Βυζαντινο-Βουλγαρικός πόλεμος των ετών 894-896

Ο Βυζαντινο-Βουλγαρικός πόλεμος των ετών 894–896 (βουλγαρικά: Българо–византийска война от 894–896‎‎) διεξήχθη μεταξύ του Βουλγαρικού βασιλείου και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ως αποτέλεσμα της απόφασης του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ να μεταφέρει τη βουλγαρική αγορά από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη, γεγονός που θα αύξανε σημαντικά τα έξοδα των Βουλγάρων εμπόρων.

Μετά την ήττα του Βυζαντινού στρατού στα πρώτα στάδια του πολέμου το 894 ο Λέων ΣΤ΄ ζήτησε βοήθεια από τους Μαγυάρους, που τότε κατοικούσαν στις στέπες στα βορειοανατολικά της Βουλγαρίας. Με τη βοήθεια του Βυζαντινού ναυτικού το 895 οι Μαγυάροι εισέβαλαν στη Ντομπρουτζά και νίκησαν τα βουλγαρικά στρατεύματα. Ο Συμεών Α΄ ζήτησε εκεχειρία και σκόπιμα παρέτεινε τις διαπραγματεύσεις με τους Βυζαντινούς μέχρι να εξασφαλίσει τη βοήθεια των Πετσενέγων. Ανάμεσα στους Βούλγαρους και τους Πετσενέγους, οι Μαγυάροι υπέστησαν μία συντριπτική ήττα από τον βουλγαρικό στρατό και αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν προς τα δυτικά, όπου εγκαταστάθηκαν στην Παννονία.

Με την εξάλειψη της απειλής των Μαγυάρων, ο Συμεών Α΄ οδήγησε τους στρατιώτες του στο νότο και διέλυσε τον Βυζαντινό στρατό στη μάχη του Βουλγαρόφυγου το καλοκαίρι του 896, η οποία ανάγκασε το Βυζάντιο να συμφωνήσει με τους βουλγαρικούς όρους. Ο πόλεμος τελείωσε με μία συνθήκη ειρήνης, που αποκατέστησε τη βουλγαρική αγορά στην Κωνσταντινούπολη και επιβεβαίωσε την κυριαρχία της Βουλγαρίας στα Βαλκάνια. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία υποχρεώθηκε να καταβάλει στη Βουλγαρία ετήσιο φόρο τιμής ως αντάλλαγμα για την επιστροφή αιχμαλωτισμένων Βυζαντινών στρατιωτών και πολιτών. Βάσει της συνθήκης, οι Βυζαντινοί παραχώρησαν επίσης μία περιοχή μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και των βουνών Στράντζα στη Βουλγαρία. Παρά τις πολλές παραβιάσεις, η συνθήκη διήρκεσε επίσημα μέχρι το τέλος του Λέοντα ΣΤ΄ το 912.

Ιστορικό

Επεξεργασία
 
Χάρτης της Βουλγαρίας στο δεύτερο μισό του 9ου αι.

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μπόρις Α ' (r. 852–889) η Βουλγαρία υπέστη σημαντικές αλλαγές - ο εκχριστιανισμός της χώρας και η εισαγωγή των μαθητών των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, που σηματοδότησαν την αρχή της δημιουργίας και της εδραίωσης της μεσαιωνικής βουλγαρικής λογοτεχνίας και αλφαβήτου. Μετά από έντονες διαπραγματεύσεις με τον Παπισμό στη Ρώμη και το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, η Βουλγαρία μετατράπηκε στον Ανατολικό Ορθόδοξο Χριστιανισμό, γεγονός που προκάλεσε δυσαρέσκεια σε μέρος των ευγενών που συνέδεσαν άμεσα τη νέα θρησκεία με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και φοβούνταν ότι η χώρα θα έπεφτε υπό Βυζαντινή επιρροή .[1]

