π.Χ., καταγράφεται ως κτίριο ένα γιγάντιο πλοίο με σαράντα σειρές κωπηλάτες, αν και δεν υπάρχει καμία προδιαγραφή για το σχέδιο παραμένει. Ένα προτεινόμενο σχέδιο ήταν ένα τεράστιο τριήρης καταμαράν με 14 άνδρες ανά κουπί και υποτίθεται ότι προοριζόταν ως μια παρωδία και όχι μια πρακτική πολεμικό πλοίο.[108]

Με την εδραίωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής εξουσίας, το μέγεθος και των δύο στόλων και δοκίμια μειώθηκε σημαντικά. Το τεράστιο polyremes εξαφανίστηκε και ο στόλος ήταν εξοπλισμένοι κυρίως με τριήρεις και liburnians, συμπαγές biremes με 25 ζεύγη κουπιών, που ήταν κατάλληλη για περιπολία και κυνηγώντας την επιδρομείς και πειρατές.[109] Στις βόρειες επαρχίες oared περιπολικά σκάφη χρησιμοποιήθηκαν για να κρατήσει τις τοπικές φυλές ελέγχου κατά μήκος των ακτών των ποταμών σαν τον Ρήνο και τον Δούναβη.[110], Καθώς η ανάγκη για μεγάλες πολεμικά πλοία εξαφανίστηκαν, το σχέδιο της τριήρης, το αποκορύφωμα της αρχαίας πολέμου το σχέδιο του πλοίου, έπεσε στην αφάνεια και τελικά ξεχάστηκε. Η τελευταία γνωστή αναφορά τριήρεις στη μάχη χρονολογείται 324 στη μάχη του Ελλησπόντου. Στα τέλη του 5ου αιώνα ο Βυζαντινός ιστορικός Zosimus δήλωσε η γνώση του πώς να χτίσει τους να έχουν ξεχάσει από καιρό.[111]

Η παλαιότερη μεσαιωνική γαλέρα προδιαγραφή προέρχεται από εντολή του Καρόλου Α΄ της Σικελίας, το 1275 ΑΓΓΕΛΊΑ.[112] το Συνολικό μήκος 39.30 m, καρίνα μήκος 28.03 m, βάθος 2.08 μ. Hull πλάτος 3.67 μ. Πλάτος μεταξύ ζυγοστάτες 4.45 μ. 108 κουπιά, πιο 6.81 μ, κάποια 7.86 μ., 2 διευθύνουσα κουπιά 6.03 μ. Μπροστινο και το μεσαίο κατάρτι αντίστοιχα ύψη 16.08 m, 11.00 m * περιφέρεια και οι δύο 0.79 μ, αυλή μήκη 26.72 m, 17.29 μ. Συνολικά νεκρού βάρους χωρητικότητας περίπου 80 μετρικούς τόνους. Αυτό το είδος του σκάφους είχε δύο και αργότερα τρεις άντρες σε ένα παγκάκι, που εργάζονται για δικό του κουπί. Το σκάφος είχε πολύ περισσότερο κουπί από την Αθηναϊκή τριήρης που 4.41 μ & 4.66 μ.[113] Αυτό το είδος της πολεμικό πλοίο ονομαζόταν galia sottil.[114]

Τον 13ο αιώνα πόλεμο γαλέρα που απεικονίζεται σε μια Βυζαντινής τεχνοτροπίας τοιχογραφία.

Η κύρια πολεμικό πλοίο από το Βυζαντινό ναυτικό, μέχρι τον 12ο αιώνα ήταν η dromon και άλλα παρόμοια είδη πλοίων. Θεωρείται εξέλιξη της Ρωμαϊκής liburnian, ο όρος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 5ου αιώνα, και ήταν συνήθως χρησιμοποιείται για ένα συγκεκριμένο είδος πολέμου-μαγειρείο από τον 6ο αιώνα.[115] Ο όρος dromōn (κυριολεκτικά "runner") προέρχεται από την ελληνική ρίζα drom-(áō), "να τρέξει", και 6ο αιώνα, συγγραφείς όπως ο Προκόπιος είναι σαφείς αναφορές τους προς την ταχύτητα των σκαφών αυτών.[116] Κατά τους επόμενους αιώνες, όπως το ναυτικό αγώνα με τους Άραβες ενταθεί, βαρύτερο εκδόσεις με δύο ή ακόμα και τρεις τράπεζες κουπιά εξελιχθεί.[117]

Η αποδεκτή άποψη είναι ότι οι κύριες εξελίξεις που διαφοροποιούνται αρχές dromons από το liburnians, και ότι στο εξής χαρακτηρίζεται Μεσογειακό γαλέρες, ήταν η υιοθέτηση από μια πλήρη τράπουλα, την εγκατάλειψη των rams στην πλώρη υπέρ του πάνω από το νερό κίνητρο, και τη σταδιακή εισαγωγή των λατινικά πανιά.[118] Οι ακριβείς λόγοι για την εγκατάλειψη της ram είναι ασαφής. Απεικονίσεις του προς τα πάνω και σε δείχνουν με το ράμφος του 4ου αιώνα Βατικανό Vergil χειρόγραφο μπορεί να δείχνουν ότι η ram είχε ήδη αντικατασταθεί από μια προεξοχή στα τέλη Ρωμαϊκές γαλέρες.[119] Μια πιθανότητα είναι ότι η αλλαγή αυτή έγινε λόγω της σταδιακής εξέλιξης της αρχαίας shell-πρώτη μέθοδο κατασκευής, κατά την οποία rams είχαν σχεδιαστεί, από τον σκελετό-πρώτη μέθοδος, η οποία παρήγαγε μια ισχυρότερη και πιο ευέλικτη hull, λιγότερο επιρρεπείς σε ram επιθέσεις.[120] τουλάχιστον από τις αρχές του 7ου αιώνα, η μνήμη ram είναι αρχική λειτουργία είχε ξεχάσει.[121]

Το dromons ότι ο Προκόπιος περιγράφεται ήταν single-κλίση πλοία πιθανώς 25 κουπιά σε κάθε πλευρά. Σε αντίθεση με τα αρχαία αγγεία, το οποίο χρησιμοποιείται ένα κανό, αυτά επεκταθεί άμεσα από το κύτος.[122] αργότερα, bireme dromons του 9ου και του 10ου αιώνα, οι δύο κουπί τράπεζες χωρίζονται από το κατάστρωμα, με το πρώτο κουπί τράπεζα που βρίσκεται από κάτω, ενώ το δεύτερο κουπί τράπεζα που βρίσκεται πάνω από το κατάστρωμα * οι κωπηλάτες ήταν αναμενόμενο να πολεμήσουν στο πλευρό τους πεζοναύτες επιβίβαση εργασίες.[123] Το συνολικό μήκος αυτών των πλοίων ήταν περίπου 32 μέτρα.[124] Η πρύμνη (prymnē) είχε μια σκηνή που καλύπτει ο καπετάνιος του λιμένα * [125] η πλώρη χαρακτήρισε μια υπερυψωμένη πλώρη που ενήργησε ως καταπολέμηση πλατφόρμα και θα μπορούσε να στεγάσει ένα ή περισσότερα σιφώνια για την απαλλαγή του ελληνικού φωτιά;[126] και το μεγαλύτερο dromons, υπήρχαν ξύλινα κάστρα και στις δύο πλευρές μεταξύ των ιστών, παρέχοντας τοξότες με αυξημένα ψήσιμο πλατφόρμες.[127] Το τόξο ώθηση που προορίζονται να οδηγούν πάνω από ένα εχθρικό πλοίο είναι κουπιά, σπάζοντας τους και τα καθιστά αβοήθητο εναντίον πυραύλων φωτιά και ενεργειών επιβίβασης.[128]

