Τιμόθεος Α΄ Ιεροσολύμων
Ο Πατριάρχης Τιμόθεος Α' (1878-1955) ήταν ο εκατοστός τριακοστός έβδομος επίσκοπος της πόλης των Ιεροσολύμων από την εποχή που ως τέτοιος αναδείχθηκε ο Απόστολος Ιάκωβος και ο ενενηκοστός τέταρτος Πατριάρχης Ιεροσολύμων από την εποχή ανακηρύξεως της Επισκοπής σε Πατριαρχείο από την Δ' Οικουμενική Σύνοδο.
Τιμόθεος Α΄ Ιεροσολύμων | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 22 Σεπτεμβρίου 1878 Σάμος |
Θάνατος | 31 Δεκεμβρίου 1955 Ιερουσαλήμ |
Θρησκεία | Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πατριάρχης |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Πατριάρχης Ιεροσολύμων |
Σχετικά πολυμέσα | |
Βίος
ΕπεξεργασίαΟ κατά κόσμον Πυθαγόρας Θέμελης γεννήθηκε στη Χώρα της Σάμου στις 22 Σεπτεμβρίου 1878. Ο πατέρας του, Νικόλαος, ήταν ιερέας. Αφού ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του τον Σεπτέμβριο του 1898 μετέβη στα Ιεροσόλυμα όπου εισήχθη στη Θεολογική Σχολή του Σταυρού, υπό την προστασία του επίσης Σάμιου Δαμιανού Α΄. Αποφοίτησε αριστούχος από τη σχολή το 1905[1].
Τον Μάρτιο του 1906 εκάρη μοναχός και έλαβε το όνομα Τιμόθεος. Στη συνέχεια τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς χειροτονήθηκε διάκονος και αναχώρησε για την Αγγλία για σπουδές αγγλικής γλώσσας και αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Τον Ιούλιο του 1907 επέστρεψε και τον Σεπτέμβριο διορίστηκε Γραμματέας, διαχειριστής και βοηθός της Διευθύνσεως του περιοδικού Νέα Σιών. Τον Νοέμβριο διορίστηκε βιβλιοφύλακας και Διδάσκαλος του Κεντρικού Παρθεναγωγείου και Ιεροκήρυκας του ναού του[2]. Τον Απρίλιο του 1910 διορίστηκε Γραμματέας της Ιεράς Πατριαρχικής Συνόδου. Τον Σεπτέμβριο του 1912 διορίστηκε έφορος των Σχολών της Ιερουσαλήμ και τον Ιανουάριο του 1914 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος[2]. Τον Απρίλιο του 1917 διορίστηκε Αρχιγραμματέας του Ιερού Κοινού του Παναγίου Τάφου. Ως αρχιγραμματέας ίδρυσε Επιμελετήριο της γυναικείας εργασίας με σκοπό τη βοήθεια εύρεσης εργασίας σε άπορες γυναίκες[3].
Στις 18 Νοεμβρίου απομακρύνθηκε και μεταφέρθηκε με στρατιωτική συνοδεία στη Δαμασκό μετά από διαταγή του Τζεμά Πασά θεωρούμενος ως αγγλόφιλος[4]. Μετά την κατάληψη όμως της Ιερουσαλήμ από τον στρατηγό Άλλενμπυ επανήλθε τον Δεκέμβριο του 1918 ως μέλος της Πατριαρχικής Συνόδου (αρχιμανδρίτης)[5]. Επειδή οι Φραγκισκανοί προέβαλαν αξιώσεις, ο Τιμόθεος συνέταξε τον Μάιο του 1919 υπόμνημα αναιρετικό των θέσεών τους με τίτλο Οι Έλληνες εν τοις Αγίοις Τόποις και επανήλθε με δεύτερο Έλληνες και Φραγκισκανοί εν τοις Αγίοις Τόποις[5]. Διενήργησε εράνους με σκοπό την αγορά νέων βιβλίων για τον εμπλουτισμό της κεντρικής βιβλιοθήκης του Πατριαρχείου[6].
Στις 23 Αυγούστου 1921 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Ιορδάνου. Την περίοδο αυτή συγκρότησε αρχαιολογική υπηρεσία του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων[7]. Στις 9 Ιουλίου 1935 εξελέγη Πατριάρχης Ιεροσολύμων[8].
Πέθανε στις 31 Δεκεμβρίου 1955[1].
Συγγραφικό έργο
Επεξεργασία- Η εις υπερορίαν απαγωγή του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και αι επακολουθήσασαι κρίσεις, 1917-1921, εν Ιερουσαλήμ, 1921
- Η Ιερουσαλήμ και τα μνημεία αυτής, εν Ιερουσαλήμ 1932
- Σκέψεις επί της ζωής του ανθρώπου ενταύθα και πέραν του τάφου, χ.χ.
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 Κοντοστάνος 1956, σελ. 119.
- ↑ 2,0 2,1 Κοντοστάνος 1956, σελ. 120.
- ↑ Παλλάδιος 1981, σελ. 76.
- ↑ Κοντοστάνος 1956, σελ. 121.
- ↑ 5,0 5,1 Κοντοστάνος 1956, σελ. 123.
- ↑ Παλλάδιος 1981, σελ. 77-78.
- ↑ Κοντοστάνος 1956, σελ. 124.
- ↑ Κοντοστάνος 1956, σελ. 114.
Πηγές
Επεξεργασία- Κοντοστάνος, Μεθόδιος (1956). «Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Τιμόθεος Α' (1935-1955)». Νέα Σιών (41): 113-128.
- Παλλάδιος, Αρχιεπίσκοπος Ιορδάνου και Πατριαρχικός Επίτροπος Αντώνιος (1981). «Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Τιμόθεος Θέμελης». Νέα Σιών (73): 66-78.