Κατά τη διάρκεια του Συμβουλίου του Πρέσλαβ το 893, που συγκεντρώθηκε μετά την ανεπιτυχή προσπάθεια του μεγαλύτερου γιου του Μπόρις Α Vladimir Βλαντιμίρ-Ρασάτε (r. 889–893) να αποκαταστήσει την παραδοσιακή βουλγαρική θρησκεία, τον Τενγκριισμό, αποφασίστηκε ότι η Παλαιά Βουλγαρική θα αντικαταστήσει την Ελληνική ως γλώσσα η εκκλησία και ο βυζαντινός κλήρος θα εξορίστηκαν και θα αντικατασταθούν με Βούλγαρους.[2][2] Το Συμβούλιο επισφράγισε τις φιλοδοξίες του Μπόρις Α 'να εξασφαλίσει την πολιτιστική και θρησκευτική ανεξαρτησία από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία [1] και ηρέμησε τις ανησυχίες μεταξύ των ευγενών. Αποφασίστηκε επίσης ότι ο τρίτος γιος του Συμεών, που γεννήθηκε μετά τον εκχριστιανισμό και ονομάστηκε "παιδί της ειρήνης",[1] θα γίνει ο επόμενος πρίγκιπας της Βουλγαρίας.[1][3] Αυτά τα γεγονότα έδωσαν τέλος στις βυζαντινές ελπίδες να ασκήσουν επιρροή στη νεοχριστιανισμένη χώρα.[1][4]

Το προανάκρουσμα

Επεξεργασία
 
Μία βουλγαρική αντιπροσωπεία μπροστά στον Λέοντα ΣΤ΄. Από το έργο του Σκυλίτζη, χειρόγραφο της Μαδρίτης.

Το 894 ο Στυλιανός Ζαούτζης, βασιλεοπάτωρ (πεθερός) και κορυφαίος υπουργός του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού (βασ. 886–912), έπεισε τον Αυτοκράτορα να μεταφέρει τη βουλγαρική αγορά από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη.[5] Η κίνηση αυτή επηρέασε όχι μόνο τα ιδιωτικά συμφέροντα, αλλά και τη διεθνή εμπορική σημασία της Βουλγαρίας και την αρχή του βυζαντινο-βουλγαρικού εμπορίου, που είχε ρυθμιστεί με τη συνθήκη του 716 και με μεταγενέστερες συμφωνίες για τη βάση του πλέον ευνοούμενου έθνους.[2][3][6] Οι Βούλγαροι έμποροι είχαν αφεθεί να ζήσουν στην Κωνσταντινούπολη, διέμεναν στη δική τους αποικία και πλήρωναν ευνοϊκούς φόρους.[6] Η πόλη ήταν σημαντικός προορισμός εμπορικών δρόμων από όλη την Ευρώπη και την Ασία. Τώρα η μεταφορά της βουλγαρικής αγοράς στη Θεσσαλονίκη διέκοψε την άμεση πρόσβαση στα εμπορεύματα από την ανατολή, τα οποία υπό τις νέες συνθήκες οι Βούλγαροι θα έπρεπε να αγοράσουν μέσω μεσάζοντων, οι οποίοι ήταν στενοί συνεργάτες του Στυλιανού Ζαούτζη. Στη Θεσσαλονίκη οι Βούλγαροι αναγκάστηκαν επίσης να πληρώσουν υψηλότερους δασμούς για να πουλήσουν τα αγαθά τους, πλουτίζοντας τους φίλους του Ζαούτζη.[6]