Από τον 12ο αιώνα, ο σχεδιασμός του πολέμου γαλέρες εξελιχθεί σε μορφή που θα παραμείνει σε μεγάλο βαθμό το ίδιο μέχρι το κτίριο του τελευταίου πολέμου γαλέρες στα τέλη του 18ου αιώνα. Το μήκος σε πλάτος-αναλογία ήταν ένα ελάχιστο 8:1. Ένα ορθογώνιο telaro, outrigger, προστέθηκε για να υποστηρίξει τα κουπιά και κωπηλάτες' παγκάκια τοποθετήθηκαν σε μια διαγώνια μοτίβο ψαροκόκκαλο που ψαρεύεται στην πρύμνη εκατέρωθεν ενός κεντρικού διαδρόμου, ή corsia.[129] ήταν με βάση τη μορφή του galea, το μικρότερο Βυζαντινές γαλέρες, και θα είναι γνωστό ως επί το πλείστον από την ιταλική όρος gallia sottila (κυριολεκτικά "λεπτό γαλέρα"). Ένα δεύτερο, μικρότερο κατάρτι προστέθηκε κάποια στιγμή τον 13ο αιώνα και ο αριθμός των κωπηλάτες ήταν αυξήθηκαν από δύο σε τρεις κωπηλάτες ανά πάγκο ως πρότυπο από τα τέλη του 13ου-αρχές του 14ου αιώνα.[130] Το gallee sottili θα κάνει το μεγαλύτερο μέρος της κύριας πόλεμο στόλους κάθε μεγάλη ναυτική δύναμη στη Μεσόγειο, επικουρούμενη από τα μικρότερα galiotte, καθώς και του Χριστιανικού και του Μουσουλμανικού κουρσάροι στόλους. Οθωμανικές γαλέρες ήταν πολύ παρόμοια στον σχεδιασμό, αν και σε γενικές γραμμές μικρότερο, πιο γρήγορα κάτω από το πανί, αλλά πιο αργά κάτω από τα κουπιά.[131] Το τυποποιημένο μέγεθος από το μαγειρείο παρέμεινε σταθερή από τον 14ο μέχρι και τις αρχές του 16ου αιώνα, όταν η εισαγωγή του ναυτικού πυροβολικού άρχισαν να έχουν επιπτώσεις στον σχεδιασμό και την τακτική.[132]

Ένα Βενετσιάνικο galea sottila από τα τέλη του 15ου αιώνα από τον Βιττόρε Καρπάτσο Επιστροφή των Πρέσβεων της σειράς Legend of Saint Ursula (1497-1498). Σημείωση τα κουπιά διατεταγμένα σε ομάδες των τριών σύμφωνα με το alla sensile κωπηλασία μέθοδο.

Το παραδοσιακό δύο πλαϊνά πηδάλια συμπληρώθηκαν με την πρύμνη πηδάλιο κάποια στιγμή μετά το c. 1400 και τελικά την πλευρά πηδάλια να εξαφανιστεί εντελώς.[133] ήταν επίσης κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα, που μεγάλα κομμάτια πυροβολικού ήταν το πρώτο που τοποθετείται στις γαλέρες. Βουργουνδίας αρχεία από τα μέσα του 15ου αιώνα περιγράφουν γαλέρες με κάποια μορφή όπλα, αλλά δεν καθορίσετε το μέγεθος. Το πρώτο αποδεικτικό στοιχείο από ένα μεγάλο κανόνι που τοποθετείται σε ένα μαγειρείο προέρχεται από μια ξυλογραφία του μια Βενετσιάνικη γαλέρα το 1486.[134] Το πρώτο όπλα είχαν διορθωθεί άμεσα σε ξύλα στην πλώρη και που στοχεύει κατευθείαν προς τα εμπρός, μια τοποθέτηση που θα παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητες μέχρι το μαγειρείο εξαφανίστηκε από την ενεργό υπηρεσία κατά τον 19ο αιώνα.[135]

Η πανταχού παρούσα τόξο καταπολέμηση πλατφόρμα (rambade) από νωρίς σύγχρονες γαλέρες. Αυτό το πρότυπο είναι ένα 1715 σουηδική κουζίνα, κάπως μικρότερο από το τυπικό Μεσογειακό πόλεμο γαλέρα, αλλά και πάλι με βάση το ίδιο σχέδιο.

Με την εισαγωγή του όπλα στην πλώρη του γαλέρες, μόνιμη ξύλινη δομή που ονομάζεται rambade (γαλλικά: rambade, ιταλικά: rambataισπανικά: arrumbada) εισήχθη. Το rambade έγινε πρότυπο για σχεδόν όλες τις γαλέρες του, στις αρχές του 16ου αιώνα. Υπήρχαν κάποιες παραλλαγές στο ναυτικό σε διάφορες Μεσογειακές δυνάμεις, αλλά η συνολική διάταξη ήταν το ίδιο. Η προς τα εμπρός, με σκοπό την μπαταρία καλύπτεται από ξύλινη πλατφόρμα, η οποία έδωσε οπλίτες ελάχιστη προστασία, και λειτούργησε ως μια περιοχή ανασυγκρότησης για την επιβίβαση επιθέσεις και ως εκτελεστικό πλατφόρμα για on-board στρατιώτες.[136] Μετά την εισαγωγή του, το rambade έγινε μια τυπική λεπτομέρεια σε κάθε μάχες μαγειρείο μέχρι το τέλος της στοάς εποχή στις αρχές του 19ου αιώνα.[137]

Στα μέσα του 17ου αιώνα, γαλέρες έφθασε ό, τι έχει περιγραφεί ως "τελική μορφή".[138] Γαλέρες είχε έμοιαζε περισσότερο ή λιγότερο το ίδιο για πάνω από τέσσερις αιώνες και ένα αρκετά τυποποιημένο σύστημα ταξινόμησης για τα διαφορετικά μεγέθη των γαλέρες είχε αναπτυχθεί από τη Μεσόγειο γραφειοκρατίες, που βασίζεται κυρίως στον αριθμό των παγκάκια σε ένα σκάφος. Ένα Μεσογειακό μαγειρείο θα 25-26 ζεύγη κουπιών με πέντε άτομα ανά κουπί (γ. 250 κωπηλάτες), 50-100 ναύτες και 50-100 στρατιώτες για ένα σύνολο περίπου 500 άνδρες. Οι εξαιρέσεις ήταν σημαντικά μεγαλύτερο "ναυαρχίδες" (συχνά αποκαλούμενη lanternas, "φανάρι " γαλέρες") που είχε 30 ζεύγη κουπιών και μέχρι επτά κωπηλάτες ανά κουπί. Ο οπλισμός αποτελούνταν από ένα βαρύ 24 ή 36-πυροβόλο όπλο στην πλώρη, που πλαισιώνεται από δύο έως τέσσερις 4 - έως 12-λιβρών. Σειρές φως στροφέων όπλα ήταν συχνά τοποθετούνται σε όλο το μήκος του από το μαγειρείο στο κιγκλιδώματα για close-quarter άμυνα. Το μήκος / πλάτος αναλογία των πλοίων ήταν περίπου 8:1, με δύο βασικούς πυλώνες που μεταφέρουν ένα μεγάλο λατινικά πανί το καθένα. Στη Βαλτική, γαλέρες ήταν γενικά μικρότερη με μήκος-πλάτος αναλογία 5:1 7:1, μια προσαρμογή στις συνθήκες της Βαλτικής αρχιπελάγους.[139]

Ένα μόνο κατάρτι ήταν το πρότυπο για τα περισσότερα πόλεμο μαγειρεία μέχρι c. 1600. Μια δεύτερη, μικρότερη ιστός θα μπορούσε να τεθεί προσωρινά στο τόξα, αλλά έγινε μόνιμο από τις αρχές του 17ου αιώνα. Είναι, πάτησε ελαφρά προς την πλευρά της να επιτρέψει την ανάκρουση από τα βαριά όπλα, που τοποθετείται περίπου στο κέντρο του πλοίου. Ένα τρίτο μικρότερο κατάρτι περαιτέρω πρύμνη, παρόμοια με μια μπούμα ιστών, εισήχθη επίσης στις μεγάλες γαλέρες, πιθανότατα στις αρχές του 17ου αιώνα, αλλά ήταν πρότυπο, τουλάχιστον από τις αρχές του 18ου αιώνα.[140] Γαλέρες είχε μικρό δωμάτιο για διατάξεις και εξαρτάται από τη συχνή ότι θα έπρεπε να καλύπτουμε και συχνά παραλίες το βράδυ να ξεκουραστεί το πλήρωμα και μαγειρέψτε τα γεύματα σας. Όπου το μαγείρεμα περιοχές ήταν στην πραγματικότητα του παρόντος, αποτελείται από μια πήλινη επένδυση κουτί με μια εστία ή παρόμοιο εξοπλισμό για μαγείρεμα τοποθετηθεί επί του σκάφους στη θέση του ένα παγκάκι κωπηλασία, συνήθως στην αριστερή πλευρά.[141]

Model of the French Dauphine
Side view. Dauphine was built in 1736 and survived until the French Revolution.
Side view. Dauphine was built in 1736 and survived until the French Revolution
Front view. Contemporary model on display at Toulon naval museum.
Front view. Contemporary model on display at Toulon naval museum. 

