seventy
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Αριθμητικό
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
seventy | seventies |
seventy (en)
- (μόνο πληθυντικός) στα/τα εβδομήντα, μεταξύ 70 και 79 ετών
- ⮡ He entered his seventies.
- Μπήκε στα εβδομήντα.
- ⮡ He entered his seventies.
- (μόνο πληθυντικός) η δεκαετία του εβδομήντα, για τη χρονολογία οποιουδήποτε αιώνα, τα χρόνια μεταξύ 70 και 79
- ⮡ in the seventies and eighties but all later on - τις δεκαετίες του εβδομήντα και του ογδόντα αλλά και μετέπειτα