Ο Βυζαντινός χρονικογράφος Συνεχιστής του Θεοφάνους περιέγραψε τους λόγους της σύγκρουσης ως εξής: "Η αιτία του πολέμου ήταν η εξής: ο βασιλεοπάτωρ Στυλιανός Ζαούτσης είχε έναν ευνούχο σκλάβο ονόματι Μουζίκο. Αυτός ήταν φίλος με τον Σταυράκιο και τον Κοσμά, Ελληνικής καταγωγής, έμποροι άπληστοι για χρήμα και πλεονέκτες. Στην επιθυμία τους να πλουτίσουν και με τη μεσολάβηση του Μουζίκου, μετακίνησαν την αγορά των Βουλγάρων από την πρωτεύουσα [Κωνσταντινούπολη] στη Θεσσαλονίκη και φορολόγησαν τους Βουλγάρους με βαρύτερους δασμούς. Όταν οι Βούλγαροι συνάντησαν τον Συμεών για το θέμα, αυτός πληροφόρησε τον Λέοντα [ΣΤ΄]. Αυτός, από εύνοια προς τον Ζαούτση, θεώρησε όλο αυτό ως μικρό πράγμα. Ο Συμεών Α΄ εξαγριώθηκε και ήγηρε τα όπλα εναντίον των Ρωμαίων" ''Χρονογραφία'' Συνεχιστή του Θεοφάνους. Η εκδίωξη των εμπόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν ένα βαρύ πλήγμα για τα βουλγαρικά οικονομικά συμφέροντα.[7] Οι έμποροι κατήγγειλαν το συμβάν στον Συμεών Α΄, ο οποίος με τη σειρά του έθεσε το ζήτημα στον Λέοντα ΣΤ΄, αλλά η έφεση έμεινε αναπάντητη.[1] Ο Συμεών Α΄, ο οποίος σύμφωνα με τους Βυζαντινούς χρονικούς αναζητούσε πρόσχημα για να κηρύξει τον πόλεμο και να υλοποιήσει τα σχέδιά του για την κατάληψη του Βυζαντινού θρόνου,[2] επιτέθηκε,[1] προκαλώντας αυτό που μερικές φορές ονομάστηκε (όχι ορθά) ο πρώτος εμπορικός πόλεμος στην Ευρώπη.[4][5] Ωστόσο, πολλοί ιστορικοί συμπεριλαμβανομένων των Βασίλ Ζλατάρσκι και Τζον Φάιν θεωρούν αυτούς τους ισχυρισμούς απίθανους, υποστηρίζοντας ότι στην αρχή της βασιλείας του ο Συμεών Α΄ έπρεπε να εδραιώσει την εξουσία του και οι αυτοκρατορικές φιλοδοξίες δεν είχαν ακόμη αποκρυσταλλωθεί, επομένως η στρατιωτική του παρέμβαση ήταν μία αμυντική πράξη για την προστασία των Βουλγαρικών εμπορικών συμφερόντων.[2][6]

Αρχικές εκστρατείες και η παρέμβαση των Μαγυάρων

Επεξεργασία

Το φθινόπωρο του 894 ο Συμεών Α΄ ξεκίνησε εισβολή στη Βυζαντινή Θράκη, εκμεταλλευόμενος τις εμπλοκές του Βυζαντίου με τους Άραβες στα ανατολικά, γεγονός που είχε αφήσει τις βαλκανικές επαρχίες ευάλωτες. Ο Λέων Στ΄ συγκέντρωσε εσπευσμένα στρατό υπό τους στρατηγούς Προκόπιο Κρενίτη και Κουρτίκιο και πολλούς άρχοντες, που περιλάμβαναν την Αυτοκρατορική Φρουρά, η οποία αποτελείτο από μισθοφόρους Χαζάρους.[5] Στη μάχη που ακολούθησε στο Θέμα της Μακεδονίας (σύγχρονη Ανατολική Θράκη), πιθανώς γύρω από την Αδριανούπολη,[2] οι Βυζαντινοί ηττήθηκαν και οι διοικητές τους χάθηκαν. Οι περισσότεροι Χάζαροι αιχμαλωτίστηκαν και ο Συμεών Α΄ έκοψε τη μύτη τους και «τους έστειλε στην πρωτεύουσα [Κωνσταντινούπολη] για ντροπή των Ρωμαίων [δηλαδή των Βυζαντινών]».[1][8] Οι Βούλγαροι λεηλάτησαν την περιοχή και αποσύρθηκαν στα βόρεια, παίρνοντας πολλούς αιχμαλώτους.[2]