Σε όλη τη μακρά ιστορία τους, μαγειρεία που επικαλείται η κωπηλασία ως το πιο σημαντικό μέσο πρόωσης. Η διάταξη των κωπηλάτες κατά την 1η χιλιετία Π. χ. αναπτύχθηκε σταδιακά από μια ενιαία γραμμή μέχρι τρεις γραμμές τοποθετημένα σε ένα συγκρότημα, κλιμακωτή διάταξη. Οτιδήποτε πάνω από τρία επίπεδα, ωστόσο, αποδείχθηκε να είναι φυσικά ανέφικτο. Αρχικά, υπήρχε μόνο ένας κωπηλάτης ανά κουπί, αλλά ο αριθμός αυξήθηκε σταθερά, με μια σειρά από διαφορετικούς συνδυασμούς κωπηλάτες ανά κουπί και σειρές κουπιών. Η αρχαία άποψη για γαλέρες ήταν με βάση τον αριθμό των γραμμών ή κωπηλάτες που ταξιδεύουν τα κουπιά, δεν είναι ο αριθμός των σειρών κουπιών. Σήμερα είναι γνωστός από μια εκσυγχρονισμένη λατινική ορολογία με βάση τους αριθμούς με την κατάληξη "-reme" από rēmus, "κουπί". Μια τριήρης ήταν ένα πλοίο με τρεις σειρές κωπηλάτες, quadrireme τέσσερις, hexareme έξι, και ούτω καθεξής. Υπήρχαν πολεμικά πλοία που έτρεξε μέχρι τα δέκα-έντεκα σειρές, αλλά τίποτα παραπάνω έξι ήταν σπάνια. Ένα τεράστιο σαράντα-κωπηλασία το σκάφος χτίστηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πτολεμαίου IV στην Αίγυπτο. Λίγα είναι γνωστά σχετικά με τον σχεδιασμό του, αλλά θεωρείται ότι έχει ένα πρακτικό κύρος του σκάφους.

Σύγχρονη ανακατασκευή από μια διατομή του μια αρχαία ελληνική τριήρης, που δείχνει τα τρία επίπεδα κωπηλάτες.

Αρχαία κωπηλασίας που έγινε σε ένα σταθερό καθιστή θέση, η πιο αποτελεσματική κωπηλασία θέση, με κωπηλάτες που αντιμετωπίζει η πρύμνη. Μια συρόμενη εγκεφαλικό επεισόδιο, το οποίο παρείχε τη δύναμη από τα δύο πόδια, καθώς και τα όπλα, πρότεινε νωρίτερα οι ιστορικοί, αλλά δεν υπάρχουν πειστικά στοιχεία που υποστηρίζεται. Πρακτικά πειράματα με την πλήρη ανακατασκευή Ολυμπιάδα έδειξε ότι υπάρχει επαρκής χώρος, ενώ κινείται ή κυλώντας καθίσματα θα ήταν πολύ πρακτικό να κατασκευάσει με αρχαίες μεθόδους.[142] Κωπηλάτες στο αρχαίο πόλεμο γαλέρες του, κάθισε κάτω από το ανώτερο κατάστρωμα με θέα το περιβάλλον τους. Η κωπηλασία ήταν, επομένως, κατάφερε από τις εποπτικές αρχές, και συντονίζεται με σωλήνες ή ρυθμική ψαλμωδία.[143] Γαλέρες ήταν πολύ ευέλικτο, είναι σε θέση να γυρίσει στον άξονα τους ή ακόμα και με τη σειρά προς τα πίσω, αν και απαιτείται ένα εξειδικευμένο και έμπειρο συνεργείο.[144] Σε γαλέρες με μια συμφωνία των τριών ανδρών ανά κουπί, όλα θα ήταν καθιστοί, αλλά ο κωπηλάτης πλέον εσωτερικό θα εκτελέσει μια στάση-και-κάθονται εγκεφαλικό επεισόδιο, να σηκωθεί στα πόδια του για να ωθήσει το κουπί προς τα εμπρός και, στη συνέχεια, να κάθεται κάτω και πάλι να τραβήξει πίσω.

Η ταχύτερη ένα σκάφος που ταξιδεύει, η περισσότερη ενέργεια που χρησιμοποιεί. Επίτευξη υψηλής ταχύτητας απαιτεί ενέργεια, η οποία μια ανθρώπινη-powered σκάφος είναι ανίκανοι να παράγουν. Κουπί σύστημα παράγει πολύ χαμηλά ποσά ενέργειας για την πρόωση (μόνο περίπου 70 W ανά κωπηλάτης) και το ανώτερο όριο για κωπηλασία σε σταθερή θέση είναι περίπου 10 κόμβους.[145] Αρχαίο πόλεμο γαλέρες του είδους που χρησιμοποιείται στην Κλασική Ελλάδα είναι από σύγχρονους ιστορικούς θεωρείται ότι είναι η πιο ενεργειακά αποδοτική και πιο γρήγορος από το μαγειρείο σχέδια σε όλη την ιστορία. Ένα πλήρες αντίγραφο κλίμακας του 5ου αιώνα Π. χ. τριήρης, η Ολυμπιάδα ήταν χτισμένο 1985-87 και είχε τεθεί μέσα από μια σειρά από δοκιμές για να ελέγξετε την απόδοσή του. Αποδείχθηκε ότι η ταχύτητα πλεύσης 7-8 κόμβους θα μπορούσε να διατηρηθεί για μια ολόκληρη ημέρα. Σπριντ ταχύτητες έως και 10 κόμβους ήταν δυνατόν, αλλά μόνο για λίγα λεπτά και θα λάστιχο το πλήρωμα γρήγορα.[146] Αρχαία γαλέρες χτίστηκαν πολύ ελαφρύ και το αρχικό τριήρεις θεωρείται ότι δεν έχουν ξεπεράσει σε ταχύτητα.[147] Μεσαιωνικές γαλέρες πιστεύεται ότι έχουν σημαντικά πιο αργή, ειδικά δεδομένου ότι δεν χτίστηκαν με εμβολισμό τακτική στο μυαλό. Ταχύτητα πλεύσης όχι περισσότερο από 2-3 κόμβους έχει υπολογιστεί. Ένα σπριντ ταχύτητα 7 κόμβων ήταν δυνατόν για 20-30 λεπτά, αλλά διακινδύνευσε την εξάντληση της κωπηλάτες εντελώς.[148]

Κωπηλασία σε αντιξοότητες ή ακόμα και μέτρια σκληρό καιρός ήταν δύσκολη, καθώς και την εξάντληση.[149] Στην ανοικτή θάλασσα, αρχαία γαλέρες θα αποπλεύσει για την εκτέλεση πριν από τον άνεμο. Ήταν ιδιαίτερα επιρρεπείς σε κύματα, και θα μπορούσε να γίνει ανεξέλεγκτη αν η κωπηλασία πλαίσιο (apostis) ήρθε awash. Αρχαία και μεσαιωνικά κάτεργα, ανέλαβε να έχουν πλεύσει μόνο με τον άνεμο περισσότερο ή λιγότερο πίσω με μια κορυφαία ταχύτητα των 8-9 κόμβους σε δίκαιους όρους.[150]

Το μοντέλο του Ενετικού τρεις-κλίση μαγειρείο rowed alla sensile, με τρεις κωπηλάτες που μοιράζονται ένα παγκάκι αλλά χειρισμό ένα κουπί κάθε

Αντίθετα από τη δημοφιλή εικόνα της κωπηλάτες αλυσοδεμένος με τα κουπιά, μεταφέρεται με ταινίες όπως το Μπεν Χουρ, δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι η αρχαία ναυτικό κάνει χρήση των καταδικασμένων εγκληματιών ή σκλάβοι, ως κωπηλάτες, με την πιθανή εξαίρεση των Πτολεμαίων της Αιγύπτου.[151] Λογοτεχνικά στοιχεία δείχνουν ότι το ελληνικό και το Ρωμαϊκό ναυτικό που επικαλείται πληρωμένη εργασία ή απλοί στρατιώτες στον άνθρωπο γαλέρες τους.[152][153] Σκλάβοι είχαν βάλει στα κουπιά μόνο σε περιόδους ακραίας κρίσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτοί οι άνθρωποι είχαν την ελευθερία στη συνέχεια, ενώ άλλοι άρχισαν την υπηρεσία τους στο πλοίο, όπως οι ελεύθεροι άνθρωποι. Ρωμαϊκά εμπορικά πλοία (συνήθως πλέουν σκάφη) ήταν επανδρωμένα με σκλάβους, μερικές φορές ακόμη και με σκλάβους ως καπετάνιος, αλλά ήταν σπάνια η περίπτωση έμπορος γαλέρες.[154]

