corporel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | corporel | corporels |
θηλυκό | corporelle | corporelles |
Επίθετο
επεξεργασίαcorporel (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | corporel | corporels |
θηλυκό | corporelle | corporelles |
corporel (fr)