Αυτή η αποτυχία ώθησε τους Βυζαντινούς να ζητήσουν βοήθεια από τους Μαγυάρους, οι οποίοι τότε κατοικούσαν στις στέπες μεταξύ Δνείπερου και Δούναβη. Ο Λέων ΣΤ΄ έστειλε τον απεσταλμένο του Νικήτα Σκληρό στους ηγέτες των Μαγυάρων Άρπαντ και Kουρσζάν το 894 ή το 895 "για να δώσει δώρα" και να τους υποκινήσει εναντίον των Βουλγάρων.[6][9] Ταυτόχρονα, το φθινόπωρο του 894, ο Λέων ΣΤ΄ στέλνει κάποιον Αναστάσιο στο Ρέγκενσμπουργκ στον Αρνούλφο της Καρινθίας, βασιλιά της Ανατολικής Φραγκίας (Γερμανίας). Αν και δεν έχει διασωθεί κάποιο αρχείο για τον σκοπό της αποστολής αυτής, ήταν πιθανότατα μία προληπτική κίνηση για να αποθαρρυνθεί μία γερμανο-βουλγαρική συμμαχία, που υπήρχε μεταξύ του Αρνούλφου και τού προκατόχου τού Συμεών Α΄, Βλαντίμιρ-Ρασάτε.[2]

Στις αρχές του 895 ο ταλαντούχος στρατηγός Νικηφόρος Φωκάς ο Πρεσβύτερος κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και στάλθηκε εναντίον των Βουλγάρων, επικεφαλής ενός μεγάλου στρατού.[2] Ενώ ο Συμεών Α΄ συγκέντρωσε τις δυνάμεις του στα νότια σύνορα για να αντιμετωπίσει τον Φωκά, το Βυζαντινό ναυτικό υπό τον ναύαρχο Ευστάθιο Αργυρό απέπλευσε στο Δέλτα του Δούναβη, για να βοηθήσει τους Μαγυάρους.[3] Πιστεύοντας ότι ο Συμεών Α΄ θα υποχωρούσε, ο Λέων ΣΤ΄ έστειλε έναν απεσταλμένο, τον Κωνσταντινάκιο, να προτείνει ειρήνη. Ο Συμεών Α ’, ο οποίος είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και ήταν εξοικειωμένος με τη Βυζαντινή διπλωματία, ήταν καχύποπτος για τη Βυζαντινή προσέγγιση, κατηγόρησε τον Κωνσταντινάκιο για κατασκοπεία και τον κράτησε υπό φρούρηση.[1][3] Ο Δούναβης αποκλείστηκε από μία σιδερένια αλυσίδα, για να εμποδίσει την κίνηση του Βυζαντινού ναυτικού και το μεγαλύτερο μέρος του στρατού εκτοπίστηκε βόρεια. Οι Βυζαντινοί όμως κατάφεραν να σπάσουν την αλυσίδα και μετέφεραν τις ορδές των Μαγυάρων νότια του ποταμού.[1] Οι Μαγυάροι, με επικεφαλής τον γιο του Αρπάντ Λιυντίκα,[9] λεηλάτησαν τη Ντομπρουτζά και προκάλεσαν βαριά ήττα στον Βουλγαρικό στρατό, που είχε επικεφαλής τον ίδιο τον Συμεών Α΄.[2][6] Ο Συμεών Α΄ ζήτησε καταφύγιο στο ισχυρό φρούριο του Ντράσταρ, ενώ οι Μαγυάροι λεηλάτησαν και λαφυραγώγησαν χωρίς αντίσταση, φτάνοντας στα περίχωρα της πρωτεύουσας Πρέσλαβ.[3] Πριν υποχωρήσουν βόρεια, οι Μαγυάροι πώλησαν χιλιάδες αιχμαλώτους στους Βυζαντινούς.[3][10]

Διαπραγματεύσεις για ανακωχή

Επεξεργασία
 
Μία σφραγίδα του Συμεών Α΄.