Ήταν μόλις στις αρχές του 16ου αιώνα, που η σύγχρονη ιδέα του σκλάβου σε γαλέρα έγινε κοινός τόπος. Μαγειρείο στόλων, καθώς και το μέγεθος των επιμέρους αγγεία αυξάνουν σε μέγεθος, η οποία απαιτούνται περισσότερα κωπηλάτες. Ο αριθμός των παγκάκια δεν θα μπορούσε να αυξηθεί χωρίς την επιμήκυνση κύτη πέρα από τα δομικά όρια, και περισσότερα από τρία κουπιά ανά πάγκο δεν ήταν εφικτό. Η ζήτηση για περισσότερα κωπηλάτες σήμαινε, επίσης, ότι το σχετικά περιορισμένο αριθμό ειδικευμένων κωπηλάτες δεν θα μπορούσε να συμβαδίσει με τη ζήτηση των μεγάλων μαγειρείων στόλους. Έγινε όλο και περισσότερο κοινό για τον άνθρωπο γαλέρες με κατάδικοι ή σκλάβοι, που απαιτείται μια πιο απλή μέθοδος για την κωπηλασία. Η παλαιότερη μέθοδος που απασχολούν την επαγγελματική κωπηλάτες χρησιμοποιώντας το alla sensile μέθοδο (ένα κουπί ανά άτομο, με δύο έως τρία μοιράζονται το ίδιο πάγκο) ήταν σταδιακά υπέρ της κωπηλασίας μια scaloccio, η οποία απαιτείται λιγότερο δεξιοτήτων.[155] Ένα ενιαίο μεγάλο κουπί χρησιμοποιήθηκε για κάθε πάγκο, με πολλούς κωπηλάτες που εργάζονται μαζί και τον αριθμό των κωπηλάτες ανά κουπί αυξήθηκε από τρία έως πέντε. Σε ορισμένες πολύ μεγάλες εντολή γαλέρες, δεν θα μπορούσε να είναι όσο το επτά για να κουπί.[156]

Μια εικόνα από το 1643 που δείχνει τη διάταξη της κωπηλασίας παγκάκια, καθώς και την τοποθέτηση της κωπηλάτες σε γαλέρα με 16 ζεύγη κουπιών. Δείχνει, επίσης, ένα κωπηλάτης στην κορυφή της διαδρομής, χρησιμοποιώντας την όρθια κωπηλατική τεχνική τυπικά ένα scaloccio κωπηλασία.

Όλα τα μεγάλα Μεσογειακά δυνάμεις καταδικάστηκε εγκληματίες να μαγειρείο υπηρεσία, αλλά αρχικά μόνο σε καιρό πολέμου. Χριστιανικές ναυτικές δυνάμεις όπως η Ισπανία που υιοθετείται συχνά Μουσουλμάνους αιχμαλώτους και τους αιχμαλώτους πολέμου. Το Οθωμανικό ναυτικό και της Βόρειας Αφρικής corsair συμμάχους συχνά Χριστιανική κρατουμένων στα κουπιά, αλλά και αναμιγνύεται εθελοντές. Η ισπανία επικαλείται ως επί το πλείστον δουλοπρεπείς κωπηλάτες, κατά ένα μεγάλο μέρος, λόγω της οργανωτικής της δομής, ήταν προσανατολισμένη προς απασχολούν τους σκλάβους και τους κατάδικους.[157] η Βενετία ήταν μία από τις λίγες μεγάλες ναυτικές δυνάμεις που χρησιμοποιείται σχεδόν μόνο δωρεάν κωπηλάτες, με αποτέλεσμα την εξάρτησή τους από τη alla sensile κωπηλασίας που απαιτούνται εξειδικευμένοι επαγγελματίες κωπηλάτες. Οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη που χρησιμοποιούνται σκλάβοι εκτενώς, όπως και του Πάπα, της Φλωρεντίας και της Γένοβας. Της βόρειας Αφρικής γκάζι κουρσάροι στηρίχθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου Χριστιανική σκλάβοι κωπηλάτες.[158]

Στην αρχαία γαλέρες με τα πανιά, τα περισσότερα από τα κινούμενα δύναμη προήλθε από ένα ενιαίο τετραγωνικό πανί. Ήταν στημένο πάνω σε ένα κατάρτι κάπως προς τα εμπρός από το κέντρο του πλοίο με ένα μικρότερο κατάρτι μεταφέρουν ένα κεφάλι sail στην πλώρη. Τριγωνικό λατινικά πανιά είναι μαρτυρείται ήδη από τον 2ο αιώνα μ. χ., και σταδιακά έγινε το πανί της επιλογής για τις γαλέρες. Από τον 9ο αιώνα λατίνια είχαν εδραιωθεί ως μέρος του προτύπου μαγειρείο γεώτρησης. Τα λατινικά γεώτρησης ήταν πιο περίπλοκο και απαιτείται ένα μεγαλύτερο πλήρωμα να χειριστεί από ένα τετραγωνικό πανί γεώτρησης, αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα σε μεγάλο βαθμό επανδρωμένο γαλέρες.[159] Βελισσαρίου " το Βυζαντινό στόλο εισβολής των 533 ήταν, τουλάχιστον εν μέρει, εξοπλισμένα με λατινικά πανιά, καθιστώντας πιθανό ότι από τη στιγμή που ο λατινικά είχε γίνει το πρότυπο για την εγκατάσταση γεώτρησης για την dromon,[160] με το παραδοσιακό τετραγωνικό πανί βαθμιαία πτώση από τη χρήση στη μεσαιωνική ναυσιπλοΐας στη Μεσόγειο.[161] σε Αντίθεση με ένα τετράγωνο πανί γεώτρησης, η spar ενός λατινικά πανί δεν περιστρέφονται γύρω από το κατάρτι. Για να αλλάξετε πρόκες, ολόκληρο το spar έπρεπε να αρθεί πάνω από το κατάρτι και από την άλλη πλευρά. Δεδομένου ότι η πυγμαχία ήταν συχνά πολύ περισσότερο από το κατάρτι το ίδιο, και δεν είναι πολύ μικρότερη από το ίδιο το πλοίο, ήταν πολύπλοκη και χρονοβόρα πορεία.[162]

Οπλισμός και τακτικές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα πρώτα χρόνια του ναυτικού πολέμου επιβίβαση ήταν το μόνο μέσο να αποφασίσει ναυτική δέσμευση, αλλά τίποτα δεν είναι γνωστό σχετικά με την τακτική της. Στην πρώτη ναυμαχία στην ιστορία, η μάχη της Δέλτα, οι δυνάμεις της Αιγύπτου ο Φαραώ Ραμσής ΙΙΙ κέρδισε μια αποφασιστική νίκη πάνω από μια δύναμη που αποτελείται από την αινιγματική ομάδα γνωστή ως Λαοί της Θάλασσας. Όπως φαίνεται στο αναμνηστικό ανάγλυφα της μάχης, Αιγυπτιακό τοξότες στα πλοία και τις κοντινές ακτές του Νείλου βροχή κάτω βέλη για τα εχθρικά πλοία. Την ίδια στιγμή Αιγυπτιακές γαλέρες συμμετάσχουν στη δράση επιβίβαση και βουλιάζουν τα πλοία της Θάλασσας Λαών με σχοινιά που επισυνάπτεται γάντζους ρίχνονται στα ξάρτια.[163]

Η ram πλώρη της τριήρους Ολυμπιάς, ένα σύγχρονο πλήρους κλίμακας ανοικοδόμηση της κλασικής ελληνικής τριήρους.

Γύρω στον 8ο αιώνα Π. χ., εμβολισμό άρχισε να εργάζεται ως πόλεμο γαλέρες ήταν εξοπλισμένοι με βαρύ χάλκινο κριούς. Αρχεία των περσικών Πολέμων στις αρχές του 5ου αιώνα Π. χ. ο Αρχαίος ιστορικός Ηρόδοτος (γ. 484-25 Π. χ.) δείχνουν ότι από αυτή τη φορά εμβολισμό τακτική είχε εξελιχθεί μεταξύ των Ελλήνων. Οι σχηματισμοί προσαρμοστεί για να προωθήσει επιτηδείως πολέμου θα μπορούσε να είναι είτε σε στήλες στη γραμμή μπροστά, το ένα πλοίο μετά το επόμενο, ή σε μια γραμμή ενήμεροι, με τα πλοία τους από την πλευρά του, ανάλογα με την τακτική κατάσταση και τις γύρω γεωγραφία. Οι κύριες μέθοδοι για την επίθεση ήταν είτε να σπάσει τον εχθρό σχηματισμό ή να παραπλανήσει.[164] Εμβολισμό ίδια έκανε θραύση στο πίσω ή στο πλάι του ένα εχθρικό πλοίο, punching μια τρύπα στο σανίδωμα. Αυτό δεν έχει σχέση με το νεροχύτη μια αρχαία μαγειρείο, εκτός αν ήταν βαρυφορτωμένα με το φορτίο και καταστήματα. Με κανονικό φορτίο, ήταν αρκετά έντονη για να επιπλέουν ακόμη και με ένα παραβιάσει hull. Το σπάσιμο του εχθρού κουπιά ήταν ένας άλλος τρόπος της απόδοσης πλοίων ακίνητα, καθιστώντας τους πιο εύκολους στόχους. Αν εμβολισμού δεν είναι δυνατό ή είναι επιτυχής, το διοικητικό συμβούλιο συμπληρώνουν στρατιώτες προσπαθούν να επιβιβαστούν και να συλλάβει τον εχθρό σκάφος από την εξασφάλιση με γάντζους, που συνοδεύεται από εκτόξευση ρουκέτας με τα βέλη ή ακόντια. Προσπαθείτε να ορίσετε το εχθρικό πλοίο στις φλόγες από εκσφενδονίζοντας εμπρηστικά βλήματα ή από την έκχυση του περιεχομένου της φωτιάς γλάστρες που επισυνάπτεται μακριές λαβές που πιστεύεται ότι έχουν χρησιμοποιηθεί, ειδικά από τότε που καπνού κάτω από το κατάστρωμα θα μπορούσε εύκολα να απενεργοποιήσετε κωπηλάτες.[165] η Ρόδος ήταν η πρώτη ναυτική δύναμη για να χρησιμοποιούν αυτό το όπλο, κάποια στιγμή τον 3ο αιώνα, και το χρησιμοποίησε για να πολεμήσει κατά μέτωπο επιθέσεις ή να φοβίσουν τους εχθρούς σε εκθέτοντας τις πλευρές τους για εμβολισμό επίθεση.[166]