Αντιμετωπίζοντας μία δύσκολη κατάσταση με πόλεμο σε δύο μέτωπα, ο Συμεών Α΄ έστειλε ειρηνευτική πρόταση μέσω του ναυάρχου Ευσταθίου για να κερδίσει χρόνο ώστε να αντιμετωπίσει την απειλή των Μαγυάρων, υποσχόμενος ότι θα επιστρέψει τους Βυζαντινούς αιχμαλώτους. Ο Λέων ΣΤ΄ συμμορφώθηκε με χαρά, διέταξε τον Ευστάθιο και τον Νικηφόρο Φωκά να υποχωρήσουν και έστειλε τον διπλωμάτη Λέοντα Χοιροσφάκτη στη Βουλγαρία για να διαπραγματευτεί τους όρους.[1][3] Αυτό ακριβώς είχε στόχο ο Συμεών Α΄. Ο Χοιροσφάκτης κρατήθηκε σε ένα φρούριο και του αρνήθηκε επανειλημμένα η ακρόαση. Αντ' αυτού, ο Συμεών Α΄ αντάλλαξε επιστολές μαζί του, παρατείνοντας τις διαπραγματεύσεις, δείχνοντας υποψίες για τη διατύπωση των Βυζαντινών προτάσεων, αναζητώντας συνεχώς διευκρινίσεις και προσθέτοντας νέες απαιτήσεις.[6] Το κύριο ζήτημα ήταν η ανταλλαγή των αιχμαλώτων - η Βυζαντινή προτεραιότητα ήταν η απελευθέρωση των αιχμαλώτων που συνελήφθησαν κατά τη βουλγαρική εκστρατεία του 894.[2] Σε μία από τις επιστολές του προς τον Χοροσφάκτη ο Συμεών Α΄ απέδειξε τις διπλωματικές του ικανότητες να εξαπατά τον Αυτοκράτορα: "Η έκλειψη του ηλίου και η ώρα που έγινε αυτή, όχι μόνο για την ημέρα αλλά και για την ώρα που έγινε, είχε προφητευτεί από τον Αυτοκράτορά σας το προηγούμενο έτος με τον πιο θαυμάσιο τρόπο. Επίσης εξήγησε πόσο θα διαρκέσει η έκλειψη της σελήνης και λένε ότι γνωρίζει πολλά άλλα για τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων. Αν αυτό αληθεύει, τότε θα γνωρίζει αν θα αφήσω τους αιχμαλώτους ή θα τους κρατήσω. Μαντέψτε λοιπόν το ένα ή το άλλο και αν βρείτε τις προθέσεις μου, θα λάβετε τους κρατούμενους ως ανταμοιβή για την προφητεία σας και την πρεσβεία σας από τον Θεό! Χαιρετισμούς!" Επιστολή του Συμεών Α΄ προς τον Λέοντα Χοιροδφάκτη. Ο Χοιροσφάκτης απάντησε με μία διφορούμενη απάντηση, την οποία χρησιμοποίησε ο Συμεών Α΄ ισχυριζόμενος ότι ο Λέων δεν μπορούσε να προφητεύσει το μέλλον και έτσι να αρνηθεί την επιστροφή των αιχμαλώτων, παρατείνοντας περαιτέρω τις διαπραγματεύσεις.[2]