Την επιτυχή εμβολισμό ήταν δύσκολο να επιτευχθεί, απλά τη σωστή ποσότητα της ταχύτητας και ακριβείς ελιγμούς. Οι στόλοι που δεν έχουν καλά εκπαιδευμένους, έμπειρους κωπηλ��τες και ικανούς διοικητές στηρίχθηκε περισσότερο στις επιβίβαση με την ανώτερη πεζικού (όπως η αύξηση του συμπληρώματος και 40 στρατιώτες). Εμβολισμό προσπάθειες είχαν αντιμετωπιστεί, κρατώντας την πλώρη προς την κατεύθυνση του εχθρού, μέχρι ο εχθρός του πληρώματος κουρασμένος, και στη συνέχεια επιχείρησε να επιβιβαστεί με όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Μια διπλή-γραμμή σχηματισμός θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να επιτευχθεί μια σημαντική ανακάλυψη από την εμπλοκή του στην πρώτη γραμμή και, στη συνέχεια, σπεύδουν την οπισθοφυλακή να επωφεληθείτε από αδύναμα σημεία του εχθρού άμυνα. Αυτό που απαιτείται υπεροχή σε αριθμούς, όμως, από μια μικρότερη μπροστά ρίσκαρε να πλαισιώνεται ή περιβάλλεται.[167]

Επιβίβαση επικρατεί

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Βυζαντινός στόλος απωθεί οι Ρως επιτίθενται στην Κωνσταντινούπολη το 941. Η Βυζαντινή dromons τροχαίο πάνω από το Rus " πλοία σπάζοντας τα κουπιά τους με τους σπερς.

Παρά τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση όλο και πιο βαριά πλοία, χώνοντας την τακτική σταδιακά αντικαταστάθηκε κατά τους τελευταίους αιώνες Π. χ. από τους Μακεδόνες και τους Ρωμαίους, δύο κυρίως χερσαίες δυνάμεις. Χέρι-με-χέρι την καταπολέμηση της με μεγάλες συμπληρώνει βαρύ πεζικό που υποστηρίζονται από το πλοίο που μεταδίδονται με καταπέλτες που κυριαρχείται από το στυλ μάχης κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής εποχής, μια κίνηση που συνοδεύτηκε από τη μετατροπή σε βαρύτερα σκάφη με μεγαλύτερες κωπηλασία συμπληρώνει και περισσότεροι άνδρες ανά κουπί. Αν και αποτελεσματικά τη μείωση της κινητικότητας, σήμαινε ότι λιγότερο ικανότητες που απαιτούνται από τις επιμέρους κωπηλάτες. Στόλων έτσι έγινε λιγότερο εξαρτημένη από κωπηλάτες με την εμπειρία μιας ολόκληρης ζωής σε το κουπί.

Από την ύστερη αρχαιότητα, τον 1ο αιώνα μ. χ., εμβολισμό τακτική είχε εντελώς εξαφανιστεί μαζί με τη γνώση του σχεδιασμού της αρχαίας τριήρους. Μεσαιωνικές γαλέρες, αντί να αναπτύξει μια προβολή, ή το "κέντρισμα", στο τόξο που είχε σχεδιαστεί για να σπάσει τα κουπιά και να λειτουργήσει ως μια πλατφόρμα επιβίβασης για την έφοδο του εχθρού πλοία. Το μόνο που απομένει παραδείγματα εμβολισμό τακτική περνούσαν οι αναφορές σε προσπάθειες να συγκρουστεί με τα πλοία, προκειμένου να αποσταθεροποιήσει ή να ανατραπεί.[168]

Βυζαντινό πλοίο επιτίθεται με υγρό πυρ. Madrid Skylitzes manuscript, του 11ου αιώνα.

Το Βυζαντινό ναυτικό, το μεγαλύτερο της Μεσογείου πόλεμος του στόλου κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του πρώιμου Μεσαίωνα, που απασχολούνται crescent σχηματισμούς με ναυαρχίδα το κέντρο και τα βαρύτερα πλοία τα κέρατα του σχηματισμού, προκειμένου να μετατρέψει την εχθρική πλευρά. Παρόμοια τακτική πιστεύεται ότι έχουν χρησιμοποιηθεί από την Αραβικών στόλων συχνά πολέμησαν από τον 7ο αιώνα και μετά. Οι Βυζαντινοί ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν ελληνικό πυρ, ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό εμπρηστική υγρό, όπως ένα πολεμικό όπλο. Θα μπορούσε να απολυθούν μέσα από ένα μεταλλικό σωλήνα, ή σιφόνι που τοποθετείται στην πλώρη, παρόμοια με μια σύγχρονη thrower φλόγα. Οι ιδιότητες της ελληνικής φωτιά ήταν κοντά σε αυτή του ναπάλμ και ήταν κλειδί για πολλές σημαντικές Βυζαντινές νίκες. Από 835, το όπλο είχε εξαπλωθεί στους Άραβες, που είναι εξοπλισμένα harraqas, "fireships", με αυτό. Τα αρχικά στάδια σε ναυμαχίες ήταν μια ανταλλαγή πυραύλους, που κυμαίνονται από καύσιμα βλήματα, βέλη, τριβόλια και ακόντια. Ο στόχος δεν ήταν να βυθίζονται τα πλοία, αλλά και να καταστρέφουν τις τάξεις του εχθρού πληρώματα πριν από την επιβίβαση άρχισε, το οποίο αποφάσισε το αποτέλεσμα. Μόλις η δύναμη του εχθρού κρίθηκε να έχουν μειωθεί αρκετά, οι στόλοι κλειστά, τα πλοία καταπιάστηκε άλλο, και οι πεζοναύτες και άνω τράπεζα κωπηλάτες επιβιβάστηκαν στο εχθρικό σκάφος και ασχολούνται με το χέρι-με-χέρι την καταπολέμηση της. Βυζαντινή dromons είχε pavesades, ράφια κατά μήκος των κιγκλιδωμάτων, κατά την οποία οι πεζοναύτες θα μπορούσε να κρεμάσει τις ασπίδες τους, παρέχοντας προστασία στο πλήρωμα.[169] Μεγαλύτερα πλοία, επίσης, είχε ξύλινα κάστρα και στις δύο πλευρές μεταξύ των ιστών, η οποία επέτρεψε τοξότες πυροβολήσει από μια υπερυψωμένη θέση βολής.[127]

Μάχη μεταξύ της Ενετοκρατίας και της Αγίας Ρωμαϊκής στόλους, λεπτομέρεια από την τοιχογραφία του Spinello Aretino 1407-1408.