Ήττα των Μαγυάρων και μάχη στο Βουλγαρόφυγο

Επεξεργασία

Ενώ αντάλλασσε αλληλογραφία με τον Λέοντα Χοιροσφάκτη, ο Συμεών Α΄ έστειλε απεσταλμένους για να σφυρηλατήσει μία συμμαχία με τους Πετσενέγους, τους ανατολικούς γειτόνους των Μαγυάρων. Έτσι στις αρχές του 896 οι Βούλγαροι και οι Πετσενέγοι επιτέθηκαν τη χώρα των Μαγυάρων σε δύο μέτωπα. Στην αποφασιστική μάχη ο Βουλγαρικός στρατός επέφερε μία συντριπτική ήττα επί των Μαγυάρων στις στέπες κατά μήκος του ποταμού Νότιου Μπουγκ. Ο αγώνας ήταν τόσο αιματηρός, όπου λέγεται ότι οι νοκητές Βούλγαροι απώλεσαν 20.000 ιππείς. Την ίδια ώρα οι Πετσενέγκοι βάδισαν δυτικά και απέτρεψαν τους Μαγυάρους από το να επιστρέψουν στη χώρα τους. To Πλήγμα στους Μαγυάρους ήταν τόσο βαρύ, ώστε πιέστηκαν να μεταναστεύσουν πιο δυτικά σε αναζήτηση νέων βοσκοτόπων και τελικά εγκαταστάθηκαν στη λεκάνη της Παννονίας, όπου ίδρυσαν το ισχυρό βασίλειο της Ουγγαρίας.

 
Οι Βούλγαροι διώχνουν τον Βυζαντινό στρατό στο Bουλγαρόφυγο. Από το έργο του Σκυλίτζη (χειρόγραφο της Μαδρίτης).

Με την εξάλειψη της απειλής των Μαγυάρων, ο Συμεών Α΄ επέστρεψε στο Πρέσλαβ «υπερήφανος για τη νίκη» [1] και ζήτησε την επιστροφή όλων των Βουλγάρων αιχμαλώτων ως προϋπόθεση για περαιτέρω ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Ο Λέων ΣΤ΄, ο οποίος βρισκόταν σε δύσκολη κατάσταση, καθώς διεξήγε πόλεμο με τους Άραβες στα ανατολικά και στερείτο τις υπηρεσίες τού ικανού στρατηγού Νικηφόρου Φωκά, ο οποίος είτε έπεσε σε δυσμένεια ως αποτέλεσμα των δολοπλοκιών του Στυλιανού Ζαούτζη είτε απεβίωσε στις αρχές του 896, έπρεπε να συμμορφωθεί .[2][3] Ο Λέων Χοιροσφάκτης και ένας Βούλγαρος απεσταλμένος που ονομαζόταν Θεόδωρος, ένας έμπιστος άνδρας του Συμεών, στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη για να κανονίσουν τη μεταφορά, που πραγματοποιήθηκε με επιτυχία.[2] Ερμηνεύοντας αυτό ως ένδειξη αδυναμίας, ο Συμεών Α΄ ισχυρίστηκε ότι δεν απελευθερώθηκαν όλοι οι Βούλγαροι και το καλοκαίρι του 896 εισέβαλε στη Θράκη.[6] Οι Βυζαντινοί εξασφάλισαν μία ανήσυχη ανακωχή με τους Άραβες και μετέφεραν στην Ευρώπη «όλα τα θέματα και τα τάγματα »,[1] δηλαδή όλες τις δυνάμεις της Αυτοκρατορίας. Τα στρατεύματα διοικούντο από τον δομέστικο των Σχολών Λέοντα Κατακαλών, ο οποίος δεν είχε την ικανότητα του Φωκά.[3] Οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν στη μάχη του Boυλγαρόφυγου και οι Βυζαντινοί καταστράφηκαν -οι περισσότεροι στρατιώτες χάθηκαν, συμπεριλαμβανομένου του υποδιοικητή, του πρωτοβεστιαρίου Θεοδοσίου. Ο Κατακαλών κατάφερε να διαφύγει με λίγους επιζώντες.[1][5][6][11] Η ήττα ήταν τόσο σοβαρή, που ένας Βυζαντινός στρατιώτης αποσύρθηκε από την κοινωνία και έγινε ασκητής με το όνομα Λουκάς ο Στυλίτης.[3]