Αργότερα μεσαιωνικό πολεμικό ναυτικό συνέχισε να χρησιμοποιούν παρόμοιες τακτικές, με τη γραμμή ενήμεροι σχηματισμό ως πρότυπο. Όπως γαλέρες είχαν ως στόχο να καταπολεμηθεί από τα τόξα, και ήταν αδύναμοι κατά μήκος των πλευρών, ειδικά στη μέση. Το crescent σχηματισμό που απασχολούνται από τους Βυζαντινούς συνέχισε να χρησιμοποιείται σε όλο τον Μεσαίωνα. Αυτό θα επιτρέψει τα φτερά του στόλου για να συντρίψει τα τόξα τους, κατευθείαν μέσα από τις πλευρές των εχθρικών πλοίων στην άκρη του σχηματισμού.[170]

Ο Ρουτζέρο ντι Λαούρια (γ. 1245-1305) είχε μια επιτυχημένη μεσαιωνική ναυτική τακτική που πολέμησαν για την Αραγωνία ναυτικού εναντίον της γαλλικής Ανδεγαυική στόλους στον Πόλεμο του Σικελικό Εσπερινό. Στη Μάχη της Μάλτας, τον Ιούλιο του 1283, παρέσυρε έξω Ανδεγαυική γαλέρες που ήταν αραγμένο stern-πρώτα από την απροκάλυπτα προκλητική τους. Το να τους επιτίθεται σε μια ισχυρή αμυντική θέση με ψηλά το κεφάλι θα ήταν πολύ επικίνδυνη, αφού προσέφερε καλή συνοχή, επιτρέπεται κωπηλάτες να ξεφύγουν από την ακτή και για να ενισχύσει την αδύναμη θέσεις από μεταφορά πεζικού κατά μήκος της ακτής. Επίσης, απασχολούνται ειδίκευσης crossbowmen και almogavars, ελαφρύ πεζικό, που ήταν πιο nimbler στο πλοίο σε πλοίο ενέργειες από βαριά οπλισμένοι και τεθωρακισμένα γάλλοι στρατιώτες.[171] η μάχη του Κόλπου της Νάπολης στο 1284, οι δυνάμεις του ξεκίνησε πήλινες κατσαρόλες γεμάτες με σαπούνι πριν από την επίθεση, όταν οι γλάστρες έσπασε εναντίον του εχθρού καταστρώματα, έγιναν επικίνδυνα ολισθηρό και δύσκολο για το βαρύ πεζικό να κρατήσει τα πόδια τους.[172]

Τα πρώτα όπλα μεγάλου διαμετρήματος, και ήταν αρχικά από σφυρήλατο σίδηρο, το οποίο τους έκανε αδύναμο σε σύγκριση με το cast χάλκινο όπλα που θα γίνει το πρότυπο του 16ου αιώνα. Ήταν κατά την πρώτη σταθερή απευθείας στη ξύλα στην πλώρη, με στόχο άμεσα προς τα εμπρός. Αυτή η τοποθέτηση θα παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητες μέχρι το μαγειρείο εξαφανίστηκε από την ενεργό υπηρεσία κατά τον 19ο αιώνα. Η εισαγωγή από τα βαρέα όπλα και τα μικρά όπλα δεν αλλάξει τακτική σημαντικά. Αν μη τι άλλο, τονίζεται στην πλώρη ως επιθετικό όπλο, να είναι και οι δύο μια περιοχή ανασυγκρότησης για τα σύνορα και τη συγκεκριμένη θέση για τα φορητά όπλα και κανόνια. Η γαλέρα ήταν ικανός ξεπερνώντας ιστιοπλοϊκό σκάφος στις αρχές μάχες. Διατήρησε μια ξεχωριστή τακτικό πλεονέκτημα, ακόμη και μετά την αρχική εισαγωγή του ναυτικού πυροβολικού, λόγω της ευκολίας με την οποία μπορεί να ασκηθεί μετά από έναν αντίπαλο σκάφος.[173]

Σύγχρονη απεικόνιση των ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571, που δείχνει την αυστηρή σχηματισμούς των αντίπαλων στόλων. Τοιχογραφία στην έκθεση Χαρτών στο Μουσείο του Βατικανού.

Σε μεγάλη κλίμακα, μαγειρείο-να-μαγειρείο αρραβώνες, τακτική παρέμεινε ουσιαστικά το ίδιο, μέχρι το τέλος του 16ου αιώνα. Τα κανόνια και τα μικρά όπλα εισήχθησαν γύρω στον 14ο αιώνα, αλλά δεν έχουν άμεσες επιπτώσεις στις τακτικές, τα ίδια βασικά crescent σχηματισμό σύμφωνα ενήμεροι ότι εργαζόταν στη ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571 χρησιμοποιήθηκε από τον Βυζαντινό στόλο σχεδόν μια χιλιετία νωρίτερα.[174] Πυροβολικό στις αρχές του όπλο γαλέρες ήταν να μην χρησιμοποιείται ως long-range αναμέτρηση όπλο ενάντια σε άλλους όπλο οπλισμένο πλοία. Η μέγιστη απόσταση στην οποία σύγχρονης κανόνια ήταν αποτελεσματική, γ. 500 m (1600 ft), θα μπορούσε να καλυφθεί από ένα μαγειρείο σε περίπου δύο λεπτά, πολύ πιο γρήγορα από τον χρόνο επαναφόρτισης του κάθε βαρύ πυροβολικό. Πυροβολητές, επομένως, να περιμένουν μέχρι την τελευταία στιγμή, κάπως παρόμοια με τακτικές πεζικού στην προ-βιομηχανική εποχή μικρής εμβέλειας των πυροβόλων όπλων.[175] Τα αδύνατα σημεία της γαλέρα παρέμεινε πλευρές και ειδικά το πίσω μέρος, το κέντρο εντολών. Αν μια πλευρά κατάφεραν να εξαρθρώσουν την άλλη, η μάχη θα πρέπει να συναντηθεί με τα πλοία που συντρίβεται σε κάθε άλλη. Μόλις καταπολέμηση ξεκίνησε με πλοία από το κλείδωμα σε ένα άλλο τόξο τόξο, η μάχη θα γίνει για την πρώτη γραμμή τα πλοία. Εκτός αν γαλέρα ήταν εντελώς υπέρβαση από έναν εχθρό ομάδα επιβίβασης, φρέσκα στρατεύματα θα μπορούσε να τροφοδοτεί τον αγώνα από το αποθεματικό αγγεία στο πίσω μέρος.[176]

Τελετουργικό συμβολισμό

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το Μαγειρείο Λεπτές, ένα από τα πολύ λίγα Μεσογειακού στιλ γαλέρες που απασχολούνται από την αγγλική. Αυτή η εικόνα είναι από τον Anthony Roll γ. 1546) και σκοπό είχε ως κεντρικό του.

Δοκίμια χρησιμοποιήθηκαν για καθαρά τελετουργικούς σκοπούς από πολλούς ηγεμόνες και τα μέλη. Στην πρώιμη σύγχρονη Ευρώπη, μαγειρεία απολαμβάνουν ένα επίπεδο κύρους που πλέουν τα σκάφη δεν απολαμβάνουν. Γαλέρες είχε από νωρίς είχαν εντολή από τους ηγέτες των χερσαίων δυνάμεων, και αγωνίστηκε με την τακτική προσαρμογή από τη γη πολέμου. Ως εκ τούτου, θα απολαμβάνουν το κύρος που συνδέονται με τη γη μάχες, το μεγαλύτερο επίτευγμα της υψηλής στέκεται ευγενής ή ο βασιλιάς. Στη Βαλτική, ο σουηδός βασιλιάς Γουσταύος Α΄, ο ιδρυτής του σύγχρονου κράτους της σουηδίας, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα μαγειρεία, όπως αρμόζει σε ένα Αναγεννησιακό πρίγκιπα. Κάθε φορά που ταξιδεύουν από τη θάλασσα, Gustav, το δικαστήριο, το βασιλικό γραφειοκράτες και το βασιλικό σωματοφύλακα θα ταξιδέψουν με το μαγειρείο.[177] την ίδια Περίπου εποχή, άγγλος βασιλιάς Ερρίκος Η΄ είχε υψηλές φιλοδοξίες να ζει μέχρι και τη φήμη του παντοδύναμου Αναγέννηση χάρακα και είχε επίσης μερικές Μεσογειακού στιλ γαλέρες που χτίστηκε (και ακόμη και επανδρωμένο με τους σκλάβους), αν και το αγγλικό ναυτικό στηρίχθηκε ως επί το πλείστον σε ιστιοφόρα.