Οι Βυζαντινές πηγές δεν έχουν καταγράψει τις συνέπειες της μάχης, αλλά, σύμφωνα με τις αφηγήσεις του σύγχρονου Άραβου ιστορικού Μουχάμαντ ιμπν Τζαρίρ αλ-Ταμπάρι, οι Βούλγαροι βάδισαν προς την Κωνσταντινούπολη. Ο Λέων ΣΤ΄ ήταν σε τέτοιο πανικό, που σκέφτηκε να οπλίσει Άραβες αιχμαλώτους πολέμου και να τους στείλει εναντίον των Βουλγάρων με αντάλλαγμα την ελευθερία τους, αλλά τελικά εγκατέλειψε την ιδέα.[2][6] Ακολούθησαν περαιτέρω διαπραγματεύσεις, μέχρι που οι Βυζαντινοί συμφώνησαν με τα βουλγαρικά αιτήματα.[6]

Συνέπειες

Επεξεργασία
 
Απεικόνιση μίας μάχης κατά τον Βυζαντινο-Βουλγαρικό πόλεμο του 894-896, Χρονικό του Ραντζίβιου.

Ο πόλεμος τελείωσε με μία ειρηνευτική συνθήκη, που επιβεβαίωσε τη βουλγαρική κυριαρχία στα Βαλκάνια,[8] αποκατέστησε το καθεστώς της Βουλγαρίας ως το ευνοούμενο έθνος, κατάργησε τους εμπορικούς περιορισμούς και υποχρέωσε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία να πληρώνει ετήσιο φόρο. Βάσει της συνθήκης, οι Βυζαντινοί παραχώρησαν επίσης μία περιοχή μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και της Στράντζα a[›] στη Βουλγαρία. Σε αντάλλαγμα οι Βούλγαροι απελευθέρωσαν τους αιχμαλώτους Βυζαντινούς στρατιώτες και πολίτες, οι οποίοι φέρεται να ήταν 120.000.[2][6] Η συνθήκη ειρήνης παρέμεινε σε ισχύ μέχρι το τέλος του Λέοντα ΣΤ΄ το 912, αν και ο Συμεών Α΄ την παραβίασε μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης το 904, αποσπώντας περαιτέρω εδαφικές παραχωρήσεις στη Μακεδονία.[6]

Ο Βούλγαρος μονάρχης ήταν ικανοποιημένος από τα αποτελέσματα και θεώρησε ότι είχε υπεροχή έναντι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, για να επιτύχει τις πολιτικές του φιλοδοξίες - να καταλάβει τον θρόνο στην Κωνσταντινούπολη.[1] Παρά την επιτυχία, ωστόσο, ο Συμεών Α΄ κατάλαβε ότι έπρεπε να γίνουν πολλά ακόμη για να επικρατήσει επί της Αυτοκρατορίας. Χρειαζόταν δική του πολιτική και ιδεολογική βάση και ξεκίνησε ένα φιλόδοξο κατασκευαστικό πρόγραμμα στο Πρέσλαβ, ώστε να ανταγωνιστεί την Κωνσταντινούπολη.[1] Επιπλέον, ο Συμεών Α΄ έλαβε προφυλάξεις για να μειώσει τη Βυζαντινή επιρροή στα δυτικά Βαλκάνια, επιβάλλοντας την εξουσία του στο πριγκιπάτο της Σερβίας με αντάλλαγμα την αναγνώριση του Πέταρ Γκοζνικόβιτς ως κυβερνήτη της.[6]

Η καταστροφή στη Ντομπρουτζά από τους Μαγυάρους έδειξε πόσο ευάλωτη ήταν η Βουλγαρία σε επιθέσεις από τον βορρά υπό την επίδραση της Βυζαντινής διπλωματίας.[8] Αυτή η εμπειρία απέδωσε καλά το 917, όταν ο Συμεών Α΄ κατάφερε να αντιμετωπίσει τις Βυζαντινές προσπάθειες, συμμαχώντας με τους Σέρβους ή τους Πετσενέγους, και τους ανάγκασε να πολεμήσουν μόνοι στη μάχη του Αχελώου (917), όπου οι Βυζαντινοί ηττήθηκαν σε μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές Βυζαντινή ιστορία.[1]