Παρά την αυξανόμενη σημασία που πλέουν πολεμικά πλοία, οι τριήρεις ήταν πιο στενά συνδεδεμένη με τη γη πολέμου, και το κύρος που συνδέονται με αυτό. Βρετανική ναυτική ιστορικός Nicholas Rodger έχει περιγραφεί ως επίδειξη "το υπέρτατο σύμβολο της βασιλικής εξουσίας ... που προέρχεται από τη στενή σχέση με τον στρατό, και κατά συνέπεια με πρίγκιπες".[178] Αυτή ήταν ίσως η μεγαλύτερη επίδραση από τη γαλλική "Βασιλιάς Ήλιος", Λουδοβίκος ΙΔ΄, με τη μορφή της ένα ειδικό μαγειρείο σώμα. Louis, και το γαλλικό κράτος δημιούργησε ένα εργαλείο και σύμβολο της βασιλικής εξουσίας, που δεν αγωνίζονται, αλλά ήταν ένα ισχυρό επέκταση της ηγεμών φιλοδοξίες. Δοκίμια κατασκευάστηκαν σε κλίμακα για τον βασιλικό στολίσκο στο Μεγάλο Κανάλι στις Βερσαλλίες για τη διασκέδαση από το δικαστήριο.[179] Το βασιλικό γαλέρες περιπολίες στη Μεσόγειο, αναγκάζοντας τα πλοία των άλλων κρατών, να χαιρετίσω το λάβαρο του Βασιλιά, συνοδευόμενα πρέσβεων και καρδιναλίων, και υπάκουα που συμμετέχουν στη ναυτική παρελάσεις και βασιλική πομπή. Ιστορικός Παύλος Μπάμφορντ που περιγράφονται στις γαλέρες ως σκάφη που "πρέπει να έχουν έφεση σε στρατιωτικούς, άντρες και να αριστοκρατική αξιωματικοί ... συνηθίσει να υπακούν και να υπηρετήσει".[180]

Γκουάς μιας τέλη του 17ου αιώνα, γαλλική βασιλική μαγειρείο. Το σκάφος είναι πλούσια διακοσμημένοι με κόκκινο και μπλε μετάξι, μπροκάρ και το βελούδο για την πρύμνη θόλων και σημαίες, και ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο στολίδια στα κάγκελα, το ζυγοστάτη και τη γάστρα.

Καταδίκη των εγκληματιών, πολιτικών αντιφρονούντων και θρησκευτικές αποκλίνοντες ως κωπηλάτες σε γαλέρα, επίσης, να μετατραπεί το μαγειρείο σώμα σε ένα μεγάλο, φόβος, και το κόστος-αποτελεσματική σωφρονιστικού συστήματος.[181] γάλλοι Προτεστάντες ήταν ιδιαίτερα κακομεταχείριση στο κουπί και αν ήταν μόνο μια μικρή μειοψηφία, τις εμπειρίες τους ήρθε να κατακτήσει την κληρονομιά του βασιλιά γαλέρες. Το 1909, γάλλος συγγραφέας Albert Savine (1859-1927), έγραψε ότι "[α] μετά το Βαστίλης, στις γαλέρες ήταν η μεγαλύτερη φρίκη από το παλιό καθεστώς".[182] για πολύ Καιρό μετά κατάδικοι σταμάτησε, το οποίο εξυπηρετεί στις γαλέρες, ακόμη και μετά τη βασιλεία του Ναπολέοντα, ο όρος galérien ("γαλέρα κωπηλάτης") παρέμεινε μια συμβολική γενικός όρος για καταναγκαστική εργασία και κατάδικοι, το οποίο εξυπηρετεί σκληρές ποινές.[183]

Το να είσαι κωπηλάτης σε γαλέρα δεν φέρει τέτοιο στίγμα της Βαλτικής, όπου μαγειρείο κωπηλάτες ήταν κληρωτοί: μάλλον θεωρούν τους εαυτούς τους ως θαλάσσια στρατιώτες. Το κεντρικό κτίριο της φινλανδικής Ναυτική Ακαδημία στο Suomenlinna, Ελσίνκι φέρει το παρατσούκλι Kivikaleeri ("Πέτρα Γαλέρα"), ως κληρονομιά της εποχής.

Σωζόμενα παραδείγματα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
La Liberté, μια πλήρους κλίμακας αντίγραφο του 17ου αιώνα μαγειρείο στην Ελβετία, αν και χωρίς οποιαδήποτε κωπηλατικές πάγκοι

Το ναυτικό μουσείο στην Κωνσταντινούπολη περιέχει το μαγειρείο Kadırga (τουρκικά για το "μαγειρείο", τελικά, από τη Βυζαντινή ελληνική katergon), που χρονολογείται από την εποχή του Μεχμέτ IV (1648-1687). Αυτή ήταν η προσωπική γαλέρα του σουλτάνου, και παρέμεινε σε υπηρεσία μέχρι το 1839. Είναι πιθανώς ο μόνος επιζών μαγειρείο στον κόσμο, έστω και χωρίς κατάρτια. Είναι 37 μ., 5.7 μ. μεγάλη, έχει ένα βύθισμα περίπου 2 μ., ζυγίζει περίπου 140 τόνους, και έχει 48 κουπιά που τροφοδοτείται από 144 κωπηλάτες.

1971 ανασυγκρότηση της Real, η ναυαρχίδα του Ιωάννη της Αυστρίας στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), το Museu Marítim στη Βαρκελώνη. Το πλοίο ήταν 60 μ. και 6.2 μ. πλάτος, είχε βύθισμα 2,1 μ., βάρους 239 τόνους άδειο, είχε παρασυρθεί από 290 κωπηλάτες, και μετέφερε περίπου 400 πλήρωμα και την καταπολέμηση της στρατιώτες στο Lepanto. Αυτή ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από την τυπική γαλέρες του χρόνου.

Μια ομάδα που ονομάζεται "Το Trireme Trust" λειτουργεί σε συνδυασμό με το ελληνικό πολεμικό Ναυτικό, μια ανακατασκευή μιας αρχαίας ελληνικής Τριήρους, την Ολυμπιάδα.[184]

Ivlia είναι ένα αντίγραφο ελληνική bireme χτισμένο στο Σότσι της Μαύρης Θάλασσας το 1989, που πέρασε έξι σεζόν να περιοδεύσει στην Ευρώπη με πληρώματα εθελοντών.

Αρχαιολογικά ευρήματα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1965, τα ερείπια ενός μικρού Ενετική γαλέρα βυθιστεί σε 1509 βρέθηκαν στη Λίμνη Γκάρντα, Ιταλία. Το σκάφος είχε καεί και μόνο το κατώτερο τμήμα του σκάφους παρέμεινε.[185] Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, μια βυθισμένη γαλέρα βρέθηκε κοντά στο νησί του San Marco in Boccalama, στη Λιμνοθάλασσα της Βενετίας.[186] Το λείψανο είναι ως επί το πλείστον ανέπαφη και δεν ανακτήθηκαν λόγω υψηλού κόστους.

  1. Pryor (2002), pp. 86–87; Anderson (1962), pp. 37–39
  2. Henry George Liddell & Robert Scott Galeos, A Greek-English Lexicon
  3. Oxford English Dictionary (2nd edition, 1989), "galley"
  4. See for example Svenska Akademiens ordbok, "galeja" or "galär Αρχειοθετήθηκε 2016-03-03 στο Wayback Machine." and Woordenboek der Nederlandsche Taal, "galeye Αρχειοθετήθηκε 2016-03-03 στο Wayback Machine."
  5. Anderson (1962), pp. 1, 42; Lehmann (1984), p. 12
  6. Casson (1971), pp. 53—56
  7. Murray (2012), p. 3
  8. Casson (1995), p. 123
  9. Rodger (1997), pp. 66—68
  10. Glete (1993), p. 81
  11. Winfield (2009), pp. 116—118
  12. Karl Heinz Marquardt, "The Fore and Aft Rigged Warship" in Gardiner & Lavery (1992), p. 64
  13. Mooney (1969), p. 516
  14. Wachsmann (1995), p. 10
  15. Wachsmann (1995), p. 11–12
  16. Wachsmann (1995), pp. 21–23
  17. Casson (1995), pp. 57–58.
  18. Wachsmann (1995), pp. 13–18.
  19. Casson (1971), pp. 68–69
  20. Wachsmann (1995), pp. 28–34.
  21. Morrison, Coates & Rankov, pp. 32–35
  22. Casson (1991), p. 87
  23. Casson (1991), pp. 30–31
  24. Casson (1991), pp. 44–46
  25. Morrison, Coates & Rankov, (2000), pp. 27–32
  26. Morrison, Coates & Rankov (2000), pp. 38–41
  27. D.B. Saddington (2011) [2007]. "the Evolution of the Roman Imperial Fleets," in Paul Erdkamp (ed), A Companion to the Roman Army, 201-217.
  28. Coarelli, Filippo (1987), I Santuari del Lazio in età repubblicana.
  29. Morrison, Coates & Rankov (2000), pp. 48–49
  30. Morrison (1995), pp. 66–67
  31. Casson (1995), pp. 119–23
  32. Rankov (1995), pp. 78–80
  33. Rankov (1995), pp. 80–81
  34. Rankov (1995), pp. 82–85
  35. Rodger, (1997), pp. 64–65
  36. Unger (1980), pp. 53–55.
  37. Unger (1980), pp. 96–97
  38. Unger (1980), p. 80
  39. Unger (1980), pp. 75–76
  40. Pirenne, Mohammed and Charlemagne; the thesis appears in chapters 1–2 of Medieval Cities (1925)
  41. Unger (1980), pp. 40, 47
  42. Unger (1980), p. 102–4
  43. Casson (1995), pp. 123–126
  44. Glete (2000), p. 2
  45. Mott (2003), pp. 105–6
  46. Pryor (1992), pp. 64–69
  47. Mott (2003), p. 107
  48. Braudel, The Perspective of the World, vol.
  49. Higgins, Courtney Rosali (2012) The Venetian Galley of Flanders: From Medieval (2-Dimensional) Treatises to 21st Century (3-Dimensional) Model.
  50. Fernand Braudel, The Mediterranean in the Age of Philip II I, 302.
  51. Pryor (1992), p. 57
  52. Mallett (1967)
  53. Mott (2003), pp. 109–111
  54. Hattendorf and Unger (2003) pp, 70
  55. Glete (2000) pp 18
  56. Glete, (2000) pp. 23
  57. Glete, (2000) pp. 28
  58. Guilmartin (1974) pp. 252
  59. Glete (1993), p. 114
  60. Guilmartin (1974), p. 101
  61. Glete (1993), pp. 114–15
  62. Glete (2000), pp. 154, 163
  63. Glete (2000), pp., 156, 158-59
  64. Bamford (1973), p. 12; Mott, 113-14
  65. Mott (2003), p. 112
  66. Goodman (1997), pp. 11–13
  67. Bamford (1973), p. 12
  68. Mott (2003), pp. 113–14
  69. See especially Rodger (1996)
  70. Glete (2003), p. 27
  71. The British naval historian Nicholas Rodger describes this as a "crisis in naval warfare" which eventually led to the development of the galleon, which combined ahead-firing capabilities, heavy broadside guns and a considerable increase in maneuverability by introduction of more advanced sailing rigs; Rodger (2003), p. 245.
  72. Glete (2003), p. 144
  73. Guilmartin (1974), pp. 264–66
  74. Guilmartin (1974), p. 254
  75. Guilmartin (1974), p. 57
  76. Glete (2003), pp. 32–33
  77. Glete (2000), p. 183
  78. Jan Glete, "The Oared Warship" in Gardiner & Lavery (1992), p. 99
  79. Rodger (2003), p. 170
  80. Bamford (1974), pp. 14–18
  81. Bamford (1974), p. 52
  82. Bamford (1974), p. 45
  83. Bamford (1974), pp. 272–73
  84. Bamford (1974), pp. 23–25
  85. Bamford (1974), pp. 277–278
  86. Bamford, (1974), pp. 272–73; Anderson, (1962), pp. 71–73
  87. Glete (1992), p. 99
  88. Rodger (1997), p. 208–12
  89. John Bennel, "The Oared Vessels" in Knighton & Loades (2000), pp. 35–37.
  90. Lehmann (1984), p. 12
  91. Rodger (2003), pp. 230–30; see also R. C. Anderson, Naval Wars in the Baltic, pp. 177–78
  92. Glete (2003), pp. 224–25
  93. Anderson (1962), pp. 91–93; Berg, "Skärgårdsflottans fartyg" in Norman (2000) pp. 51
  94. Glete, "Den ryska skärgårdsflottan" in Norman (2000), p. 81
  95. Anderson (1962), p. 95
  96. Bondioli, Burlet & Zysberg (1995), p. 205
  97. Jan Glete, "Den ryska skärgårdsflottan: Myt och verklighet" in Norman (2000), pp. 86–88
  98. Coates (1995), p. 127
  99. This flower-inspired stern detail would later be widely used by both Greek and Roman ships.
  100. Unger (1980), pp. 41–42
  101. Coates (1995), p. 136–37
  102. Coates (1995), pp. 137–38
  103. Casson (1991), pp. 135–36
  104. Coates (1995), pp. 131–32
  105. Coates (1995), pp. 133–34; Morrison, Coates & Rankov (2000), pp. 165–67
  106. Coates (1995), pp. 138–40
  107. Morrison, Coates & Rankov (2000), p. 77
  108. Shaw(1995), pp. 164–65
  109. Hocker (1995), p. 88
  110. Rankov (1995), pp. 80–83
  111. Rankov (1995), p. 85
  112. See both Bass and Pryor
  113. Morrison p. 269
  114. Landström
  115. Pryor & Jeffreys (2006), pp. 123–125
  116. Pryor & Jeffreys (2006), pp. 125–126
  117. Pryor (1995), p. 102
  118. Pryor & Jeffreys (2006), p. 127
  119. Pryor & Jeffreys (2006), pp. 138–140
  120. Pryor & Jeffreys (2006), pp. 145–147, 152
  121. Pryor & Jeffreys (2006), pp. 134–135
  122. Pryor (1995), pp. 103–104
  123. Pryor & Jeffreys (2006), pp. 232, 255, 276
  124. Pryor & Jeffreys (2006), pp. 205, 291
  125. Pryor & Jeffreys (2006), p. 215
  126. Pryor & Jeffreys (2006), p. 203
  127. 127,0 127,1 Pryor (1995), p. 104
  128. Pryor & Jeffreys (2006), pp. 143–144
  129. Anderson (1962), pp. 52, 54–55
  130. Pryor (1992), p. 64
  131. Pryor (1992), pp. 66–69
  132. Anderson (1962), pp. 55–56
  133. Pryor refers to claims that stern rudders evolved by the Byzantines and Arabs as early as the 9th century, but refutes it due to lack of evidence.
  134. Lehmann (1984), p. 31
  135. Guilmartin (1974), p. 216
  136. Guilmartin (1974), p. 200
  137. Lehmann (1984), pp. 32–33
  138. Jan Glete, "The Oared Warship" in Gardiner & Lavery (1992), p. 98
  139. Jan Glete, "The Oared Warship" in Gardiner & Lavery (1992), pp. 98–100
  140. Anderson (1962), p. 17
  141. Lehmann (1984), p. 22
  142. Morrison, Coates & Rankov, The Athenian Trireme, pp. 246–47; Shaw (1995), pp. 168–169
  143. Morrison, Coates & Rankov, The Athenian Trireme, pp. 249–52
  144. Morrison, Coates & Rankov, The Athenian Trireme, pp. 246–47
  145. Coates 1995, pp. 127–28
  146. Shaw (1995), p. 169
  147. Shaw (1995), p. 163
  148. Guilmartin (1974), pp. 210–211
  149. Morrison, Coates & Rankov, The Athenian Trireme, p. 248
  150. Pryor (1992), pp. 71–75
  151. Casson (1995), pp. 325–26
  152. Rachel L. Sargent, "The Use of Slaves by the Athenians in Warfare", Classical Philology, Vol. 22, No. 3 (Jul., 1927), pp. 264–279
  153. Lionel Casson, "Galley Slaves", Transactions and Proceedings of the American Philological Association, Vol. 97 (1966), pp. 35–44
  154. Unger (1980), p. 36
  155. From Italian remo di scaloccio from scala, "ladder; staircase"; Anderson (1962), p. 69
  156. Guilmartin (1974), pp. 226–227
  157. Guilmartin (1974), pp. 109–112
  158. Guilmartin (1974), pp. 114–119
  159. Unger (1980), pp. 47–49.
  160. Basch (2001), p. 64
  161. Pryor & Jeffreys (2006), pp. 153–159
  162. Pryor (1992), p. 42
  163. Wachsmann (1995), pp. 28–34, 72
  164. Morrison, Coates & Rankov (2000), pp. 42–43, 92–93
  165. John Coates (1995), pp. 133–135
  166. Casson (1991), p. 139
  167. Casson (1991), pp. 90–91
  168. Hocker (1995), pp. 95, 98–99.
  169. Pryor & Jeffreys (2006), p. 282
  170. Pryor (1983), pp. 193–194
  171. Pryor (1983), pp. 184–188
  172. Pryor (1983), p. 194
  173. Rose (2002), pp. 133
  174. Guilmartin (1974), pp. 157–158
  175. Guilmartin (1974), pp. 199–200
  176. Guilmartin (1974), pp. 248–249
  177. Jan Glete, "Vasatidens galärflottor" in Norman (2000), pp. 39, 42
  178. Rodger (2003), p. 237
  179. For more information on the royal flotilla of Louis XIV, see Amélie Halna du Fretay, "La flottille du Grand Canal de Versailles à l'époque de Louis XIV : diversité, technicité et prestige" (Γαλλικά)
  180. Bamford (1974), pp. 24–25
  181. Bamford (1974), pp. 275–278
  182. Bamford (1973), pp. 11–12
  183. Bamford (1973), p. 282
  184. The Trireme Trust
  185. Scandurro (1972), pp 209–10
  186. AA.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Galleys (ship) στο Wikimedia Commons