Δείτε επίσης

Επεξεργασία

Υποσημειώσεις

Επεξεργασία

Σημειώσεις

Επεξεργασία

^ a: The borders established after the treaty are unknown but according to contemporary chronicles in 907 the town of Medea lied on the Byzantine–Bulgarian border.[12]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 1,12 1,13 1,14 1,15 1,16 Andreev & Lalkov 1996
  2. 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 2,11 2,12 2,13 2,14 2,15 Zlatarski 1972
  3. 3,00 3,01 3,02 3,03 3,04 3,05 3,06 3,07 3,08 3,09 Runciman 1930
  4. 4,0 4,1 Bakalov et al 2003
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 «Selections from the Chronicle of Ioannes Skylitzes, translated and adapted from B. Flusin and J.-C. Cheynet (2003)». Ian Mladjov's Resources. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Ιουλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 2014. 
  6. 6,00 6,01 6,02 6,03 6,04 6,05 6,06 6,07 6,08 6,09 6,10 6,11 6,12 6,13 Fine 1991
  7. Obolensky 1971
  8. 8,0 8,1 8,2 Whittow 1996
  9. 9,0 9,1 Spinei 2003
  10. Bozhilov & Gyuzelev 1999
  11. Kazhdan 1991
  12. Zlatarski 1972, σελ. 320
  • Андреев (Andreev), Йордан (Jordan); Лалков (Lalkov), Милчо (Milcho) (1996). Българските ханове и царе (The Bulgarian Khans and Tsars) (in Bulgarian). Велико Търново (Veliko Tarnovo): Абагар (Abagar). ISBN 954-427-216-X.
  • Бакалов (Bakalov), Георги (Georgi); Ангелов (Angelov), Петър (Petar); Павлов (Pavlov), Пламен (Plamen); et al. (2003). История на българите от древността до края на XVI век [History of the Bulgarians from Antiquity to the end of the XVI century] (in Bulgarian). София (Sofia): Знание (Znanie). ISBN 954-621-186-9.
  • Божилов (Bozhilov), Иван (Ivan); Гюзелев (Gyuzelev), Васил (Vasil) (1999). История на средновековна България VII–XIV век (History of Medieval Bulgaria VII–XIV centuries) (in Bulgarian). София (Sofia): Анубис (Anubis). ISBN 954-426-204-0.
  • Колектив (Collective) (1964). "11. Продължителят на Теофан (11. Theophanis Continuati)". Гръцки извори за българската история (ГИБИ), том V (Greek Sources for Bulgarian History (GIBI), volume V) (in Bulgarian and Greek). София (Sofia): Издателство на БАН (Bulgarian Academy of Sciences Press).
  • Fine, John Van Antwerp (1991) [1983]. The Early Medieval Balkans: A Critical Survey from the Sixth to the Late Twelfth Century (στα Αγγλικά). Ανν Άρμπορ, Μίσιγκαν: University of Michigan Press. ISBN 0-472-08149-7. 
  • Kazhdan, Alexander, ed. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. Oxford and New York: Oxford University Press. ISBN 0-19-504652-8.
  • Obolensky, D. (1971). The Byzantine Commonwealth: Eastern Europe, 500–1453. New York, Washington: Praeger Publishers. ISBN 0-19-504652-8.
  • Runciman, Steven (1930). "The Two Eagles". A History of the First Bulgarian Empire. London: George Bell & Sons. OCLC 832687.
  • Spinei, Victor (2003). The Great Migrations in the East and South East of Europe from the Ninth to the Thirteenth Century. Romanian Cultural Institute (Center for Transylvanian Studies) and Museum of Brăila Istros Publishing House. ISBN 973-85894-5-2.
  • Whittow, Mark (1996). The Making of Byzantium (600–1025). Los Angeles: University of California Press. ISBN 0-520-20497-2.
  • Златарски (Zlatarski), Васил (Vasil) (1972) [1927]. История на българската държава през средните векове. Том I. История на Първото българско царство. (History of the Bulgarian state in the Middle Ages. Volume I. History of the First Bulgarian Empire.) (in Bulgarian) (2 ed.). София (Sofia): Наука и изкуство (Nauka i izkustvo). OCLC 67080314.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία